῾Η Σαρακοστή εἶναι ἡ περίοδος πού φέρνει τόν χριστιανό στά σύγκαλά του, ἀφοῦ
τόν κάνει νά ζεῖ τήν ζωή τοῦ συνεποῦς χριστιανοῦ: τοῦ ἐν μετανοίᾳ εὑρισκομένου,
τοῦ ἐγρηγορότος πού βρίσκεται σέ διαρκή σχέση μέ τόν Θεό καί ἐξάρτηση ἀπό Αὐτόν.
῾Η Σαρακοστή λοιπόν εἶναι ἡ περίοδος ἀνανήψεως, τό λουτρό καθάρσεως τοῦ
χριστιανοῦ πού τόν ἀπομακρύνει ἀπό τίς φαντασιώσεις καί τίς πλάνες τῆς ζωῆς αὐτῆς.
῾Η Σαρακοστή δηλαδή εἶναι ἡ περίοδος προσγειώσεως τοῦ χριστιανοῦ στήν πραγματικότητα:
τόν κάνει νά βλέπει τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο ὅπως εἶναι ἀληθινά.
῾Η εὐχή τοῦ ὁσίου ᾽Εφραίμ τοῦ Σύρου φανερώνει τό πνεῦμα αὐτό τῆς Σαρακοστῆς.
᾽Αναφέρεται στόν ἀγώνα τοῦ χριστιανοῦ νά ἀποβάλει τά πάθη του καί νά ἐνδυθεῖ
τίς ἀρετές.
᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ σχολιασμός τῆς εὐχῆς μέ τήν βοήθεια τῶν ἀσκητικῶν ἰδίως
Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι, πιστεύουμε, ἔργο σημαντικό.
῾Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς
μου,
πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας,
φιλαρχίας καί ἀργολογίας,
μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης,
ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς
καί ἀγάπης,
χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε βασιλεῦ,
δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά
πταίσματα
καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν
μου,
ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς
αἰῶνας τῶν αἰώνων.
᾽Αμήν᾽.
(α) ῾Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου᾽.
῾Ο Χριστός εἶναι ὁ Κύριος
καί ὁ Δεσπότης τῆς ζωῆς μας.
῎Ηδη ἐξαρχῆς ἡ εὐχή μέ τήν
ἐπίκληση τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς Κυρίου καί Δεσπότου δίνει τό στίγμα τοῦ
προσευχομένου. Πρόκειται γιά τόν πιστό χριστιανό, ὁ ὁποῖος βλέπει τόν ἑαυτό του
στήν θέση τοῦ δούλου ἔναντι τοῦ Κυρίου του. ῾Ο ᾽Ιησοῦς Χριστός γιά τόν
προσευχόμενο δέν εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἕνας μεγάλος φιλόσοφος ἤ
κάποιος κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ἀλλά ὁ Κύριος καί ὁ Δεσπότης τῆς ζωῆς του. ῎Ετσι
ἡ ἐπίκληση αὐτή τοῦ Χριστοῦ φανερώνει ὅτι ὁ προσευχόμενος εἶναι μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας,
ἀφοῦ μόνο γιά τήν ᾽Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι τό
δεύτερο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί συνεπῶς ὁ Κύριος αὐτῆς. ῞Οπως τό ὁμολογοῦμε
στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: (Πιστεύω) ῾καί εἰς
ἕνα Κύριον, ᾽Ιησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ᾽. ῾Η ἀποδοχή
λοιπόν τῆς κυριότητος τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μας ἀποκαλύπτει τήν πίστη στήν
θεότητά Του.
῾Η κυριότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ
βεβαίως κυριότητα ἐπί τῶν πάντων. Καί ἐπί τῆς δημιουργίας καί ἐπί τῆς ἱστορίας
καί ἐπί τῶν καρδιῶν τοῦ ἀνθρώπων. Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου - ῾πάντα δι᾽ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο
οὐδέ ἕν ὅ γέγονε᾽ (᾽Ιωάν. 1, 3) – Αὐτός
εἶναι ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου πού εἰσῆλθε καί ὡς ἄνθρωπος μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία
- ῾ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν
Χριστός Κύριος᾽ (Λουκ. 2, 11) – Αὐτός εἶναι ὁ κύριος τῆς καρδιᾶς μας - ῾υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν᾽. Κατά
συνέπεια ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τό βάθος τοῦ σύμπαντος, δηλαδή πίσω ἀπό ὅλα στέκει ᾽Εκεῖνος,
καί ἄρα ὅλα εἶναι δικά Του.
᾽Ενῶ ὅμως ὅλα δικά Του,
δέν ἐκβιάζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Αφήνει τό λογικό αὐτό πλάσμα Του ἐλεύθερα
νά ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμά Του, ὥστε νά ἀποδεχθεῖ μόνο του τήν κυριότητα καί
στήν δική του ζωή. Καί τοῦτο γιατί ἡ κυριότητα τοῦ Θεοῦ δέν λειτουργεῖ σάν τήν ἀνθρώπινη
ἐξουσία: κατακτηκτικά καί ἐγωϊστικά. ῾Ο Θεός ῾κατακτᾶ᾽ τόν ἄνθρωπο ἀρχοντικά,
κατά τήν ἔκφραση τοῦ γέροντα Παϊσίου, δηλαδή μέ τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη πού
τοῦ δείχνει. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἀποκορύφωση τῆς κυριότητος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ
Σταυρός Του. Στόν Σταυρό ἐπάνω ὁ Χριστός εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός πού ἀφήνεται
ἀδύναμος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν Του. Κι αὐτή ἡ φαινομενική λόγω ἀγάπης ἀδυναμία
Του ἀποτελεῖ τόν μαγνήτη πού ἑλκύει πρός ᾽Εκεῖνον ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν
ἐποχῶν. ῾Κἀγώ ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας
ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν᾽ (᾽Ιωάν. 12, 32).
Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως! ᾽Εξακολουθοῦν
καί ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι πού μένουν τυφλοί στήν ἀγάπη αὐτή τοῦ Δημιουργοῦ τους
καί Τόν ἀφήνουν ἔξω νά κρούει τήν θύρα τῆς καρδιᾶς τους. ῾᾽Ιδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω᾽ (᾽Αποκ. 3, 20). Κι αὐτοί
βεβαίως γίνονται ἀποδεκτοί ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά χωρίς νά ἔχουν τήν δυνατότητα
πιά νά γευθοῦν τήν γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του, γεγονός πού συνιστᾶ τήν κόλασή
τους. Αὐτή εἶναι ἡ ῾κόλαση᾽ τοῦ Θεοῦ στά πλάσματά Του: ἡ ἀδιάκοπη ἀγάπη Του
πρός αὐτά, χωρίς ἐκεῖνα νά μποροῦν νά ἀνταποκριθοῦν σ᾽ αὐτήν. ῾Η κόλασή τους ἔτσι
γίνεται καί ὁ δικός Του πόνος! Γιατί ἡ ἀγάπη πάντα συμπάσχει μέ τόν πονεμένο κι
ἀγάπη τέλεια καί ἀπόλυτη εἶναι ὁ Θεός μας. ῞Ωστε ἡ κυριότητα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ
λειτουργεῖ μέσα σέ ῾περιοριστικά᾽ γι᾽ Αὐτόν
πλαίσια: τά πλαίσια τῆς ἀγάπης! ῾Εἰς τά ἴδια
ἦλθε᾽, γράφει ὁ Εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης,
῾καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον᾽ (᾽Ιωάν. 1, 11).
Στό σημεῖο αὐτό δίνεται ἀπάντηση
καί σ᾽ ἕνα εὔλογο ἐρώτημα πού πιθανόν δημιουργεῖται ἀπό τούς χαρακτηρισμούς ῾Κύριος᾽
καί ῾δοῦλος᾽: Μά ὁ Θεός θέλει τούς ἀνθρώπους δούλους; ῎Εχει ἀνάγκη Αὐτός νά εἶναι
ὁ Κύριος πού νά ἔχει τά δουλικά Του; ᾽Ακριβῶς λοιπόν μέ τίς παραπάνω ἐπισημάνσεις
φαίνεται ὅτι ἡ σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου ὡς σχέση Κυρίου καί δούλου δέν κατανοεῖται
κατά τά ἀνθρώπινα σχήματα. ῾Ο Χριστός ἐνῶ εἶναι Κύριος ὅλων, γίνεται προσωπικά
Κύριος μόνον ἐκείνων πού Τόν ἀποδέχονται μέ πίστη καί ἀγάπη. ᾽Απόδειξη: ὅσοι
γίνονται δοῦλοι Του, ὅσοι δηλαδή Τόν πιστεύουν, τούς κάνει υἱούς Του καί τούς
δίνει τήν ἱκανότητα νά Τόν ζοῦν καί νά Τόν βλέπουν ὡς Πατέρα, ἀδελφό καί φίλο
τους. ῾῞Οσοι ἔλαβον αὐτόν᾽, σημειώνει
καί πάλι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ῾ἔδωκεν αὐτοῖς
ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽ (᾽Ιωάν. 1, 12).
Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι τήν
προσευχή αὐτή μπορεῖ νά τήν πεῖ μόνον ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι
αὐτός εἶναι τό μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας. Εἶναι σαφῆ ἐν προκειμένῳ τά λόγια τοῦ ἀποστόλου
Παύλου: ῾Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν
ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽ (Α´ Κορ. 12, 3). Πράγματι, κατά τήν διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας
μας, ἄν δέν ἐνισχυθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά δεῖ τί εἶναι
ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός στήν πραγματικότητα: Θεός τέλειος καί ἄνθρωπος τέλειος. Καί
τοῦτο γιατί ἔργο τοῦ τρίτου προσώπου τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ
προσώπου τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ὁ Κύριος
ἔσωσε τόν κόσμο γενικά καί ἀντικειμενικά, τό ῞Αγιον Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού μᾶς οἰκειώνει
προσωπικά τό γενικό αὐτό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Τί σημαίνει ὅμως ὁμολογία ἐν
ἁγίῳ Πνεύματι τῆς κυριότητος τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ; ῾Ο ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής
διευκρινίζει στό 39ο κεφάλαιο τῶν 400 κεφαλαίων του περί ἀγάπης: ῾῾Ο τελείαν ἀγάπην κτήσασθαι δυνηθείς καί ὅλον
τόν βίον αὐτοῦ πρός ταύτην ρυθμίσας, οὗτος λέγει Κύριον ᾽Ιησοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽.
Δηλαδή: ῾Αὐτός πού μπόρεσε νά ἀποκτήσει τέλεια ἀγάπη καί ρύθμισε ὅλη τήν ζωή
του πρός αὐτήν, αὐτός ὁμολογεῖ ὡς Κύριο τόν ᾽Ιησοῦ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽. ῎Ετσι ἡ ὑπακοή
τοῦ ἀνθρώπου στήν βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, ἀποδεικνύει τήν
παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν καί ἄρα καί τήν ἀποδοχή τοῦ ᾽Ιησοῦ ὡς
Κυρίου τῆς ζωῆς του. ῾Η κυριότητα λοιπόν τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει θεωρητικό
χαρακτήρα. ῾Η προσαρμογή τῆς ζωῆς μας στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἀλήθεια
τῆς ὁμολογίας μας περί τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ καί Κυρίου μας. ῎Ετσι ἡ κυριότητα τοῦ
Χριστοῦ στήν ζωή τοῦ πιστοῦ βαίνει αὐξανομένη στόν βαθμό πού ὁ πιστός τηρεῖ τίς
ἐντολές τοῦ Κυρίου Του, ζεῖ δηλαδή ἐν μετανοίᾳ.
Κι ὅταν μιλᾶμε γιά τήν
τέλεια ἀγάπη πού μνημονεύει ὁ ἅγιος Μάξιμος μιλᾶμε ἀσφαλῶς γιά τήν ἀγάπη ἐκείνη
τοῦ εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης στήν Α´ καθολική ἐπιστολή του: ῾ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον᾽ (4,
18). Μία ἀγάπη δηλαδή πού προϋποθέτει τήν κάθαρση ἀφενός τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου
ἀπό ὅλα τά ψεκτά πάθη καί τήν ταύτισή του ἀφετέρου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως
μάλιστα τό ὁρίζει ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς: ῾Τῶν καθαρισθέντων (ἐστίν) ἡ τελεία ἀγάπη, ἐν οἷς οὐκέτι ἐστίν ἔννοια
φόβου τινός, ἀλλ᾽ ἔκκαυσις ἄπαυστος καί
κόλλησις τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεόν διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος κατά
τόν λέγοντα ῾᾽Εκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω μου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου᾽. Δηλαδή: ῾Τῶν καθαρισμένων γνώρισμα εἶναι ἡ
τέλεια ἀγάπη. Σ᾽ αὐτούς δέν ὑπάρχει πλέον σκέψη κανενός φόβου, ἀλλά ἄπαυστη
θέρμη καί προσκόλληση τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου
Πνεύματος, σύμφωνα μέ αὐτόν πού λέγει ῾προσκολλήθηκε ἡ ψυχή μου σ᾽ ᾽Εσένα καί
μέ ἔχει πιάσει τό δεξί σου χέρι᾽. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο τόν Χριστό Τόν ὁμολογεῖ ὡς
Κύριο μόνον ἐκεῖνος πού ἔγινε σάν Αὐτόν καί Τόν ἔχει παρόντα καί λαλοῦντα στήν
καρδιά του.