Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΕΡΕΝΤΙΟΣ, ΑΦΡΙΚΑΝΟΣ, ΜΑΞΙΜΟΣ, ΠΟΜΠΗΪΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΟΙΣ, ΕΤΙ ΔΕ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΟΝ ΖΗΝΩΝΑ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΔΩΡΟΝ



«Οι άγιοι έζησαν κατά τούς χρόνους του βασιλιά Δεκίου και του ηγεμόνα Φουρτουνιανού, ενώ κατάγονταν από την Αφρική. Όταν βγήκε η διαταγή να αρνούνται τη χριστιανική πίστη οι χριστιανοί και όσοι μένουν πιστοί και δεν πείθονται στον βασιλιά να βασανίζονται με ποικίλες κολάσεις, βλέποντας αυτοί οι σαράντα (οι Τερέντιος, Αφρικανός, Μάξιμος, Πομπήιος και έτεροι τριάντα έξι) πολλούς να δειλιάζουν και να οδηγούνται στην πλάνη, συμφώνησαν μεταξύ τους να αντισταθούν με ανδρεία και με γενναιότητα ψυχής και σώματος για την πίστη του Χριστού. Θύμιζαν μάλιστα ο ένας στον άλλον και τα λόγια του Κυρίου (τα οποία προετοιμάζουν τους πιστούς προς το μαρτύριο) που λέγει να μη φοβάστε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα αλλά δεν μπορούν να αγγίξουν την ψυχή σας.
Όταν λοιπόν οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Φουρτουνιανό κι ομολόγησαν τη δύναμη του Χριστού και την αδυναμία των ξοάνων που τιμώνται από τους ειδωλολάτρες, αυτούς μεν ο ηγεμόνας πρόσταξε να ριχτούν στη φυλακή, ενώ έστειλε και έφεραν αυτούς που ήταν μαζί με τον μακάριο Ζήνωνα και τον Αλέξανδρο και τον Θεόδωρο, τους οποίους πρώτα τους εξέτασε κι έπειτα τους συμβούλευε να φύγουν από την πίστη του Χριστού και να προσέλθουν στα είδωλα. Επειδή λοιπόν αυτοί αρνήθηκαν κι έδειξαν καθαρά το άτρεπτο της πίστης τους (και με όσα είπαν και με όσα έπαθαν), κτυπήθηκαν με αγκάθινα και τραχιά ραβδιά και με νεύρα βοδιών (αλλάζοντας διαδοχικά μάλιστα αυτοί που τους κτυπούσαν) τόσο πολύ ώστε φαίνονταν απέξω τα εσωτερικά σπλάχνα τους. Έπειτα κάρφωσαν στα νώτα τους πυρωμένα σουβλιά, και πάνω στις πληγές περιέχυσαν κράμα από ξύδι και αλάτι και τις έτριβαν με τρίχινα υφάσματα. Επειδή λοπόν έφτασε σε απόγνωση ο ηγεμόνας ως προς τη διάθεση αλλαγής της πίστης τους και στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, όταν μάλιστα με την προσευχή τους οι άγιοι ρίξανε κάτω στη γη τα ξόανα, γι’  αυτό πρόσταξε να κοπούν οι κεφαλές τους.
Μετέπειτα, οι σύντροφοι του Τερεντίου αφού παραστάθηκαν ενώπιον του ηγεμόνα και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους, πάλιν ρίχτηκαν στη φυλακή. Εκεί τους έβαλαν κλοιό γύρω από τον τράχηλο, τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια με αλυσίδες και και τους έκαναν να υποφέρουν καθώς υποκάτω τους τούς έστρωσαν σιδερένια τριβόλια. Για πολλές δε ημέρες έμειναν άσιτοι, διότι απαγορεύτηκε στους δεσμοφύλακες από τον ηγεμόνα η εισαγωγή οποιασδήποτε τροφής. Αλλά σ’  αυτά τα δεινά τους όμως δέχτηκαν τη βοήθεια του Θεού, καθώς λευτερώθηκαν από τα δεσμά τους με την επιστασία αγγέλων και έλαβαν από αυτούς τροφή. Οπότε παραστάθηκαν πάλι δυνατοί ενώπιον του ηγεμόνα, ο οποίος διέταξε να τους ξεσκίσουν και να τους ρίξουν στα θηρία, τα οποία όμως καθόλου δεν τους άγγιξαν. Αφού απελπίστηκε λοιπόν ο ηγεμόνας, έδωσε διαταγή να κοπούν τα κεφάλια τους».

Όπως βλέπουμε στο συναξάρι, έχουμε να κάνουμε κατά τη σημερινή εορτή με «πολυώνυμον σύνταγμα ἀθλητῶν», το οποίο «ὑπέμεινε πολυποίκιλα βάσανα» (στιχ. εσπερ.). Και δεν είναι μόνον οι περί τον άγιο Τερέντιο (τρεις ονομαζομένοι άγιοι και τριάντα έξι ακόμη άγνωστοι σε εμάς,  σύνολο λοιπόν σαράντα), αλλά και οι άγιοι περί τον Ζήνωνα και Αλέξανδρο και Θεόδωρο, των οποίων τον αριθμό και τα ονόματα εξίσου αγνοούμε. Πρόκειται για μία πραγματικότητα στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας, που μας θέτει ενώπιον όχι μόνο των γνωστών αγίων που τους μνημονεύουμε και τους τιμούμε και τους επικαλούμαστε κατ’ όνομα, αλλά και των πάμπολλων άλλων, δεκάδων, εκατοντάδων, χιλιάδων, μυριάδων, οι οποίοι τιμώνται αθρόον μεν από τους πιστούς της εν τω κόσμω τούτω στρατευόμενης Εκκλησίας, εντελώς όμως προσωπικά και ξεχωριστά νομίζουμε από τη θριαμβεύουσα ονομαζομένη, πρωτίστως δε από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και μας θυμίζουν μεταξύ άλλων οι άγιοι αυτοί, οι άγνωστοι και ανώνυμοι, ότι το κύριο γνώρισμα του αγίου είναι η  ταπείνωση, η οποία ασφαλώς αποτελεί τη βάση της γνήσιας πίστης και της αληθινής αγάπης, λειτουργεί όμως ως πορεία ζωής με το «λάθε βιώσας», ζήσε κρυφά. Κι είμαστε βέβαιοι ότι και οι μεγάλοι γνωστοί άγιοι της κάθε εποχής από την άποψη αυτή «ζηλεύουν» τους ανώνυμους αγνώστους,  γνωστούς όμως τώρα σε αυτούς ζώντας μέσα στη Βασιλεία του Θεού. Διότι όσο πιο πολύ άγνωστος, τόσο περισσότερη ταπείνωση, τόσο επομένως περισσότερη χάρη. Το σωτήριο βέβαια και γι’ αυτούς τους μεγάλους και γνωστούς, γι’ αυτό είναι και μεγάλοι, είναι ότι δεν επέλεξαν οι ίδιοι να γίνουν γνωστοί και να φανούν μέσα σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, συνεπώς δουλεύοντας στην κενοδοξία και την υπερηφάνεια. Ο Θεός τούς κατέστησε γνωστούς και τους ανέδειξε, κατά τό «τούς δοξάζοντάς με δοξάσω», διότι προφανώς, για λόγους που Εκείνος μόνο ξέρει, τούς ήθελε ως πρεσβευτές των ανθρώπων ενώπιόν Του. 
Αλλ’ ας επανέλθουμε στους σήμερον εορταζομένους αγίους, γνωστούς όπως είπαμε και αγνώστους. Είναι περιττό βεβαίως να τονίσουμε και γι’ αυτούς ό,τι τονίζεται για όλους τους αγίους από τους  εκκλησιαστικούς υμνογράφους ως προς το ποιητικό αίτιο της αγιασμένης ζωής και του μαρτυρίου τους∙ τη θερμή αγάπη τους για τον Χριστό, που κινείται πάντοτε μέσα στο πλαίσιο αυτού που ποιητικά τονίζει ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;... Οὐδέν ἡμᾶς δυνήσεται χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ». Το ίδιο λοιπόν επισημαίνει και ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος σήμερα: «Ούτε πείνα ούτε κίνδυνος ούτε ζωή ούτε θάνατος είχαν τη δύναμη να σας χωρίσουν (ένδοξοι) από την αγάπη του Δημιουργού». Δεν μπορεί η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της να μην επισημάνει, έστω και αν γίνεται κουραστική (!) διά της επαναλήψεως, τη μόνη και απόλυτη αυτή πραγματικότητα, η οποία εξηγεί και ερμηνεύει τα υπέρ φύσιν στοιχεία της ζωής και του μαρτυρίου όλων των αγίων της. «Ἔπαρον τήν ἀγάπην καί τόν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ», για να παραφράσουμε λίγο τη γνωστή περί των πειρασμών φράση των Πατέρων, «καί οὐδείς ὁ σωζόμενος» - και «οὐδείς χριστιανός» θα συμπληρώναμε. 
Ο υμνογράφος μας αυτήν την αγάπη των αγίων προς τον Χριστό και τη Βασιλεία Του την επεξηγεί λίγο περισσότερο. Από την πρώτη ωδή ήδη του κανόνα τους μάς λέει ότι διατηρήθηκαν σταθεροί στη θεϊκή αγάπη, διότι κινήθηκαν με δίκαιο θυμό. «Απέκρουσαν οι σοφοί με γενναιότητα τον αλογότατο θυμό του δυσεβή τυράννου, γιατί παρέμειναν σταθεροί στη θεϊκή αγάπη καί κινήθηκαν προς τον δίκαιο θυμό». Τι επισημαίνει ο άγιος Ιωσήφ; Ότι υπάρχει ο άλογος θυμός και υπάρχει και ο δίκαιος θυμός. Άλογος είναι ο θυμός, όταν στρέφεται ο άνθρωπος με έξαψη του εσωτερικού του κόσμου κατά του Θεού και κατά των συνανθρώπων του∙ και δίκαιος είναι ο θυμός, όταν ο άνθρωπος τις εσωτερικές του δυνάμεις τις στρέφει με ορμή κατά της κακίας του Πονηρού και κατά της διαστροφής και του αμαρτωλού φρονήματος των ανθρώπων. Στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος γίνεται όργανο του Πονηρού, διαστρέφοντας όλον τον εαυτό του και χάνοντας την αληθινή ταυτότητα της ύπαρξής του – ο άνθρωπος σταματά να είναι άνθρωπος γινόμενος «έξω φρενών» και ζώντας με πλήρη σύγχυση και ταραχή –∙ ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο άνθρωπος λειτουργεί πάνω στο θέλημα του Θεού, αποκαθιστώντας χάριτι Θεού τη φυσιολογία του και ζώντας ως πραγματικός άνθρωπος – η με δίκαιο θυμό κίνησή του τον οδηγεί στην αληθινή αγάπη και προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπό του, έστω και τον εχθρό του. Συμπέρασμα; Ο θυμός δεν καταδικάζεται. Ανάλογα με τη λειτουργία του ή σώζει τον άνθρωπο ή τον καταστρέφει, διότι αποτελεί καίρια δύναμη που ο Θεός έβαλε στον άνθρωπο για την καλή πορεία της ζωής του. Κι ας επιτραπεί περαιτέρω να υπενθυμίσουμε ότι ακριβώς η λειτουργία του θυμού ή αλλιώς του θυμικού μέρους του ανθρώπου προσδιορίζει και δίνει τον τόνο και στους λογισμούς που αναπτύσσονται μέσα στην ψυχή του. Θυμός σε φυσιολογική πορεία, δίκαιος και εν αγάπη, γεννά τους πιο ωραίους λογισμούς∙ θυμός σε διαστροφική πορεία, άλογος και μανιώδης, γεννά τους πιο καταστροφικούς και βρωμερούς λογισμούς. Γι’ αυτό και ισχύει πάντοτε το πατερικό λόγιο: «Κοίτα τους λογισμούς σου για να δεις το αληθινό επίπεδο της πνευματικής σου ζωής». 
Ο εκκλησιαστικός ποιητής πέραν πολλών άλλων ακόμη επισημάνσεων για τους αγίους μάς προσανατολίζει και σε δύο ακόμη άλλα στοιχεία της πνευματικής ζωής: 1. την ετοιμότητα των πιστών για υπακοή στις εντολές του Χριστού∙ 2. την ενότητα, πραγματική και εσωτερική, που δημιουργεί στους ανθρώπους η πίστη στον Χριστό. Κι είναι αλήθεια ότι χωρίς υπακοή, δηλαδή χωρίς ταπείνωση όπως σημειώσαμε και παραπάνω, χριστιανική πίστη δεν υφίσταται, όπως και χωρίς ενότητα που είναι το διαρκώς ζητούμενο από τον Κύριο («ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» είναι το όραμά Του) σχέση με τον Θεό δεν αναπτύσσεται. Ας αφήσουμε τον άγιο υμνογράφο να μας τα πει με τον δικό του τρόπο. «Έχοντας αποκτήσει  αυτιά έτοιμα να κάνουν πράξη τις θείες εντολές του Χριστού, σοφοί, ψάλατε με προθυμία: Είσαι ευλογημένος Κύριε, ο Θεός εις τους αιώνας» (ωδή ζ΄).  Και: «Μία γνώμη έχοντας οι αθλητές προτιμούσαν να πεθάνουν για χάρη του Χριστού και έτσι πάτησαν κάθε πλάνη της πολυθεῒας» (ωδή γ΄). 
Είθε με τις πρεσβείες τους να πορευόμαστε λίγο πάνω στα χνάρια τους, που θα πει πάνω στα χνάρια του ίδιου του Χριστού.