
Το συναξάρι των αγίων επτά παίδων των εν Εφέσω θεωρείται ένα από τα παραδοξότερα και θαυμασιότερα που έχουν γραφεί, γι’ αυτό και η ιστορία των αγίων αυτών ενέπνευσε και τη γραφίδα του γνωστού και σπουδαίου λογοτέχνη Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ώστε να την αποδώσει με τρόπο μυθιστορηματικό. Η παραδοξότητα της ιστορίας τους δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι αυτοί αναστήθηκαν από τους νεκρούς - κάτι που ανατρέπει πράγματι τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά κατανοείται μέσα στα πλαίσια της Ανάστασης του Κυρίου, ο Οποίος ως πηγή της ζωής καταργεί τον θάνατο και τον κάνει δίοδο κι αυτόν ζωής – αλλά και στο ότι αναστήθηκαν μετά παρέλευση εκατονταετιών από την ώρα του θανάτου τους, έγινε γνωστό σε όλους το συμβάν τούτο, ενώ στη συνέχεια παρέδωσαν και πάλι στον Κύριο τις αγιασμένες ψυχές τους.
Όλη η ακολουθία τους τονίζει με διαφόρους τρόπους τον σκοπό για τον οποίο ο Κύριος επέτρεψε να συμβεί το μεγάλο αυτό θαύμα: «εις γαρ πίστωσιν νεκρών αναστάσεως γέγονε το τελούμενον», δηλαδή έγινε το θαύμα για να πιστοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών, «άπασαν ενθάπτοντες δυσμενών απιστίαν», ώστε να θαφτεί όλη η απιστία των αρνουμένων αυτήν. Μόλις παραπάνω το συναξάρι μάς εξήγησε ότι την εποχή εκείνη (5ος μ.Χ. αι.) παρουσιάστηκε αίρεση, η οποία αμφισβητούσε την ανάσταση εκ των νεκρών, συνεπώς έπληττε την ίδια τη χριστιανική πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, η οποία έχει ως θεμέλιό της την Ανάσταση του Χριστού. Με την ανάσταση λοιπόν των επτά παίδων ο Κύριος θέλησε να δώσει απάντηση και να στηρίξει τους πιστούς, επιβεβαιώνοντας ότι η Ανάστασή Του ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο, χωρίς το οποίο βεβαίως, κατά τον απόστολο, «ματαία η πίστις ημών». Διότι ο Κύριος ήρθε για να φέρει τη ζωή στον άνθρωπο, που την είχε χάσει λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία. «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν». Αμφισβήτηση της Ανάστασης του Χριστού και επομένως και των ανθρώπων σημαίνει διαγραφή όλης της αποκάλυψης του Χριστού και «ταφή» του ανθρώπου και πάλι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, την αμαρτία, τον θάνατο, τον διάβολο.
Το μεγάλο αυτό θαύμα όμως διατρανώνει και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: ο Κύριος δεν αφήνει ποτέ «αμάρτυρον» τον Εαυτό Του, σε όλο το πέρασμα της ιστορίας. Δεν είναι μόνον η δική Του ιστορική παρουσία που σφράγισε με απόλυτο βεβαίως τρόπο την παγκόσμια ιστορία. Συνεχίζει να φέρνει αυτήν την παρουσία Του αδιάκοπα στο προσκήνιο, με την αγία Του Εκκλησία ασφαλώς, αλλά και με τους αγίους Του που αναδεικνύει μέσα σ’ αυτήν, και τα θαύματα που επιτελεί μέσω αυτών. Διότι δυστυχώς οι άνθρωποι, λόγω της μάστιγας της λήθης που μας πιάνει, παρασυρόμαστε από την καθημερινότητα και εμπλεκόμαστε στα πάθη του κόσμου τούτου. Ο Χριστός λοιπόν, όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, «δεν μας αφήνει σε ησυχία». Κάτι κάνει κάθε φορά, σε κάθε ιστορική περίοδο, ώστε να μας τοποθετεί ενώπιόν Του. Αυτό συνέβη και με τους αγίους επτά παίδες, αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντοτε. Έτσι ερμηνεύει για παράδειγμα και ο μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τη χαρισματική παρουσία του αγίου Σιλουανού του Άθω: ως σύγχρονη μαρτυρία της αιώνιας αγάπης του Θεού, έτσι μας παρηγορεί και ο Γέροντας Παΐσιος, λέγοντας ότι στους εσχάτους χρόνους ο Χριστός θα μας φανερωθεί με πολύ έντονο τρόπο, θα δώσει ισχυρά σημάδια της παρουσίας Του, για να μας ενισχύσει στον αγώνα μας κατά των υιών του σκότους. Αινούμε και ευλογούμε τον Κύριο για την αγάπη Του και τη στοργική πρόνοιά Του για όλους μας.