Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

«Τα άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζουμε κατά την ημέρα αυτή, και στη Μεγάλη Εκκλησία και στις κατά τόπους άγιες Εκκλησίες, επιτελώντας την παννυχίδα από το εσπέρας. Ο ίδιος ο Θεός Λόγος αφού ενδύθηκε τον παλαιό Αδάμ και εκτέλεσε όλα τα νόμιμα, έρχεται για να βαπτισθεί προς τον μέγα Ιωάννη τον Προφήτη, ο οποίος και τον εμπόδιζε λέγοντας: Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Εσένα, και Συ έρχεσαι σε μένα; Όταν όμως άκουσε από τον Κύριο το, άσε τώρα αυτά, και κατάλαβε ότι το Βάπτισμά Του αποτελεί εκπλήρωση όλης της δικαιοσύνης του Θεού, είναι δηλαδή μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου, δεν Του έφερε εμπόδιο. Βαπτίσθηκε λοιπόν ο Κύριος και αγίασε όλη τη φύση των υδάτων. Κι αφού έθαψε στα ρείθρα του Ιορδάνου όλη την αμαρτία των ανθρώπων, αμέσως βγήκε από το νερό. Έτσι ανακαίνισε και ανάπλασε τον άνθρωπο που είχε παλιώσει λόγω των αμαρτιών, οπότε του χάρισε τη Βασιλεία των Ουρανών».

Εδώ και μερικές ημέρες η Εκκλησία μάς προετοιμάζει, μετά την Γέννηση του Κυρίου, για τη δεύτερη μεγάλη Δεσποτική εορτή, των Θεοφανείων, της Βαπτίσεως του ενανθρωπήσαντος Θεού. Η μία, σημειώνουν οι άγιοι υμνογράφοι, παραπέμπει στην άλλη,  μολονότι και οι δύο εορτάζονταν από κοινού στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ως εορτή των Επιφανείων, της Φανέρωσης του Θεού στον κόσμο, κάτι που διακρίθηκε από τον τέταρτο αιώνα, για λόγους περισσότερο πρακτικούς παρά πίστεως. Τελικώς όμως καθιερώθηκε ο ξεχωριστός εορτασμός τους, ο οποίος μολονότι ξεχωριστός, συνθεωρείται από τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός, μάλιστα, συγκρίνει τις δύο εορτές, για να καταλήξει σε κάτι που ξενίζει: η Βάπτιση του Κυρίου είναι λαμπρότερη από την εορτή των Χριστουγέννων. «Λαμπρά μεν η παρελθούσα εορτή – σημειώνει – λαμπροτέρα δε Σωτήρ η επερχομένη». Και δίνει και την εξήγηση: «Λαμπρή η προηγουμένη εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου, λαμπρότερη όμως, Σωτήρα, αυτή που έρχεται. Εκείνη είχε ως ευαγγελιστή άγγελο, και αυτή βρήκε προετοιμαστή Πρόδρομο. Σε εκείνη, επειδή χύθηκαν τα αίματα των νηπίων, οδυρόταν η Βηθλεέμ ως άτεκνη, ενώ σε αυτήν, επειδή ευλογήθηκαν τα ύδατα, η Κολυμβήθρα της Εκκλησίας γίνεται γνωστή ως πολύτεκνη. Τότε Αστέρας φανερώθηκε στους Μάγους, τώρα δε ο Πατέρας Σε υπέδειξε στον κόσμο. Συ που σαρκώθηκες και πάλιν έρχεσαι φανερά, Κύριε, δόξα Σοι».

Ο ίδιος υμνογράφος, συνθεωρώντας, όπως είπαμε, τις δύο εορτές, τις βλέπει ως επί μέρους φάσεις εκπλήρωσης της αρχικής υποσχέσεως του Θεού, ήδη από την εποχή της πτώσεως στην αμαρτία των πρωτοπλάστων, περί της σωτηρίας του κόσμου. Σε κάθε φάση μάλιστα ο Θεός χρησιμοποίησε και τα ανάλογα μέσα, τους «λειτουργούς του μυστηρίου» Του. «Κύριε, θέλοντας να εκπληρώσεις όλα όσα καθόρισες προαιώνια, απ’ αρχής της δημιουργίας, έλαβες λειτουργούς συνεργάτες του μυστηρίου σου: από τους Αγγέλους τον Γαβριήλ, από τους ανθρώπους την Παρθένο Μαρία, από τους Ουρανούς τον Αστέρα, και από τα ύδατα τον Ιορδάνη, μέσα στον οποίο εξάλειψας την αμαρτία του κόσμου, Σωτήρα μας, δόξα Σοι».

Η επισήμανση του υμνογράφου περί της εξαλείψεως της αμαρτίας του κόσμου μέσα στον Ιορδάνη συνιστά την απαρχή αυτού που θα ολοκληρωθεί επάνω στον Σταυρό του Κυρίου και στην Ανάστασή Του. Ό,τι αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού - ότι δηλαδή ο Κύριος στον Σταυρό «κατήργησε το σώμα της αμαρτίας του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία», όπως και με την Ανάστασή Του καταπάτησε τον θάνατο και τον διάβολο -  ξεκίνησε από τη Βάπτιση του Κυρίου. (Ένας ύμνος μάλιστα του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου προσφέρει ανάγλυφα την αλήθεια αυτή. Ο Κύριος έρχεται στον Ιορδάνη με τον τρόπο που Τον υπέδειξε ο Ιωάννης: «ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ο Ιωάννης βλέπει τον Κύριο, αλλά Τον βλέπει φορτωμένο με τις αμαρτίες του κόσμου. Κι έτσι φορτωμένος έρχεται στον Ιορδάνη, οπότε ο Ιωάννης Τον αντιμετωπίζει με φόβο και τρόμο. «Με σηκωμένες τις αμαρτίες μας στους ώμους Σου, ήλθες Ιησού στα ρείθρα του Ιορδάνου. Εγώ, δε, φοβάμαι τη φρικτή έλευσή Σου. Πώς λοιπόν με διατάζεις να σε βαπτίσω; Συ ο ίδιος ήλθες να με καθαρίσεις και πώς ζητάς το δικό μου βάπτισμα, το βάπτισμα που εσύ φέρνεις και καθαρίζει τα πάντα;»

Η Γέννησή του Κυρίου αποτέλεσε τη βάση της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, η Βάπτισή Του ενεργοποίησε τη νίκη αυτή, ο Σταυρός και η Ανάσταση την οριστικοποίησαν. Ο Κύριος με άλλα λόγια λύτρωσε το ανθρώπινο γένος από τη δουλεία της αμαρτίας με όλες τις φάσεις της ζωής Του. Η αποστολή έπειτα από Αυτόν του αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, σήμανε την απαρχή της οικειοποιήσεως της λύτρωσης αυτής από όσους θα Τον αποδέχονταν. Στην Εκκλησία δηλαδή αυτό που ο Κύριος έφερε στο ανθρώπινο γένος θα γινόταν και προσιτό και οικείο στις καρδιές των ανθρώπων. Κι όπως με το Βάπτισμα του Κυρίου έχουμε την απαρχή της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, όπως είπαμε, έτσι και με το βάπτισμα στην κολυμβήθρα πια της Εκκλησίας, ο πιστός εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γεύεται ψυχοσωματικά τις δωρεές αυτής της λύτρωσης.

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας αδιάκοπα και πολλαπλώς τονίζει τις διαστάσεις αυτές της κάθαρσης του κόσμου και του ανθρώπου από την αμαρτία διά της Βαπτίσεως του Κυρίου. Δεν βαπτίστηκε ο Κύριος, διότι είχε ανάγκη Αυτός του βαπτίσματος: απόδειξη το γεγονός ότι αμέσως βγήκε από τον Ιορδάνη, ελλείψει αμαρτιών, την ώρα που οι άλλοι βαπτιζόμενοι παρέμεναν εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Το βάπτισμα, όπως είπαμε, ήταν για εμάς τους ανθρώπους. Εισερχόμενος στον Ιορδάνη Αυτός που σήκωνε τις αμαρτίες των ανθρώπων, βύθισε και εξάλειψε τις αμαρτίες αυτές, όπως παλαιότερα ο Ίδιος ως μόνον Θεός εξάλειψε τις αμαρτίες των ανθρώπων διά του κατακλυσμού των υδάτων επί Νώε, κι όπως έδωσε νέα αρχή στη ζωή του Ισραήλ, κάνοντάς τους να περάσουν μέσα από τα σχισμένα ύδατα της ερυθράς θάλασσας με τον Μωυσή. Έτσι τα νερά λειτούργησαν πάντοτε, πραγματιστικά, αλλά και συμβολικά, για την κάθαρση των αμαρτιών των ανθρώπων. Γι’ αυτό και ο Κύριος, είδαμε, τη σωτηρία την «έδεσε» με το «νερό και το Πνεύμα». «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Και βεβαίως η εξάλειψη των αμαρτιών διά του Βαπτίσματος του Κυρίου ήταν το αποτέλεσμα του αγιασμού των υδάτων και του φωτισμού που έφερνε η είσοδός Του στο νερό του Ιορδάνη, συνεπώς σε όλη τη φύση, κύριο και καθοριστικό στοιχείο της οποίας είναι το νερό. Ο Κύριος δηλαδή, η πηγή της αγιότητας και του σωτηρίου πνευματικού φωτός, εισάγει με την είσοδό Του στο νερό, τον αγιασμό και το φως Του. Έκτοτε η φύση αγιάστηκε και η Εκκλησία μας συνεχίζει και διαιωνίζει τον αγιασμό αυτόν με τον Σταυρό του Κυρίου που εμβαπτίζεται κατά την τελετή του Αγιασμού των υδάτων. Είπαμε όμως: ο αγιασμός αυτός συνιστά την απαρχή, η οποία οριστικοποιήθηκε  τελεσίδικα με τον Σταυρό και την Ανάσταση, περαιτέρω δε με την αποστολή του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.

Η υμνολογία μας είναι ανεξάντλητη στη διαπίστωση των επί μέρους θεολογικών όψεων της Βαπτίσεως του Κυρίου. Και βεβαίως είναι αυτονόητο ότι αφενός εξαγγέλλει πάντοτε την αιτία του χαρακτηρισμού της Βαπτίσεως του Κυρίου ως εορτής Θεοφανείων: στη Βάπτιση φανερώθηκε ο Τριαδικός Θεός. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Ο Πατέρας που προσμαρτυρεί τον Ιησού ως μονογενή Του Υιό, ο Χριστός που βαπτίζεται, το άγιον Πνεύμα που βεβαιώνει την αλήθεια των λόγων του Θεού Πατέρα. Και αφετέρου επισημαίνει ότι με το Βάπτισμά Του ο Κύριος αρχίζει κατά επίσημο, θα λέγαμε, τρόπο τη δράση Του στον κόσμο προς σωτηρία αυτού. Όπως παλιά στον Ισραήλ ένας προφήτης ή ένας ιερέας έχριε διά μύρου τον βασιλιά, ώστε αυτός επισήμως να κατασταθεί στη θέση του, έτσι και εδώ: ο ίδιος ο Θεός Πατέρας χρίει διά του πνευματικού μύρου, του αγίου Πνεύματος, τον Υιό Του ως τον Μεσσία του κόσμου.

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ

«Ο όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε το 1890 στο Σηρικάριο της Κισσάμου από ευσεβείς γονείς και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Παιδί ακόμη έμεινε ορφανός και διαπαιδαγωγήθηκε από τον παππού του. Σε νεαρή ηλικία πήγε στα Χανιά για να εργαστεί μαθητεύοντας στην κομμωτική τέχνη. Πρώτη φορά στα δεκαέξι του τού εμφανίστηκε σημάδι της λέπρας. Για να μη κλειστεί λοιπόν στη Σπιναλόγκα έφυγε κρυφά και πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η νόσος όμως προχωρούσε και με  προτροπή ιεράρχη της Αλεξάνδρειας προσήλθε στο λωβοκομείο της Χίου, κοντά στον άγιο Άνθιμο (Βαγιανό) που φρόντισε για την εισαγωγή του στο ίδρυμα. Ο άγιος Άνθιμος έγινε ο Γέροντάς του και κάνοντάς του απόλυτη υπακοή ντύθηκε το αγγελικό σχήμα, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος. Μετά παρέλευση σαραντατριών ετών, οδηγήθηκε στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, όπου πέρασε το υπόλοιπο του βίου του, λάμποντας ως αστέρας υπομονής και προσευχής. Κοιμήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1964, αφήνοντάς μας παράδειγμα καρτερίας αλλά και τα μυρωμένα λείψανά του ως ιατρείο για κάθε αρρώστια». 

Ο υμνογράφος του οσίου Νικηφόρου αφορμάται καταρχάς από το όνομά του για να πει ότι όλη η ζωή του υπήρξε νικηφόρα, δηλαδή κατήγαγε συνεχείς πνευματικές νίκες απέναντι στα πάθη του, στον Διάβολο, στον «άγγελο σατάν» τη βδελυκτή λέπρα. Κι έπειτα μας καθοδηγεί στην αιτία που τον οδήγησε στις νίκες: την πίστη του στη ζωντανή παρουσία του Θεού που έχει «αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας», οπότε αντίστοιχη ήταν και η θεώρηση από τον άγιο της αρρώστιας του: ήταν μία παραχώρηση της αγάπης Του, προκειμένου να τον ωθήσει σε πνευματική ύψη. «Χριστέ, η ψυχή του οσίου σου αποδείχτηκε δόκιμη, γιατί θεώρησε τη λέπρα της σάρκας του σαν δόση της πρόνοιάς Σου».

Ο υμνογράφος επισημαίνει ότι ο όσιος Νικηφόρος ζούσε κάτι παρόμοιο με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος προσευχόμενος σε μεγάλη δοκιμασία του στον Κύριο άκουσε από τον Ίδιο να του λέει ότι «του αρκεί η χάρη Του» και δεν πρόκειται να τον θεραπεύσει. Το ίδιο λοιπόν και με τον Νικηφόρο: η κάθε προσευχή του προς ίαση προσέκρουσε σε άρνηση του Κυρίου. «Περιφέροντας τη νόσο στη σάρκα κραύγαζες τη φωνή του Παύλου: μου δόθηκε ο σκόλοπας να με κολαφίζει με διαφόρους τρόπους, για να μην υπερηφανεύομαι. Διότι η δύναμη του Θεού φτάνει στην τελείωσή της με την αρρώστια Γι’  αυτό μου αρκεί η χάρη που έλαβα, Κύριε».

Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί τελικώς η σημαντικότερη αρετή που καλλιέργησε ο όσιος ήταν η καρτερία: η ψυχική δύναμη δηλαδή και η υπομονή. Θα μπορούσε να λέγεται «Νικηφόρος ο καρτερόψυχος» -  ο άνθρωπος της υπομονής, ο δεύτερος Ιώβ, «ο εστεμμένος με τον κότινο της νίκης εν Πνεύματι από τα χέρια του ίδιου του Κυρίου». Και αναδείχθηκε ίσως «και υπέρτερος του Ιώβ», διότι το «γιατί, Κύριε;» δεν έφτασε ποτέ στα δικά του χείλη.

Ο υμνογράφος διαπιστώνει το αυτονόητο: για να φτάσει σε αυτό το αποστολικό ύψος ο Νικηφόρος, εκτός από τα ασκητικά μέσα της προσευχής, της νηστείας, της γονυκλισίας, χρησιμοποίησε και τα «βαθύτερα» της Ορθόδοξης Παράδοσης: πρώτον, την υπακοή σε άγιο Γέροντα, τον Άνθιμο της Χίου, δεύτερον, την καταφυγή στην υπεραγία Θεοτόκο. «Προ πολλού ο Άνθιμος σε κατεύθυνε ως κυβερνήτης και προσόρμισε την ψυχή σου στον Παράδεισο» σημειώνει. (Κι ως καθαρός μάλιστα στην ψυχή έγινε αυτόπτης θαυμασίων γεγονότων του αγίου Ανθίμου, τα οποία κατέγραψε προς ωφέλεια των αναγνωστών). Κι έπειτα, η καταφυγή στη Θεοτόκο, που ο Νικηφόρος αγαπούσε υπερβαλλόντως και μπροστά στο εικόνισμά Της καθημερινώς προσευχόταν γονατιστός. Η περιγραφή του υμνογράφου είναι συγκινητική. «Καρτερικά πέρασε τη ζωή του ο Νικηφόρος ο λεπρός, μπροστά στην εικόνα σου Θεοτόκε, της Υπακοής όπως λέγεται, κραυγάζοντας κατά τα απόδειπνα: «ω Νύμφη, χαίρε ανύμφευτε».

Ο όσιος Νικηφόρος είναι οικουμενικός άγιος με απέραντη αγάπη για όλους. Αλλά δεν παύει και να αγαπά ιδιαιτέρως, λέει ο υμνογράφος του, τους τόπους απ’ όπου πέρασε: Κίσσαμο, Χανιά, Αλεξάνδρεια, Χίο, Αθήνα. Να τον παρακαλούμε κι εμείς να μας έχει στις δεήσεις του και στην αγκάλη του. Κι ιδίως τώρα που ο κόσμος όλος ταλαιπωρείται από διάφορες ιώσεις και λοιμώξεις, πρέπει να καταφεύγουμε σ’ αυτόν που μπορεί να μας καταλάβει ολωσδιόλου, αφού κι εκείνος διήλθε τη ζωή του με τη λοιμώδη νόσο της εποχής του και την αντιμετώπισε με τρόπο πνευματικό:  με υπομονή, με προσευχή, με δοξολογία του Θεού. 

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΕΠΙ ΤΟΝ ΙΟΡΔΑΝΗΝ ΔΡΑΜΩΜΕΝ!


«Τήν Βηθλεέμ ἀφέμενοι, τό καινότατον θαῦμα, πρός Ἰορδάνην δράμωμεν, ἐκ ψυχῆς θερμοτάτης, κἀκεῖσε κατοπτεύσωμεν τό φρικτόν Μυστήριον· θεοπρεπῶς γάρ ἐπέστη, γυμνωθείς ὁ Χριστός μου, ἐπενδύων με στολήν, τῆς Οὐρανῶν Βασιλείας».

(Ἀφήνοντας τή Βηθλεέμ, ἐκεῖ πού πραγματοποιήθηκε τό πιό καινούργιο ἀπό ὅλα τά θαύματα, ἄς τρέξουμε πρός τόν Ἰορδάνη μέ θερμότατη ψυχή, κι ἐκεῖ ἄς δοῦμε τό φρικτό ΜυστήριοΔιότι στάθηκε μέ τρόπο πού ἔπρεπε στή Θεότητα ὁ Χριστός μου, ὁ Ὁποῖος ἀφοῦ γυμνώθηκε μοῦ φοράει τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν).

Τό προεόρτιο σύντομο ἐξαποστειλάριο τοῦ Ὄρθρου μέ τρόπο συνεπτυγμένο μᾶς καθοδηγεῖ πρός τά σωτηριώδη γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου: Μή τυχόν καί μείνουμε, τονίζει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, μόνο στή Βηθλεέμ, ἔστω κι ἄν ἐκεῖ πραγματοποιήθηκε τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεώς μας, δηλαδή ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ἀκολουθεῖ κι ἄλλο Μυστήριο, μπροστά στό ὁποῖο φρίσσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς: ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ, στίς ὄχθες του, ὁ Χριστός θά σταθεῖ μέ τρόπο θεοπρεπή, δηλαδή μέ ἀγάπη καί ταπείνωση, γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη, προσφέροντας αὐτό πού μάτια ἀνθρώπου δέν μποροῦν νά δοῦν: νά σβήνει, γυμνωμένος ὁ ἴδιος, τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων κι ἔτσι νά τούς φοράει καί πάλι τή στολή πού ἔχασαν λόγω τῆς πτώσης στήν ἁμαρτία, τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ὑμνογράφος συνεσκιασμένα συνορᾶ μαζί μέ τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου καί τή βάπτιση τοῦ κάθε πιστοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ πιστός ἐνδύεται ἀπό τόν Κύριο τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, τόν Ἴδιο τόν Χριστό δηλαδή, καθιστάμενος ἔτσι μέλος τοῦ ἁγίου σώματός Του. Ὅπως τό σημειώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Μέ τή βασική προϋπόθεση βεβαίως πού ἐννοεῖται ὅτι πρέπει νά ἔχει πάντοτε ὁ πιστός μπροστά στίς δωρεές τοῦ Θεοῦ: τή συνέργειά του, τό ναί του στό ναί τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ναί ὅμως πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ράθυμο καί βαριεστημένο – καρπός ἄγνοιας καί τύφλωσης πνευματικῆς - ἀλλά ναί πού βγαίνει ἀπό καρδιά φλογερή καί θερμή, θερμότατη, πού μέ ἐπίγνωση ὠθεῖ τόν πιστό νά τρέχει μέ σπουδή καί μέ χαρά ἐπί τά ἴχνη τοῦ Κυρίου. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ».