Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.

      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια».

      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη πρώτα από όλα γεγονός που φανερώνει τη διπλή φύση Του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται όταν  ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και όταν κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι εντελώς δειγματοληπτικοί αλλά και αποκαλυπτικοί: «Θρηνείς, Ιησού – δείγμα τούτο ότι είσαι πραγματικά άνθρωπος. Δίνεις ζωή στον φίλο σου – δείγμα τούτο της θεϊκής δύναμής Σου».

      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που δίνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά" (στιχηρό αίνων). 

      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στο πλαίσιο αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με" (ωδή ζ΄).

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΩΦΕΛΟΥΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

«Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καί τήν ἁγίαν Ἑβδομάδα τοῦ Πάθους σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν, Φιλάνθρωπε, τοῦ δοξάσαι ἐν αὐτῇ τά μεγαλεῖά σου καί τήν ἄφατον δι’ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου, ὁμοφρόνως μελῳδοῦντες· Κύριε, δόξα Σοι» (Δοξαστικόν ἰδιόμελον εἰς ἦχον πλ. α΄, ἀποστίχων ὄρθρου).

(Τώρα πού φτάσαμε στό τέλος τῆς ψυχωφελοῦς Τεσσαρακοστῆς, Σέ παρακαλοῦμε, Φιλάνθρωπε, νά δοῦμε καθαρά καί τήν ἁγία ἑβδομάδα τοῦ Πάθους Σου, προκειμένου νά δοξάσουμε μέσα σ’ αὐτήν τά μεγαλεῖα σου καί τήν ἄφατη γιά χάρη μας οἰκονομία Σου, ψάλλοντας: Κύριε, δόξα Σοι).

Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ὡς γνωστόν, σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ εὐλογημένη περίοδος πού ξεκίνησε τήν Καθαρά Δευτέρα φτάνει πιά στό τέλος της – τό ἴδιο τροπάριο ψέλνεται καί στόν ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ Λαζάρου. Καί τί μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος; Πρῶτον, ὅτι ἡ περίοδος αὐτή τῆς Σαρακοστῆς εἶναι «ψυχωφελής»· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ πρόκειται περί «τέλους» ὡς συμπλήρωσης τῶν σαράντα ἡμερῶν της, λειτουργεῖ καί πάλι ὡς σημεῖο ἐκκίνησης: τῆς ἀπαρχῆς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος – εἴμαστε μπροστά σ’ ἕνα θαυμαστό κατώφλι. Κι εἶναι αὐτονόητο· ἡ Σαρακοστή τέθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία προκειμένου νά ἑτοιμαστοῦμε οἱ χριστιανοί γιά τή συγκεκριμένη Ἑβδομάδα, αὐτήν στήν ὁποία προβάλλονται ἐκεῖνα τά γεγονότα πού ἔφεραν τή σωτηρία στό ἀνθρώπινο γένος - τά Πάθη τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια τή Σταυρική Του θυσία. Στόν Σταυρό δέν ἦρε ὁ Κύριος τίς ἁμαρτίες μας καί κατήργησε τόν διάβολο, πατώντας τόν θάνατο; «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί χαρακτηρίζεται ὡς «Μεγάλη». Ὄχι, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, γιατί ἔχει μεγαλύτερη διάρκεια ἡ κάθε ἡμέρα της, ἀλλά γιατί εἶναι σπουδαῖα καί συγκλονιστικά τά ὅσα διαλαμβάνει μέ τά Πάθη τοῦ Κυρίου.

 Μπροστά λοιπόν στό πνευματικό μέγεθος τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἀφενός ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη καί ξεχωριστή προετοιμασία – κανείς «ἀμύητος» καί χαμερπής δέν μπορεῖ νά ψαύσει τό ἱερό μυστήριο - ἀφετέρου προκαλεῖται ὁ μυημένος κι ἑτοιμασμένος ὅσο εἶναι δυνατόν πιστός νά δοξολογήσει τόν Κύριο τῆς δόξης, διακρίνοντας ὄχι τήν ἐπιφάνεια ἑνός ἀνθρώπου πού πάσχει, ἀλλά τό βάθος τῆς ἀγάπης τοῦ Ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ. Ἡ προετοιμασία τῶν σαράντα ἡμερῶν, ὡς ἕνα εἶδος μύησης στήν πνευματικότητα τῆς ἁγίας ἑβδομάδας, ἑρμηνεύει καί τόν ὅρο «ψυχωφελής Τεσσαρακοστή» - ὅ,τι πρόσφερε ἡ Ἐκκλησία αὐτήν τήν περίοδο, (μέ τό πλῆθος τῶν ἀκολουθιῶν της, μέ τόν τονισμό τῆς ἀληθινῆς νηστείας, σωματικῆς καί πνευματικῆς, μέ τή διαρκή ὑπενθύμιση τῆς μετανοίας ὡς τοῦ μονόδρομου πού ἐκβάλλει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ), ἦταν γιά τή θρέψη καί τή ζώωση τῆς ψυχῆς μας! Καί παρ’ ὅλα αὐτά! Ἔστω καί μέ προετοιμασία, ἀπαιτεῖται καί πάλι ἡ χάρη τοῦ Κυρίου γιά τό σωστό περπάτημα τῆς ἁγίας Ἑβδομάδος! «Σοῦ ζητᾶμε νά μᾶς δώσεις τή χάρη νά δοῦμε καθαρά καί τό περιεχόμενο τῆς ἁγίας Ἑβδομάδος τοῦ Πάθους Σου».

ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΜΕ ΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ»;

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τήν ἀνάστασιν καί ζωήν ἔχουσαι Γυναῖκες προσφιλῆ, τί ἀποδύρεσθε πικρῶς; Παραγίνεται καί ζωώσει τόν γνήσιον φίλον, τῆ αὐτοῦ ἀναστάσει, τήν ἔγερσιν πάντων προμηνύων ὁ πάντων εὐεργέτης» (ωδή η΄ Τριωδίου).

(Γυναίκες (Μάρθα και Μαρία), έχοντας την ανάσταση και ζωή, δηλαδή τον Κύριο, φίλο και αγαπητό σας, γιατί κλαίτε πικρά; Έρχεται και θα δώσει ζωή στον γνήσιο φίλο του τον Λάζαρο, προμηνύοντας με εκείνου την ανάσταση την ανάσταση όλων ο ευεργέτης όλων).

Την ανάσταση του Λαζάρου προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μία ανάσα προ της ημέρας της αφιερωμένης σ’ αυτόν. Κι αυτό για να τονίσει ότι εκείνου η ανάσταση αποτελεί προμήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου και συνεπώς της αναστάσεως όλων των ανθρώπων – ο Κύριος ανασταίνεται για να αναστηθεί σύμπαν το ανθρώπινο γένος (ό,τι εικονίζει και η εικόνα της εις Άδου καθόδου του Κυρίου). Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας με καταιγιστικό τρόπο εξαγγέλλουν την αλήθεια αυτή με αφθάστου ύψους ποιητική δύναμη. Για παράδειγμα στην ίδια ωδή: «Καθώς ερχόσουν Κύριε προς Βηθσφαγή, ο αποτρόπαιος Άδης αισθάνθηκε τον κρότο των ποδών Σου και άγγιξε τα πόδια του Λαζάρου λέγοντάς του: Αν πρόκειται να σε φωνάξει η Ζωή, μην αργήσεις, αλλά βγες έξω. Διότι γνωρίζω την καταστροφή μου που έρχεται γρήγορα».

Ενόψει λοιπόν του ερχομού του Κυρίου στη Βηθανία για να αναστήσει τον φίλο του Λάζαρο, ο υμνογράφος «ελέγχει» τις αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία. Και τις ελέγχει για την ολιγοπιστία τους, με το συντριπτικό πράγματι επιχείρημα: αφού ο Κύριος είναι και δικός σας φίλος, αγαπητός και προσφιλής, Αυτός που είναι η Ανάσταση και η Ζωή, όπως θα το δηλώσει μάλιστα στις ίδιες, τότε γιατί κλαίτε και μάλιστα πικρά, δηλαδή με κάποια απελπισία; Να έχει κανείς τον Χριστό τόσο κοντινό του και να απελπίζεται, είναι μάλλον παράλογο. Εκτός κι αν δεν Τον πιστεύει όπως πρέπει.

Τι θα έπρεπε να πει βεβαίως ο άγιος υμνογράφος και σε μας που έχουμε βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού και έχουμε γίνει μέλη του αγίου Σώματός Του – ένα κυριολεκτικά μ’ Εκείνον; Και μάλιστα όταν επιβεβαιώνουμε τούτο με την κοινωνία του αγίου σώματος και αίματός Του; Πώς έρχονται στιγμές ή και μακρύτερα χρονικά διαστήματα που ξεχνάμε την πιο καίρια αυτή αλήθεια της πίστης μας, οπότε μας καταλαμβάνει η βαθιά λύπη της μοναξιάς, ο μεγάλος φόβος για τα δεινά του βίου, ακόμη και η δαιμονική απόγνωση; Δεν είναι απτά σημάδια αυτά της ολιγοπιστίας ή και της απιστίας μας ακόμη; Αλλά ο Χριστός μας επιμένει: είμαι ο φίλος Σας, λέει, είμαι ο Πατέρας και η Μάνα σας, είμαι το σπίτι σας, είμαι η τροφή σας, είμαι ο νυμφίος της ψυχής σας. Είμαι τα πάντα για εσάς. Σας αγαπώ περισσότερο κι από την αγάπη της μάνας προς το λατρευτό βλαστάρι της!

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

«Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι. Αν τον πάρεις απ’ την άλλη πλευρά, τότε είναι βαρύς και ασήκωτος» (όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης).

Ο όσιος Κατουνακιώτης κινείται Αγιογραφικά, Πατερικά, βιωματικά. Αυτό που λέει δηλαδή εκφράζει τον λόγο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων, τον λόγο των Πατέρων και της Εκκλησίας, τον λόγο τον δικό του που είναι καρπός φωτισμού του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καθαρή από τα πάθη αγιασμένη του καρδιά. Κι αυτό συνιστά βεβαίως τον ορισμό του αληθινού θεολόγου κατά την πίστη μας: θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί όχι απλώς μεταφέροντας απόψεις της Γραφής και των Πατέρων – κι αυτό είναι καλό και άγιο  βεβαίως για τους αρχαρίους εμάς, όταν κινούμαστε εν ταπεινώσει – αλλά που ομιλεί καθώς έχει γίνει «διδακτός Θεού». «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου» διακηρύσσει ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο προφητάναξ Δαυίδ.

Ο άγιος Εφραίμ εν προκειμένω δεν αναφέρεται στη θεολογία καθ’ αυτό του Σταυρού του Κυρίου, Σταυρού που περικλείει κατά τους αγίους «όλη την τελειότητα της πίστεως». Αναφέρεται στην πορεία του χριστιανού, όταν αποφασίζει με επίγνωση να ακολουθήσει τον Κύριο. Και η πορεία αυτή είναι σταυρική, γιατί με τον τρόπο του Σταυρού περιεπάτησε ο αρχηγός της πίστεως. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς πιστός του Κυρίου και να «ξεφύγει» από τον μονόδρομο αυτόν - πιο καθαρά ο Κύριος δεν θα μπορούσε να το πει. Και περιεχόμενο της σταυρικής αυτής πορείας ως ακολουθίας Εκείνου είναι η απάρνηση του εγωιστικού θελήματος και η εν αγάπη θυσία του εαυτού προς χάριν του συνανθρώπου. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή» είπε ο Κύριος με απόλυτο τρόπο, «ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Σταυρός δηλαδή για τον χριστιανό είναι να βρίσκεται ανά πάσα ώρα και στιγμή σε ετοιμότητα να θυσιάζει οτιδήποτε δικό του και προσωπικό, όπως έκανε ο ίδιος ο Κύριος, προκειμένου να ζει τη μεγάλη αγάπη της προσφοράς του εν χάριτι προς τον κάθε συνάνθρωπο.

Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο, που σημειώνει και ο άγιος Εφραίμ. Ενώ φαίνεται ότι θυσιάζεσαι, ενώ φαίνεται ότι περνάς εν οδύνη τη ζωή σου, η θυσία και η οδύνη αυτή μεταποιούνται από τη χάρη του Θεού σε πραγματικότητα ελαφριά, σε ανάπαυση και παρηγορία καρδίας. Ο ίδιος ο Κύριος και πάλι το σημείωσε και έκτοτε το ακολουθούν και το ζουν όλοι οι άγιοί μας, σαν τον άγιο Εφραίμ. «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι». Πώς συμβαίνει αυτό; Μα για τον λόγο ότι τότε ενεργοποιείται στο έπακρο η χάρη του αγίου βαπτίσματος ως παρουσία ενεργής του Κυρίου στην καρδιά του ανθρώπου. Τι είναι ο χριστιανός; Δεν είναι μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου, όπως είναι το κλήμα στο αμπέλι; Λοιπόν, κατά την υπόσχεση του Ίδιου, την ώρα που ο πιστός θα θελήσει να βρεθεί εκεί που του υποδεικνύει ο Ιησούς με τις άγιες εντολές Του, εκείνη την ώρα ζωντανεύει με έναν μυστικό τρόπο και η εμφάνισή Του στη δική του ύπαρξη. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου. Κι αυτός που με αγαπά θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και εγώ θα Τον αγαπήσω και θα του εμφανιστώ μέσα του». Η ζωή του Κυρίου γίνεται με τον τρόπο αυτόν ζωή και του πιστού. Ο πιστός φανερώνεται εν χάριτι ως ένας άλλος Χριστός. Αυτό δεν ετόνιζε και ο απόστολος Παύλος από την προσωπική του εμπειρία; «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» - η συσταύρωσή του με τον Κύριο ως βίωση της δικής Του αγάπης τον μετέθετε στη χαρισματική κατάσταση της αλληλοπεριχώρησής του με τον Κύριο.

Αν όμως δεν υπάρχει η μυστική αυτή σχέση με τον Κύριο, αν η πίστη του χριστιανού κινείται σε επίπεδο περισσότερο ιδεολογικό, διότι ο «συσχηματισμός» με τον κόσμο κυριαρχεί στη ζωή του, τότε πράγματι αρχίζει ο σταυρός ως ακολουθία του Κυρίου να μην υφίσταται. Το αντίθετο: αρχίζει ο όποιος θεωρούμενος «σταυρός», η όποια υπάρχουσα ατυχία ή αδικία ή θλίψη ή οδύνη της ζωής αυτής να «εισπράττεται» ως βάρος ασήκωτο που καθιστά τον «αίροντα», κατά την (κοσμική) γνώμη του, «μάρτυρα», «θύμα» που εγείρει ασφαλώς το «δικαίωμα» της επανάστασης. (Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο μεγάλος και σοφός δάσκαλος της ορθοδοξίας μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός για κάποιους κληρικούς, ότι από «φορείς χάριτος καθίστανται αχθοφόροι;»). Και τότε δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοχαρακτηρίσει «άθεον εν τω κόσμω»; Τον πράγματι άθεο ή τον «ένθεο» άθεο; Και δεν είναι λίγες οι φορές που όντως ακούμε ή λέμε κι εμείς ότι περνάμε «τα μαρτύρια του Χριστού» κι ότι ο σταυρός μας είναι πολύ μεγάλος για τα μέτρα μας - ομολογία κατ’ ουσίαν της μη χριστιανικότητάς μας.  

Αλλά είπαμε: ακολουθία του σταυρού, συσταύρωση με Εκείνον σημαίνει χαρισματική αποδοχή του όποιου μαρτυρίου, γιατί το περνάμε κατά τον τρόπο του Αρχηγού της πίστεως, δηλαδή με τον τρόπο της αγάπης. Κάθε άλλη αντιμετώπιση του «σταυρού» μας δεν έχει χαρακτήρα χριστιανικό, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται με τη χάρη του ονόματος αυτού.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΘΕΛΗΜΑ, ΚΥΡΙΕ!

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ δυναμώσας μου τόν νοῦν, ἐξασθενοῦντα προσβολαῖς πονηραῖς, πρός τό θέλημα τό σόν, ἴθυνον Κύριε.

Ραθυμίας νυσταγμῷ, ἐπί κλίνης ἡδονῶν καθεύδοντά με, διανάστησον Χριστέ, καί τῶν σῶν προσκυνητήν Παθῶν ἀνάδειξον.

Λαμπρυνθέντες τάς ψυχάς, τῇ νηστείᾳ καθαροί, προσυπαντῆσαι, ἐπειχθῶμεν Χριστῷ, πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ἐπιδημοῦντι σαρκί» (ὠδή α΄, ἦχος β΄).

(Κύριε, ἀφοῦ μοῦ δυναμώσεις τόν νοῦ πού χάνει τή δύναμή του ἀπό τίς πονηρές προσβολές, ὁδήγησέ με πρός τό δικό Σου θέλημα.

Ξύπνα με, Χριστέ, γιατί κοιμᾶμαι στήν κλίνη τῶν ἡδονῶν ἀπό τή νύστα τῆς ραθυμίας, κι ἀνάδειξέ με προσκυνητή τῶν Παθῶν Σου.

Ἀφοῦ λαμπρύναμε τίς ψυχές μέ τή νηστεία, ἄς σπεύσουμε, ὡς καθαροί ψυχικά, νά συναντήσουμε τόν Χριστό πού φθάνει ὡς ἄνθρωπος στήν Ἱερουσαλήμ).

Τό δίπολο στό ὁποῖο κινεῖται διαρκῶς ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία μας, ἐν προκειμένῳ στήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τῆς ἡμέρας, τοῦ ἁγίου καί πάλι Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου, συνεχίζεται: ἀπό τή μιά ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἡ ὁποία ὀφείλεται καί στόν Πονηρό πού δέν παύει νά πολεμάει τόν πιστό, ἀλλά καί στή ραθυμία τῶν παθῶν πού δένει τόν πιστό στίς ἡδονές· κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ στροφή «πρός τόν μόνον δυνάμενον σώζειν», τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος βλέποντας τήν ἱκεσία τῶν δούλων Του τούς καθοδηγεῖ πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τούς ἀνασηκώνει, ὥστε νά εἶναι μαζί Του, συνοδοπόροι καί προσκυνητές τῶν Παθῶν Του. Δεδομένα γιά τή σωτηριώδη αὐτή σχέση Χριστοῦ καί πιστῶν δύο «πράγματα»: Πρῶτον, ἡ ἀγάπη τοῦ Ἴδιου πρός τά πλάσματά Του - ὁ Σταυρός καί τά Πάθη Του εἶναι ἡ διαρκής ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς· δεύτερον, ἡ δική μας, τῶν ἀνθρώπων, ἐπιθυμία νά εἴμαστε μέ τόν Κύριο - ἡ δέησή μας νά μᾶς βοηθήσει καί ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας, σωματικῆς καί πνευματικῆς, πού καθαρίζει τήν ψυχή, εἶναι ἀπό πλευρᾶς μας ἡ ἀπόδειξη ἐπίσης τῆς ἀλήθειας αὐτῆς.

Τό πιό κρίσιμο στοιχεῖο στή σχέση αὐτή μέ τόν Κύριο βεβαίως εἶναι ἡ παράκλησή μας νά κατευθύνει τό δικό μας θέλημα πρός τό δικό Του: «ἴθυνον πρός τό Σόν θέλημα». Κι αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ὅτι τό μόνο πού τίθεται πάντοτε ὡς ἐμπόδιο στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι τό δικό μας θέλημα. «Τό θέλημα», κατά τούς ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, «εἶναι τό χάλκινο τεῖχος πού δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τόν Θεό». Εἶναι ὁ ἀγώνας μέ τόν ἐγωϊσμό μας, μέ τό «ἔτσι μ’ ἀρέσει» - ἡ συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τό νά ὑποτάξουμε τό θέλημά μας στό θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ μας. Ἅγιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀποφάσισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσωπικό δικό του θέλημα. Ὅ,τι ἔκανε καί ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ, Πάτερ». Ἡ ἐπιλογή αὐτή, ὀδυνηρή πράγματι γιατί περνάει ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, φανερώνει ὅτι δέν λέμε ἀκόμη καί τό «Πάτερ ἡμῶν» ὑποκριτικά. Γιατί ὁ Κύριος ἐξαρχῆς καί διηνεκῶς αὐτό μᾶς ζητάει κι ἐμεῖς ἀπό αὐτό κρινόμαστε: «Γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μας.

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

ΛΙΩΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ...

 

ΤΡΙΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Ἁμαρτιῶν τῇ νόσῳ κατατηκόμενος, τῆς ἀπογνώσεως κλίνῃ κατάκειμαι· διό με, Ἰατρέ τῶν ἀσθενούντων, ἐπίσκεψαι σῇ φιλανθρωπίᾳ, καί μή παραχωρήσῃς, ἐναφυπνῶσαι δεινῶς, εἰς θάνατον πανοικτίρμον, ἵνα βοῶ σοι θερμῶς· ὁ τοῦ ἐλέους χορηγός, Κύριε, δόξα Σοι» (κάθισμα ὄρθρου, ἦχος πλ. β΄).

(Λιώνοντας ἀπό τή νόσο τῶν ἁμαρτιῶν, βρίσκομαι ριγμένος  στήν κλίνη τῆς ἀπόγνωσης. Γι’ αὐτό, ἰατρέ τῶν ἀσθενούντων, ἐπισκέψου με, λόγω τῆς φιλανθρωπίας Σου, καί μήν ἐπιτρέψεις νά ξυπνήσω μέ φοβερό τρόπο τήν ὥρα τοῦ θανάτου, πανοικτίρμον, προκειμένου νά σοῦ φωνάζω μέ θέρμη πνευματική: Κύριε, Σύ πού εἶσαι ὁ χορηγός τοῦ ἐλέους, δόξα Σοι).

Ποιά διαπίστωση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου, ὁποῖος καταγράφει τήν κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐν ἐπιγνώσει χριστιανῶν; Ὅτι ὄχι ἁπλῶς κάνει ἁμαρτίες ὡς ἁμαρτωλός, ἀλλά λιώνει ἀπό αὐτές, γιατί ἔχει τήν ἐπίγνωση ὅτι πρόκειται γιά ἀρρώστια. Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότητα τοῦ πιστοῦ: κατανοεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὅ,τι χειρότερο μπορεῖ νά συμβεῖ στή ζωή του, ἡ ἴδια ἡ ἀρρώστια καί τό τραῦμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά συνεχίζει νά ἁμαρτάνει λόγω ἀδυναμίας. Θυμίζει τήν κραυγή τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (κεφ. 7), ὁ ὁποῖος «ἀκτινογραφεῖ» τήν ψυχική του κατάσταση ὁμολογώντας τήν «ταλαιπωρία» του καί τό πόσο δυστυχισμένος εἶναι! «Τί δυστυχισμένος, ἀληθινά πού εἶμαι! Ποιός μπορεῖ νά μέ λυτρώσει ἀπό τήν ὕπαρξη αὐτή, πού ἔχει ὑποταχτεῖ στόν θάνατο;» Κι αὐτό γιατί «θέλω νά κάνω τό καλό, δέν βρίσκω ὅμως τή δύναμη νά τό μετατρέψω σέ πράξη… Ἐσωτερικά συμφωνῶ καί χαίρομαι μέ ὅσα λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, διαπιστώνω ὅμως πως ἡ πράξη μου ἀκολουθεῖ ἕναν ἄλλον νόμο… τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας». Γι’ αὐτό καί ὁ ὑμνογράφος φτάνει στό σημεῖο, τό ὄντως τρομακτικό, νά λέει: «βρίσκομαι ριγμένος στό κρεβάτι τῆς ἀπόγνωσης!» Τῆς ἀπόγνωσης ὅμως ὡς πρός τόν ἑαυτό του καί τίς δικές του δυνάμεις.

Ἀλλά εἶναι πιστός καί ἔχει ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τοῦ Κυρίου καί στό ἄπειρο ἔλεός Του. Σ’ Ἐκεῖνον στρέφεται μέ πίστη, καταθέτοντας τήν ἀδυναμία καί τήν ἀσθένειά του. Καί Τόν παρακαλεῖ νά Τόν ἐπισκεφτεῖ καί νά τοῦ δώσει τή χάρη Του, ὅσο βρίσκεται στή ζωή αὐτή, γιατί ξέρει ὅτι ἡ μετάνοια πού εἶναι τό φάρμακο γιά κάθε ἁμαρτία, ὅσο μεγάλη καί ποικίλη κι ἄν εἶναι, εἶναι γιά ὅσο ζοῦμε στόν κόσμο τοῦτο. «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστιν μετάνοια». Λοιπόν, «μήν ἐπιτρέψεις, Κύριε», λέει, «νά εἶμαι κοιμισμένος καί ράθυμος ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή αὐτή, καί ξυπνήσω ὅταν πιά ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, γιατί τότε θά εἶναι πολύ ἀργά». Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου θά ἔχει δύο χαρακτηριστικά, κατά τόν ποιητή: πρῶτον, θά φανερώνει τήν ἀγάπη Ἐκείνου μέσα στή δική του ἁμαρτωλή καρδιά· δεύτερον, θά τόν ὁδηγεῖ σέ δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του.

Τό ὅλο σκεπτικό τοῦ τροπαρίου τό βλέπουμε σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων μας, τό βλέπουμε καί ὡς πρακτική καί στούς μεγάλους ἁγίους Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας. Σάν ἐκείνη μέ τόν ὅσιο Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, τόν Ἀθωνίτη, ὁ ὁποῖος στήν περίπτωση ἑνός πολύπαθου καί ἀπελπισμένου ἀνθρώπου, τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι, τόν ὁδήγησε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ εἶπε μέ μεγάλη πίστη καί ἀγάπη: «Λοιπόν, γιά τή συγκεκριμένη κατάστασή σας, τό μόνο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά τήν ἐναποθέσουμε ἐδῶ».  

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

ΠΩΣ ΔΟΞΟΛΟΓΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ;

«Ὡς ὕπνον τόν ὄκνον ἀποθεμένη, ψυχή, διόρθωσιν πρός αἴνεσιν δεῖξον τῷ κριτῇ, καί ἐν φόβῳ βόησον˙ Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ, ὁ Θεός ἡμῶν…» (Τριαδικός ύμνος βαρέος ήχου).

(Ψυχή μου, αφού αφήσεις την οκνηρία όπως ξυπνάμε από τον ύπνο μας, δείξε τότε για δοξολογία σου στον Κύριο που είναι ο Κριτής σου τη διόρθωσή σου και με φόβο φώναξε δυνατά: άγιος, άγιος, άγιος είσαι, Θεέ μας…).

Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να είναι πιο σαφής: η δοξολογία του Θεού δεν υφίσταται, έστω κι αν τα χείλη μας κινούνται «δοξολογικά» προς Εκείνον, όταν υπνώττουμε πνευματικά εργαζόμενοι όμως ξάγρυπνα πάνω στις αμαρτίες μας ή στις εργασίες του κόσμου τούτου κατ’ αποκλειστικότητα. Συνήθως, ή πολύ συχνά στην καλύτερη περίπτωση, μας καταλαμβάνει η λήθη των τιμίων, η ξεχασιά δηλαδή των εντολών του Θεού και της ζωής μαζί Του, γιατί μας απορροφά ο κόσμος με τα θέλγητρά του ή τα προβλήματα που αναπτύσσονται στην καθημερινότητά μας – με τις δουλειές μας, τις αρρώστιες μας, τα παιδιά μας, τις φιλίες μας, τα επαγγελματικά μας καθήκοντα. Είναι τέτοια η απορρόφηση μάλιστα, ώστε θεωρούμε ότι αυτή είναι η κανονικότητα, γι’ αυτό και χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό δικαιολογούμαστε αμέσως για την περιθωριοποίηση της πνευματικής ζωής που παρουσιάζουμε, ακόμη και στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως. «Πάτερ, θα ήθελα περισσότερα για την πνευματική μου ζωή, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο!»

Το «έχε με παρητημένον» των γνωστών προσκεκλημένων από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου του Κυρίου το επαναλαμβάνουμε κι εμείς, χωρίς συνήθως να έχουμε αίσθηση ότι αποκαλύπτουμε έτσι την υποκρισία της χριστιανικότητάς μας, δηλαδή στην πραγματικότητα την απιστία απέναντι στη «δεδομένη», κατά την κρίση μας, «αληθινή πίστη» μας. Ο λόγος του Κυρίου όμως δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Στην ερώτηση των Ιουδαίων για το ποιο είναι το έργο του Θεού απαντάει: «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε ο Θεός Πατέρας», στον Ίδιο δηλαδή. Κι αυτή η πίστη αποτελεί κινητοποίηση όλης της ύπαρξης στον απόλυτο βαθμό, γιατί είναι η τροφή του ανθρώπου. «Μη εργάζεσθε την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον».

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν έρχεται και με άμεσο και σαφή τρόπο απευθυνόμενος πρώτιστα στην ψυχή του, κι έπειτα και σε όλους μας, μας υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε τελικώς εν υπνώσει πνευματική και σε επίπεδα απιστίας. Διότι είμαστε οκνηροί στο έργο του Θεού, δεν ζούμε δηλαδή με επίγνωση της παρουσίας Του και της προσμονής Του με τη Δευτέρα Του Παρουσία, που θα έλθει άγνωστο πότε, για να μας κρίνει. Λέει με διαφορετικό τρόπο ό,τι σημειώνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στο κοντάκιο του Μεγάλου Κανόνα του: «Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, γιατί κοιμάσαι; Το τέλος σου πλησιάζει και πρόκειται να θορυβηθείς. Ξύπνα λοιπόν!» Για να προσθέσει την επόμενη φράση που είναι πράγματι συγκλονιστική: Ξύπνιος μόνο μπορείς να δοξολογήσεις τον Θεό, που θα πει όταν παρουσιάζεις σημάδια μετανοίας αληθινής. Και ποια είναι αυτά τα σημάδια; Η διόρθωσή σου. Δοξολογούμε τον Θεό, όταν διορθώνουμε τον τρόπο της ζωής μας, όταν η φορά της ψυχής μας βρίσκεται στην αναζήτηση του Θεού μας, όταν λειτουργούμε με τον τρόπο του ασώτου στην επιστροφή του προς το σπίτι του Πατέρα. Διαφορετικά, η όποια δοξολογία μας και η όποια προσευχή μας συνιστά «βαττολογία» που επισύρει την αποστροφή του Θεού.  

ΝΗΣΤΕΨΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ... ΑΡΕΤΕΣ!

 

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Ἐκ πάντων ἐνήστευσα κατορθωμάτων, εἰς κόρον ἀπήλαυσα τῶν σφαλμάτων, Κύριε· νῦν οὖν πεινῶντά με, σωτηριώδους καί σεπτῆς ἔμπλησον βρώσεως» (ὠδή α΄ ἦχος α΄)

(Νήστεψα ἀπό ὅλα τά κατορθώματα, ἀπόλαυσα μέχρι κορεσμοῦ τά σφάλματα, Κύριε. Τώρα λοιπόν πού πεινάω, γέμισέ με ἀπό τή σωτήρια καί ἱερή σου βρώση).

Ἀπό τήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τό τροπάριο, ἐκφράζει τήν πνευματική κατάσταση πού συνήθως ἀπαντᾶται στούς πιστούς στόν Χριστό ἀνθρώπους: τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, τήν ἔλλειψη τῶν καρπῶν του Πνεύματος. Καί δέν πρέπει νά μᾶς παραξενεύει τοῦτο. Γιατί καί μία ὥρα νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς, μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καί πάλι δυστυχῶς θά ἁμαρτήσει – εἶναι τό τίμημα τῆς ἀνυπακοῆς τῶν πρωτοπλάστων πού σάν ρίζα πού μολύνθηκε διαπερνάει ὁλόκληρο ἔκτοτε τό δένδρο τῆς ἀνθρωπότητας. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός νά ἔχει ἔλθει καί νά μᾶς ἔχει δώσει τή δυνατότητα, μέ τήν ἐνσωμάτωσή μας στό ἅγιο σῶμα Του διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, νά ξεπερνᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅμως εἶναι τέτοια ἡ ραθυμία τῆς ζωῆς μας, ὥστε οὔτε αὐτό τελικῶς κάνουμε: παρ’ ὅλη τή βοήθειά Του νά συνεχίζουμε τόν δρόμο καί τῆς δικῆς μας ἀνυπακοῆς. Ὅσο λοιπόν προχωράει ἡ ζωή μας, τόσο βλέπουμε καί τήν αὔξηση τῶν ἁμαρτιῶν μας.

 Ὅμως διαπιστώνουμε τήν ἁμαρτία μας καί ἀπό ἄλλη πλευρά: ὅσο σχετιζόμαστε μέ τόν Κύριο, ὅσο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνιζόμαστε νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του, τόσο διανοίγεται ὁ πνευματικός μας ὀφθαλμός καί βλέπει πράγματα πού πρίν ἀγνοοῦσε, δηλαδή διαπιστώνει ἁμαρτίες πού πρίν οὔτε κἄν τίς ὑποψιαζόταν. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἐνῶ δέν ἔβλεπε κάποια ὁρατή ἁμαρτία στή συνείδησή του, δέν ἐπαναπαυόταν. Γιατί «Κριτής μου εἶναι ὁ Κύριος», ἔλεγε, δηλαδή Ἐκεῖνος πού βλέπει καί τίς πιό ἀδιόρατες κινήσεις τῆς ψυχῆς, πού καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦμε. Δέν εἶναι τοῦτο μία ἐκ πλαγίου ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ πού καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ νεώτερη ψυχολογία τοῦ βάθους, ὅπως λέγεται, ἐπισημαίνει; Δηλαδή ὅτι μιλώντας γιά την ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μιλᾶμε γιά κάτι πού ἔχει βάθος ἀπύθμενο, κυριολεκτικά γιά μία «ἄβυσσο» τοῦ ἀσυνειδήτου, ἡ ὁποία ἔχει τούς δικούς της «κανόνες» καί τούς δικούς της τρόπους; Λοιπόν νήστεψα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, ἀλλά ὄχι ἀπό φαγητά καί κακίες, ἀλλά ἀπό κατορθώματα. Καί ἔφτασε σέ κορεσμό γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀπό σφάλματα καί ἁμαρτίες.

Δέν μᾶς ἀφήνει ἐκθέτους ὅμως ὁ ποιητής. Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πάντοτε ὑπάρχει ἡ ὁδός διαφυγῆς, ἡ θεραπεία καί ἡ σωτηρία: ἡ στροφή πρός τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς συγχωρήσει καί νά μᾶς προσφέρει ἐκείνη τήν τροφή πού γεμίζει τήν πεινασμένη μας ψυχή, δηλαδή τή χάρη Του, τόν ἴδιο Του τόν ἑαυτό. Ἡ λύση γιά ὅλα τά ἀρνητικά τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά καί τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ μας.

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ: ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΓΗ!

«Φαεινοτάταις ἀκτῖσι καταυγάζει σε μόνηἡ φῶς τεκοῦσα τόν Χριστόν Παρθένος καί ἁγνήφοβερόν τοῖς ἐχθροῖς σέ καθιστῶσα σεμνή∙ φανερόν δέ τοῖς πᾶσιΜαρίαδεικνύει σεἈσκητῶν ὡραιότηςὉσίων ἔρεισμα» (ωδή θ΄ Τριωδίου).

(Μόνη η Παρθένος και αγνή Παναγία, Αυτή που γέννησε το φως, δηλαδή τον Χριστό, σε καταφωτίζει με τις πιο λαμπρές ακτίνες του Φωτός Χριστού και σε καθιστά, σεμνή, φοβερή για τους εχθρούς δαίμονες. Κι από την άλλη, Μαρία, σε αναδεικνύει φανερή σε όλους η ωραιότητα των ασκητών και η βάση των οσίων, ο όσιος Ζωσιμάς).

Δεν βλέπουμε μόνο τη συγκλονιστική μεταστροφή της Μαρίας από την Αίγυπτο, διεξερχόμενοι τον βίο της στον κόσμο τούτο, πώς δηλαδή  από τον βούρκο της ασωτίας μετατέθηκε (ωδή η΄) στα ευωδιαστά πλάτη του Παραδείσου, δείγμα της δύναμης που έχει η μετάνοια που έφερε ο Χριστός στο πεσμένο πλάσμα Του, αλλά την ίδια στιγμή παρακολουθούμε και τη συμμετοχή όλης της Εκκλησίας στη διαδικασία αυτή μετανοίας και αλλαγής της. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος μας καθοδηγεί:

- Η εξ Αιγύπτου Μαρία βρισκόταν βυθισμένη στο σκοτάδι της αμαρτίας, λόγω της εμπαθούς προσκολλήσεώς της στα πάθη της ψυχής και της σαρκός, λίγο απέχοντας από τις «πύλες της απώλειας» (ωδή γ΄).

- Αλλά ο Κύριος, ο Οποίος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (απ. Παύλος), παίρνοντας αφορμή την έστω και από περιέργεια επιθυμία της να προσκυνήσει τον πανάγιο Σταυρό Του δίνει τη χάρη του Φωτός Του σ’ αυτή τη μικρή ρωγμή της καρδιάς της, προκαλώντας της συναίσθηση της ρυπαράς καταστάσεώς της και διάθεση μεταστροφής της.

- Καίριο ρόλο στην αλλαγή της είχε η «μόνη αγνή Παρθένος» Παναγία, η Οποία προφανώς μεσίτευσε στον Υιό και Θεό της και το θαύμα έγινε: η Μαρία με δύναμη αποφασιστική εγκαταλείπει τον πρώην μισητό βίο της και αποδύεται στην έρημο του Ιορδάνου σε αγώνες τεράστιους ασκητικούς, μόνη μόνω Θεώ, φτάνοντας στο σημείο όχι μόνο να διαβαίνει το ποτάμι χωρίς να βρέχεται κι ούτε μόνο να εξυψώνεται την ώρα της προσευχής της, αλλά και να γίνεται φοβερή για τους εχθρούς δαίμονες, οι οποίοι έχασαν από τα χέρια τους το πολύτιμο λάφυρό τους. Κι είναι κάτι που όντως καταπλήττει τον νου και την καρδιά μας, πώς αυτή που είχε καταστεί κυριολεκτικά «όπλο της αμαρτίας» που οδηγούσε στον θάνατο πολλούς ανθρώπους, η ίδια «να γίνεται μετά την προσκύνηση του Σταυρού όπλο πια της δυνάμεως Εκείνου που κατατροπώνει όλα τα όπλα και τις πονηρίες του διαβόλου» (ωδή γ΄).

- Αλλά ο Κύριος δεν ήθελε να αφήσει αμάρτυρη τη ζωή της. Νεύει στην καρδιά του μεγάλου οσίου ασκητή Ζωσιμά να πορευτεί προς δική του άσκηση στην έρημο κι αυτός, με αποτέλεσμα χωρίς να γνωρίζει κάτι να συναντήσει την οσία πια Μαρία. Η συνάντησή του μαζί της χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως μεγάλη ευλογία! «Ο μέγιστος μεταξύ των πατέρων Ζωσιμάς ο σοφός» σημειώνει ο υμνογράφος, «περιπολεύοντας την έρημο αξιώθηκε να δει την οσία. Κι άρχισε να κραυγάζει: Ευλογημένο το όνομά Σου, Κύριε» (ωδή ζ΄). Διά του Ζωσιμά αναδείχτηκε και έγινε γνωστή σε όλους η αγία Μαρία, η οποία έκτοτε κατέστη για την Εκκλησία μας ισχυρότατο παράδειγμα μετανοίας – κανείς μετά από αυτήν, όπως και με άλλους βεβαίως αγίους μετανοήσαντας, δεν μπορεί να επικαλεστεί τις αμαρτίες του για να μένει προσκολλημένος εμπαθώς σ’ αυτές.

Λοιπόν, για να επανέλθουμε: στο πρόσωπο της μεγάλης οσίας και την αληθινή μετάνοια ψηλαφάμε αλλά και την κινητοποίηση όλης της Εκκλησίας βλέπουμε: της κεφαλής της που είναι ο Κύριος και το φως Του, που θα πει και όλης της ενέργειας της αγίας Τριάδος∙ της πρώτης μεταξύ όλων των αγίων, της Παναγίας Μητέρας∙ του αγίου μέλους της, οσίου Ζωσιμά, ανθρώπου της εποχής της οσίας∙ διαχρονικά μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος όλων ημών των πιστών μελών της, που τρεφόμαστε με το παράδειγμά της και κινητοποιούμαστε προς αντίστοιχο μ’ εκείνην τρόπο ζωής. Οπότε ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε, ότι «χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι», το βλέπουμε αισθητά και ορατά στον βίο της. Και με ό,τι συνέβη σ’ εκείνην καταλαβαίνουμε και τι γίνεται και με κάθε άνθρωπο, όπου γης: την αδιάκοπη ενέργεια του Θεού μας και τον σχεδιασμό Του για να τον φέρει κοντά Του ή περισσότερο κοντά Του. Όταν ο Κύριος αποκαλύπτει ότι «ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται καγώ εργάζομαι», σημαίνει ότι μπορεί εμείς να «κοιμόμαστε», Εκείνος όμως αγρυπνεί διαρκώς για τη σωτηρία μας. Και μακάρι να είμαστε από εκείνους που ξυπνητοί θα δουν την εργασία Του και σε εμάς τους ίδιους.

Σάββατο 5 Απριλίου 2025

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σαββάτῳ τῆς πέμπτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζομεν τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».

Στίχοι: «Ὕμνοις ἀΰπνοις εὐχαρίστως ἡ Πόλις τήν ἐν μάχαις ἄγρυπνον ὑμνεῖ Προστάτιν» (Ευχαρίστως η Κωνσταντινούπολη υμνολογεί με άυπνους ύμνους την άγρυπνη στις μάχες Προστάτιδα Θεοτόκο).

Α. Η εορτή του Ακαθίστου καθιερώθηκε από την Εκκλησία μας, κατά το συναξάρι της ημέρας, λόγω των υπερφυών επεμβάσεων της Υπεραγίας Θεοτόκου – και επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (πρώτες δεκαετίες 7ου αι.) όταν οι Άβαροι επιτέθηκαν στην αφύλακτη Βασιλεύουσα λόγω της απουσίας του αυτοκράτορος, και επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (τέλη 7ου αι.) όταν οι Αγαρηνοί τη φορά αυτή επιτέθηκαν και πάλι στην Πόλη – οπότε η θαυμαστή υπέροπλος δύναμή Της κατατρόπωσε τους εχθρούς και κράτησε ελεύθερο το κέντρο της αυτοκρατορίας. Προκειμένου λοιπόν να υπάρχει ανάμνηση των επεμβάσεων αυτών της Παναγίας και σ’ Εκείνην να αναγράφει τα νικητήρια η Πόλη ευχαριστώντας Αυτήν και τον Παντοκράτορα Κύριο και Θεό μας, καθιερώθηκε η συγκεκριμένη εορτή. Ακάθιστος δε ονομάστηκε  ο ευχαριστήριος ύμνος, διότι «ὀρθοστάδην» όλος ο λαός κατά τη νύκτα της νίκης ανέπεμψε τον ύμνο στην Μητέρα του Κυρίου. Και ποια άλλη αρχή μπορεί να υπάρξει των ευχαριστηρίων Της από ό,τι συνιστά την απαρχή της σωτηρίας δι’ Αυτής του ανθρωπίνου γένους: τον Ευαγγελισμό της;

Β. Το τροπάριο που συνοψίζει το γεγονός και τη θεολογία του Ευαγγελισμού είναι το κάθισμα που ακούγεται προ της ενάρξεως του Ακαθίστου Ύμνου.

«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ∙ Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς Οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί∙ ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι∙ Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».

(Ο αρχάγγελος Γαβριήλ αφού γνώρισε τη μυστική προσταγή του Κυρίου, έσπευσε να βρεθεί στον οίκο του Ιωσήφ του μνήστορος λέγοντας στην Παρθένο Κόρη Μαριάμ: Αυτός που κλίνει με την κατάβασή Του τους Ουρανούς χωρείται  χωρίς καμία αλλοίωσή Του ως προς τη θεϊκή Του φύση ολόκληρος μέσα σ’ εσένα. Και βλέποντας Αυτόν στη μήτρα σου να λαμβάνει μορφή δούλου (και να γίνεται άνθρωπος) φτάνω σε έκσταση που με κάνει να σου φωνάζω δυνατά: Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε).  

Ο θεολογικότατος ύμνος λοιπόν έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Ασώματο Αρχάγγελο Γαβριήλ και την περιγραφή της διακονίας που αναλαμβάνει από τον Παντοκράτορα Κύριο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Και το πρώτο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος είναι η απορία και η έκσταση στην οποία βρίσκεται ο λειτουργός του Κυρίου, διότι το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου ήταν κρυμμένο και από τους ίδιους τους αγγέλους – καμία κτιστή φύση, ούτε και των πιο υψηλά ισταμένων Αρχαγγέλων, δεν γνώριζε την απόφαση αγάπης του Δημιουργού: ήταν το «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον»! Κι αυτό το μυστήριο έπρεπε επιπλέον να διαφυλαχθεί άχρι καιρού «μυστικό». Η απορία του αρχιστρατήγου Γαβριήλ επιτείνεται και φτάνει στο απόλυτο βεβαίως από ό,τι του αποκαλύπτει ο Κύριος: όχι μόνον θα σώσει τον άνθρωπο, αλλά θα τον σώσει γινόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, κι αυτό μέσα από μία μικρή κόρη σε μία εντελώς άσημη πολίχνη του Ισραήλ, τη Ναζαρέτ. Ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος Θεός περικλείεται και «χωρεῖται» στη μήτρα μίας μικρής κοπέλας, χωρίς να σταματά να είναι το ίδιο Θεός!

Ουδέποτε βεβαίως κτιστή διάνοια όπως είπαμε, αγγελική ή αρχαγγελική ή και ανθρώπινη ακόμη, θα μπορούσε να φανταστεί το σχέδιο αυτό του Θεού – εδώ στηρίζεται ας σημειώσουμε παρενθετικά και η έκπληξη του «Άδη» που δέχεται άνθρωπο όπως νομίζει, κατά την ανθρωπομορφική εποπτεία της υμνολογίας, και του αποκαλύπτεται Θεός! Γι’ αυτό και η θεία οικονομία χαρακτηρίζεται μυστήριο, όπως συμβαίνει σε κάθε επέμβαση ασφαλώς του Θεού, και μάλιστα «μέγα μυστήριον». Το σημειώνει έκθαμβος και ο απόστολος Παύλος: «Ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Και σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον Δημιουργό που ενανθρώπησε: «Ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Και η εξήγηση βεβαίως που θα δώσει έπειτα ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος για την ακατανόητη αυτή ενέργειά Του είναι ότι ο Θεός είναι αγάπη. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Η άπειρη Αγάπη του Θεού ερμηνεύει όλα τα ακατανόητα, όπως γίνεται και σε ανθρώπινο πια επίπεδο: όπου υφίσταται αληθινή αγάπη, εκεί διανοίγεται και φωτίζεται ο νους ώστε να κατανοήσει όλα τα κεκρυμμένα!

Στα μάτια του Αρχαγγέλου η μικρή κόρη Μαριάμ εξέρχεται των φυσικών απλών ορίων. Μετέχοντας της ενέργειας του Θεού γίνεται και αυτή «άκτιστη», η ίδια γίνεται μυστήριο: έκτοτε θα είναι η «Κεχαριτωμένη», η «Νύμφη ἀνύμφευτος» - ποτέ πια δεν θα μπορεί να προσεγγιστεί διά της λογικής και των ανθρωπίνων ακριβώς δυνάμεων. Κάθε προσέγγισή της θα περιέχει ταυτοχρόνως και τη θεώρηση του Υιού και Θεού της, μία πραγματικότητα που και η ίδια η Παναγία σταδιακά θα κατανοεί, κυρίως δέ όταν κι αυτή θα λάβει το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Διότι κανείς χωρίς το Πνεύμα του Θεού δεν μπορεί να δει το φως του Θεού στην ύπαρξή του και οπουδήποτε αλλού. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

Κι εκείνο που μας συγκινεί και μας παραδειγματίζει ιδιαιτέρως στη διακονία του αγίου Γαβριήλ, τέλος, είναι η ανταπόκρισή του στο κέλευσμα του Δημιουργού του: παίρνει την εντολή και «σπουδῇ», με βιάση δηλαδή, βρίσκεται στον τόπο της αποστολής του. Ό,τι ο Κύριος στην προσευχή που μας δώρισε, το «Πάτερ ἡμῶν», αποκαλύπτει, αυτό και βλέπουμε έμπρακτα στο πρόσωπο του αρχαγγέλου. Τι λέει ο Κύριος: «γενηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Το θέλημα του Θεού είναι αμέσως εκτελεστό από τους αγίους αγγέλους – «όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι ένα θέλημα έχουν» όπως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος, «εν αντιθέσει με εμάς τους ανθρώπους, που όλοι έχουν το δικό τους θέλημα» - όλοι οι άγγελοι λοιπόν έχουν ήδη κινηθεί και έχουν τεθεί σε ενέργεια, μόλις και μόνον νεύει προς αυτούς ο παντοδύναμος Κύριος. Κι αυτό γιατί; Γιατί και ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού έτσι αποκαλύπτεται, ως ο απόλυτα υπήκοος στο θέλημα του Θεού Πατρός, γι’ αυτό και έκτοτε, με πρώτη την Παναγία, η υπακοή είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας ενός χριστιανού. Υπακοή ως ελεύθερη επιλογή πίστεως στον Κύριο και την Εκκλησία Του, που φανερώνει την αλήθεια της από τη γνήσια ταπείνωση και την άδολη αγάπη.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

ΤΙ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ ΔΙΑΚΑΤΕΧΕΙ;

 

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα… μή μοι δῷς…· πνεῦμα δέ…χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ».

Ἡ εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἀποτελεῖ τήν προσευχή πού σφραγίζει τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἐνῶ πολλές προσευχές ἀκούγονται καί λέγονται πολλαπλῶς στήν Ἐκκλησία τή συγκεκριμένη περίοδο, τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…» τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ Πατρός μᾶς δίνει τήν αἴσθηση ὅτι βρισκόμαστε μέσα στή Σαρακοστή.

Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἐπιχείρησαν, ἐν ἀναπτύξει ἤ ἐν συντόμῳ, νά τήν ἑρμηνεύσουν καί νά διεισδύσουν στίς ποικίλες διαστάσεις της, τέτοιες πού ἀγκαλιάζουν ὅλο τό φάσμα θά λέγαμε τῆς πνευματικῆς ζωῆς: πάθη ψεκτά καί ἔνθεες ἀρετές, στάση ἐν μετανοίᾳ ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, χάρη αὐτογνωσίας ἀλλά καί χάρη ἀκατακρισίας·  ὅμως παρ’ ὅλον τοῦτο θά σχολιάσουμε, μαζί μέ τούς ἄλλους, ἐκείνην τήν ἀναφορά τῆς εὐχῆς τοῦ ὁσίου, πού νομίζουμε ὅτι συνιστᾶ τό θεμελιακό στοιχεῖο της. Ποιό εἶναι αὐτό; Ἡ ἀναφορά στό πνεῦμα.

Δέν πρόκειται, νομίζουμε, γιά τό πνεῦμα ὡς ὀντότητα προσωπική,  εἴτε πονηρή εἴτε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μολονότι δέν ἀποτελεῖ ἐκτροπή τοῦ νοήματος ἄν θεωρήσει κανείς ὅτι στό πρῶτο αἴτημα ὑπάρχει τό πνεῦμα τοῦ Πονηροῦ, (ὡς ἀπευκταία κατάσταση τῶν ἐγωϊστικῶν παθῶν τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας), ἐνῶ στό δεύτερο τό πνεῦμα ὡς ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, (ὡς εὐκταία κατάσταση τῶν ἐνθέων παθῶν τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης)· ὅμως ἡ ἔννοια τοῦ πνεύματος στή συγκεκριμένη διπλή ἀναφορά του σχετίζεται μέ τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα πού καλύπτει τήν ψυχή καί πού καθορίζει τήν ποιότητά της, ἡ κατεύθυνση ἀλλιῶς τῆς ροπῆς της, ἡ ὁποία γιά τόν πιστό δέν μπορεῖ νά εἶναι πρός τήν πλευρά τοῦ κακοῦ, ἀλλά πρός τήν πλευρά τῶν ἀρετῶν καί τῆς ἐπενεργείας τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι  πιστόςμέ τό στόμα τοῦ ἁγίου Ἐφραίμαἰτεῖται ἀπό τόν Θεότόν Κύριο καί βασιλέα τῆς ζωῆς τουνά μήν ἐπιτρέψει νά στραφοῦν   νοῦς καί  καρδιά του σέ κάτι ἄλλο πέρα ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει  δική Του παρουσία καί ἐνέργειαδηλωτικές τῆς Ὁποίας εἶναι  οἱ ἀρετέςπολλῶ δέ μᾶλλον νά μήν στραφοῦν σέ ,τι χαρακτηρίζεται σκότος τοῦ διαβόλου μέ τήν ὕπαρξη τῶν παθῶν.  Κι αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος, συνεπῶς κατ’ ἐπέκταση καί κάθε πιστός, ὅτι ἀφενός οἱ ἀρετές εἶναι καρπός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ὅταν συνεργάζεται μέ τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀφετέρου ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση συνύπαρξης τῶν παθῶν καί τῶν ἀρετῶν. Πάθη καί ἀρετές «κοιτοῦν» σέ ἀντίθετες κατευθύνσεις, ἐνῶ ἡ ὕπαρξη τῶν μέν διαγράφει τήν παρουσία τῶν δέ. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ μᾶς τονίζει μέ τρόπο πού δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση ὅτι ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό, τόν Κύριο καί Δεσπότη τῆς ζωῆς μας, δέν εἶναι θέμα μιᾶς ἁπλῆς νοητικῆς τοποθέτησης ἀπέναντί Του, ἀλλά θέμα πού συνεγείρει ὅλη τήν ὕπαρξή μας, καί τήν ψυχή καί τό σῶμα μας – τό πνεῦμα ὡς τό πνευματικό περιβάλλον μας. Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα, ὡς ἀληθής καί ὅλος ἄνθρωπος δηλαδή, ἀπαιτεῖται ἡ κίνηση τῆς ψυχῆς του, ἡ βούλησή του, συνεπῶς ὁ «ἔρωτάς» του νά εἶναι πρός τόν Κύριο, ἄν Τόν θέλει πράγματι στή ζωή του· κι ἔτσι μόνο μέ μία τέτοια ροπή καί πόθο στήν ψυχή μπορεῖ νά κινητοποιηθεῖ καί τό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι βαρύ καί δυσκίνητο λόγω τῶν φιλόϋλων τάσεών του.

Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι παρόμοια κινεῖται καί ἡ σκέψη τοῦ Μ. Βασιλείου στήν εὐχή τῆς ΣΤ΄ ὥρας, ὅταν ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων «νά ὑποτάξει μέ τόν φόβο Του τή σάρκα μας καί νά μήν ἀφήσει τίς καρδιές μας νά ποῦν ἤ νά λογιστοῦν πονηρά». Καί τί παρακαλεῖ; «Μέ τόν πόθο Του νά τρώσει καί νά πληγώσει τίς ψυχές μας, ὥστε σέ διαρκή ἐνατένιση τοῦ φωτός τοῦ προσώπου Του νά Τόν δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα». «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας ἡμῶν καί μή ἐκκλίνῃς τάς καρδίας ἡμῶν εἰς λόγους ἤ εἰς λογισμούς πονηρίας, ἀλλά τῶ πόθῳ σου τρῶσον ἡμῶν τάς ψυχάς, ἵνα, πρός σέ διά παντός ἀτένιζοντες..., ἀκατάπαυστόν σοι τήν ἐξομολόγησιν καί εὐχαριστίαν ἀναπέμπωμεν…».