Προεόρτιο ἰδιόμελο. Ἦχος πλ. δ΄.
«Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τήν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γάρ τό
ἄδυτον ἐπί σέ γεννῆσαι ἥκει. Ἄγγελοι θαυμάσατε ἐν οὐρανῶ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπί
τῆς γῆς, Μάγοι ἐκ Περσίδος, τό τρισόκλεον δῶρον προσκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες,
τόν τρισάγιον ὕμνον μελῳδήσατε. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Παντουργέτην».
(Υποδέξου Βηθλεέμ τη Μητέρα του Θεού. Διότι έχει έλθει να
γεννήσει το αιώνιο φως πάνω στα χώματά σου. Άγγελοι θαυμάστε στον Ουρανό,
άνθρωποι δοξάστε πάνω στη γη, Μάγοι από την Περσία φέρτε το τρισένδοξο δώρο.
Ποιμένες που είστε στους αγρούς μελωδήστε τον τρισάγιο ύμνο. Κάθε τι που
ανασαίνει ας αινέσει τον Δημιουργό του παντός).
Ο υμνογράφος επέχει θέση προφήτη. Όπως οι προφήτες της
Παλαιάς Διαθήκης σταλμένοι από τον Θεό με φωτισμό Εκείνου καλούσαν τον λαό του
Θεού να μετανοήσει κάθε φορά που απομακρυνόταν από το άγιο θέλημά Του και να
είναι έτοιμος προκειμένου να υποδεχτεί τον Μεσσία που θα έστελνε ο Θεός, έτσι
και ο άγιος υμνογράφος στο χώρο της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματος του
Χριστού. Λειτουργεί ως στόμα αυτής, που εξαγγέλλει το χαρμόσυνο μήνυμα της
ενανθρώπησης του Θεού στον κόσμο, της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν
ημίν». Η σωτηρία ως εύρεση του Θεού μετά την απώλειά Του λόγω της πτώσεως
στην αμαρτία και ζωντανή σχέση με Εκείνον είναι πια γεγονός και απτή
πραγματικότητα. Δεν προσδοκούμε κάτι άλλο πέρα από την πίστη στον Χριστό και
την εν μετανοία ένταξή μας στο σώμα Του την Εκκλησία. Τα έσχατα δηλαδή είναι
ήδη παρόντα. Κι αυτό, καταλαβαίνουμε, συνιστά το μεγαλύτερο μυστήριο που
ακούστηκε και υπήρξε ποτέ στον κόσμο. «Ομολογουμένως
μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον˙ Θεός εφανερώθη εν σαρκί».
Με επίγνωση ο υμνογράφος του προφητικού έργου του ως στόμα
της Εκκλησίας κινείται λοιπόν σε υπέρ τα απλά αισθητά και γήινα επίπεδα. Σαν να
ευρίσκεται στην κορυφή του κόσμου, απευθυνόμενος σε κάθε κτίσμα του Θεού, πνευματικό
και υλικό, έμψυχο και άψυχο, με αίσθηση του βάρους ευθύνης του - κατά το
αντίστοιχο μεγαλειώδες της Παλαιάς Διαθήκης: «Άκουε ουρανέ και ενωτίζου η γη» - καλεί την πόλη της Βηθλεέμ να
συνειδητοποιήσει το τι συνέβη με τη Γέννηση του μικρού βρέφους Ιησού. Μπορεί
τότε οι άνθρωποι να μην είχαν καμία επίγνωση, αφού «ουκ ευρέθη αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι», όμως η «τύφλωση» αυτή
πρέπει πια να ξεπεραστεί. Διότι ήλθε στα χώματα της περιοχής αυτής η Μάνα του
Θεού που γέννησε Αυτόν που είναι το φως του κόσμου. Ένα φως που δεν έχει καμία
σχέση με τα ουράνια αστέρια ή με τα τεχνητά φώτα των ανθρώπων. Γιατί είναι το
φως του Θεού, ο ίδιος ο Θεός που είναι Φως «ανέσπερον
και άδυτον». «Εγώ ειμι το φως του
κόσμου». «Εγώ φως εις τον κόσμον
ελήλυθα».
Η ανθρώπινη λογική
σιγά και ιλιγγιά. «Ου φέρει το μυστήριον
έρευναν. Πίστει μόνη (με μόνη την πίστη)
τούτο πάντες δοξάζομεν».
Αλλά ο προφήτης-υμνογράφος επιτελώντας το υπερφυές έργο
του απευθύνεται και στον αγγελικό κόσμο: «Άγγελοι, κι εσείς, θαυμάστε». Γιατί
ό,τι συνέβη υπερέβη και εκείνων τον νου. Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως ήταν
κρυμμένο και στους νοερούς νόες.
Για να στραφεί και στους έκπληκτους μετόχους του
μοναδικού Γεγονότος: τους ποιμένες και τους μάγους εκ Περσίδος. Ελάτε λοιπόν
μάγοι: φέρτε τα δώρα σας. Ελάτε λοιπόν ποιμένες: μελωδήστε κι εσείς τον
τρισάγιο ύμνο ενώνοντας τις φωνές σας με τις αγγελικές φωνές.
Για ν’ απλωθεί
τέλος η ματιά του σε ολόκληρη την πλάση, γιατί η πλάση είναι του Θεού και κάθε
τι που αναπνέει δεν μπορεί να μένει αδιάφορο στην κίνηση του Δημιουργού του˙
αφορά ουσιαστικά κι εκείνο: όλοι μαζί αινέσατε τον Δημιουργό.
Η Βηθλεέμ άπαξ διαπαντός έγινε το κέντρο διαχρονικά του σύμπαντος κόσμου. Γεννήθηκε εκεί ο Δημιουργός ως άνθρωπος κι ανοίχτηκε η κλεισμένη θύρα του Παραδείσου – «ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσι η Εδέμ». Κι ένας άλλος προεόρτιος ύμνος αιτιολογεί με μοναδικό τρόπο την αλήθεια αυτή: «Εκύκλουν ως θρόνον χερουβικόν Άγγελοι την φάτνην˙ το γαρ Σπήλαιον ουρανόν εώρων, κειμένου εν Αυτώ του Δεσπότου, και Δόξα εν υψίστοις Θεώ εκραύγαζον» (ωδή θ΄ Τριωδίου Αποδείπνου). (Κύκλωναν Άγγελοι τη φάτνη σαν να ήταν θρόνος χερουβικός. Διότι έβλεπαν το Σπήλαιο ως Ουρανό, αφού μέσα σ’ αυτό έκειτο ο Δεσπότης Κύριος. Γι’ αυτό και Δόξα στον Ύψιστο Θεό κραυγάζανε).
