«Έτυχε λίγο πριν από τον θάνατο του
μακαριστού αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, να βρεθώ παρέα με τον Αναστάσιο
και μου λέει:
“Πάρε τηλέφωνο τον Χρήστο (Γιανναρά)”.
Τον παίρνω και του λέω: “κ. Χρήστο,
είναι στο τηλέφωνο ο μακαριώτατος και θέλει να σας μιλήσει”.
Βουτάει το τηλέφωνο και λέει:
“Χρήστο, δεν είμαι ο μακαριώτατος, είμαι ο Τάσος”.
Και είπανε δυο λόγια. Και στο τέλος λέει:
“Τουλάχιστον, Χρήστο μου, πήραμε τον
Χριστό στα σοβαρά”.
Και νομίζω η καθημερινότητα του μακαριστού Αναστασίου κάπως έτσι ήτανε».
(π.
Σπυρίδων Τσιμούρης, πρωτοπρεσβύτερος, θεολόγος – σε εκπομπή «Ενορία εν δράσει»,
αφιέρωμα στον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Τυράννων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιο,
21-12-2025).
Για τον μακαριστό
αρχιεπίσκοπο Αλβανίας κυρό Αναστάσιο (Γιαννουλάτο) έχουν πει, λέγονται και θα
λέγονται πάρα πολλά, τόσο για το μεγάλο επιστημονικό έργο του, όσο βεβαίως και
για την ιεραποστολική και ποιμαντική διακονία του όπου βρέθηκε και εργάστηκε
είτε στην Ελλάδα είτε στην Αφρική είτε τέλος στην Αλβανία. Άνθρωπος διεθνούς
εμβέλειας, καταξιωμένος από κάθε είδους επίσημο φορέα: επιστημονικό, εκκλησιαστικό,
διαθρησκειακό, μία προσωπικότητα πράγματι χαρισματική, κι όχι μόνο με την
έννοια την πνευματικά ορθόδοξη, που «ανάγκασε» και ανθρώπους που τον γνώρισαν
αλλά δεν ήταν της ίδιας «συχνότητας» με αυτόν να υποκλιθούν μπροστά στο
μεγαλείο του και να ομολογήσουν την ανυπέρβλητη ανθρωπίνως μεγαλοσύνη του. Και
δεν θα ήθελα να προσθέσω κι εγώ κάτι άλλο, μολονότι ευλογήθηκα, όπως και
πάμπολλοι μαζί με εμένα, να τον έχω καθηγητή στο Πανεπιστήμιο επί διετία, να
βρεθώ κοντά του στο σπίτι του παρέα με μικρή ομάδα συμφοιτητών μου, να
συμφάγουμε, να συζητήσουμε, να μας μοιράσει έπειτα στις στάσεις των λεωφορείων
για την επιστροφή στο σπίτι μας με το δικό του παλιό αυτοκίνητο – μία μικρή
μετοχή στην ακτινοβολία της χάρης που εξέπεμπε το φωτεινό του πρόσωπο και ο
εμπνευσμένος κατά πάντα λόγος του.
Δεν θα ήθελα λοιπόν να προσθέσω κάτι άλλο, άλλωστε καθένας
που τον γνώρισε και τον έζησε, θα είχε πολλά να πει και να διηγηθεί. Ακόμα και
για τις περιπτώσεις που δεχόταν την αρνητική κριτική, την εμπαθή δυστυχώς τις
περισσότερες φορές, (γιατί κατανοεί κανείς ότι δεν είναι εύκολο να μην
αναπτυχθεί η ζήλεια, το τόσο περιεκτικό αυτό πάθος, όταν γίνεται σύγκριση με
τέτοιου είδους προσωπικότητα – νιώθεις τόσο νάνος μπροστά σ’ έναν γίγαντα), θα
άκουγες την απάντηση: «Δεν πειράζει, είναι αναμενόμενο. Ο Θεός να τους ελεήσει.
Εμείς θα κάνουμε αυτό που νομίζουμε σωστό». Θυμίζει – ας επιτραπεί η παρέκβαση
– το περιστατικό όπου μία ομάδα προσκυνητών, προ αρκετών ετών, είχαμε βρεθεί
στο Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης μάς κράτησε για φαγητό στη δική του τράπεζα.
Και σε κάποια στιγμή κάποιος από τους συνδαιτυμόνες του έθεσε το ερώτημα:
«Παναγιώτατε, κάποιοι σας αμφισβητούν και λένε διάφορα εναντίον σας. Τι λέτε
γι’ αυτό;». Και θαυμάσαμε όλοι τη στάση και την απάντηση του Πατριάρχη μας.
Χωρίς καμία έκπληξη, χωρίς να χάσει την ηρεμία του, με γαλήνιο τρόπο απάντησε:
«Δουλειά τους αυτοί, δουλειά μας εμείς». Η απάντηση δηλαδή του ανθρώπου που
έχει πλήρη αυτοσυνειδησία για το τι είναι και τι κάνει και η πορεία του
καθορίζεται από το όραμα που τρέφεται από τον Ουρανό!
Στο προκείμενο τώρα, τη συνομιλία του μακαριστού
Αναστασίου με τον εξίσου μακαριστό Χρήστο Γιανναρά. Έχουμε την εντύπωση πως
αυτό που απεκάλυψε ο γνωστός, συμπαθής και λίαν αξιόλογος και αξιοσέβαστος
πρωτοπρεσβύτερος π. Σπυρίδων για το περιεχόμενο της συνομιλίας των δύο
σπουδαίων αυτών ανδρών, αποτελεί το «στίγμα» της ζωής και της όλης βιοτής του
μακαριστού αρχιεπισκόπου. Αν δηλαδή ήθελε κανείς με έναν λόγο να χαρακτηρίσει
τον άνθρωπο, τον μεγάλο κατά πάντα Αναστάσιο, και να ερμηνεύσει την όλη πορεία
του, είναι ακριβώς η φράση του – μία ομολογία πίστεως και αυτοσυνειδησίας:
«Τουλάχιστον, πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά!»
Τον Χριστό δηλαδή πίστευε ο μακαριστός, Αυτόν
εμπιστευότανε σε κάθε επιμέρους διάσταση της ζωής του, Αυτός ήταν το κέντρο της
ύπαρξής του, κάτω από το βλέμμα Του λειτουργούσε και δραστηριοποιείτο πάντοτε,
Εκείνος νοηματοδοτούσε το οτιδήποτε, μικρό ή μεγάλο, έκανε. Ο Χριστός δεν ήταν
το «περιθώριο» της ζωής του, δεν ήταν το διακοσμητικό στοιχείο του, έτσι να
λέει ότι είναι χριστιανός – η πιο βροντερή φανέρωση της εκκοσμίκευσης ενός
θεωρούμενου χριστιανού, δηλαδή της πρακτικής αθεΐας του! Η ομολογία του αυτή:
«πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά!» συνιστά
υπομνηματισμό της προτροπής του αποστόλου Παύλου «είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε
τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε». Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι η
προτεραιότητά του δεν ήταν απλώς να κάνει έργα, δεν ήταν να κηρύσσει κατά
περίπτωση το Ευαγγέλιο, δεν ήταν να κτίζει Εκκλησιές, δεν ήταν να οικοδομεί
φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν ήταν να πηγαίνει από δω κι από κει κάνοντας τον
ιεραπόστολο˙ αλλά να βρίσκεται στο πιο οριακό σημείο που υπάρχει στον κόσμο:
εκεί που είναι το θέλημα του Χριστού προκειμένου Αυτόν να διακρατεί στη ζωή
του. «Εμοί το ζην Χριστός» δηλαδή θα έλεγε κανείς και για τον μακαριστό
αρχιεπίσκοπο. Τον Χριστό «αεί ανέπνεε» κατά το πατερικό λόγιο, Εκείνον ήθελε
στη ζωή του, γι’ αυτό και με το «κυνηγητό» αυτό «μετανάστευε» όπου έβλεπε ότι
Τον καλεί Εκείνος – είτε στην Ελλάδα είτε στην Αφρική είτε στην Αλβανία. Οπότε
χωρίς την επισήμανση αυτή, την πιο καίρια και σημαντική όλα τα υπόλοιπα στη ζωή
του θα έμεναν μετέωρα. Γιατί έργο μπορεί να αφήσει κανείς, το ζητούμενο όμως
πάντα είναι το κίνητρο, το ποιητικό αίτιο της κάθε ενέργειάς του – αυτό που θα
ζητηθεί από τον Κύριο την ημέρα της κρίσεως.
Ο μακαριστός Αναστάσιος – το πιστεύουμε βαθύτατα – επειδή τον Χριστό είχε κέντρο της ζωής του, όπως είπαμε, είναι από εκείνους που αγάλλονται τώρα στη Βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος που ήταν ο έρωτας της ζωής του όσο βρισκόταν στον κόσμο τούτο, ο Ίδιος πολλαπλασίως πιστεύουμε ότι είναι και τώρα και πάντα. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, βεβαιωμένα από τα στοιχεία της ζωής του, ζούσε έχοντας ξεπεράσει και τον ίδιο τον θάνατο. Θα ήταν παντελώς ακατανόητη η ζωή και η δράση του χωρίς την παράμετρο αυτή, η οποία συνιστά το πιο δομικό στοιχείο της ύπαρξης ενός χριστιανού. Διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Και «εις τον θάνατον Αυτού εβαπτίσθημεν». Ο Αναστάσιος ήταν και είναι ένας από τους «συγγενείς» του Κυρίου μας.
