«Τί ἐστι καρδία ἐλεήμων;
«Καρδία
ἐλεήμων ἐστὶ καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν
ζώων καὶ τῶν δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς
θεωρίας ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. Καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης
καὶ συνεχούσης τὴν καρδίαν καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ
καὶ οὐ δύναται βαστάσαι ἢ ἀκοῦσαι ἢ ἰδεῖν βλάβην τινὰ ἢ λύπην μικρὰν ἐν τῇ
κτίσει γινομένην. Διὰ τούτο ὑπὲρ τῶν ἀλόγων καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καὶ
ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτῶν ἐν πάσῃ ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει τοῦ φυλαχθῆναι
αὐτοὺς καὶ ἱλασθῆναι αὐτούς. Ὁμοίως καὶ ὑπὲρ φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς ἐλεημοσύνης
τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως κατὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ» (Οσίου Ισαάκ του Σύρου, λόγος ξβ΄).
(Και τι
εστί καρδία ελεήμων; Και είπε: να καίγεται η καρδιά σου για όλη την κτίση, για
τους ανθρώπους, για τα πουλιά και τα ζώα και τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα.
Και στη θύμησή τους και στη θέα τους να ρέουν δάκρυα απ’ την πολλή και σφοδρή
αίσθηση ελέους που συνέχει την καρδιά. Και από την πολλή επιείκεια μικραίνει
τόσο η αντοχή της καρδιάς που δεν μπορεί να βαστάξει στο άκουσμα ή στο θέαμα
και της παραμικρής βλάβης ή λύπης που γίνεται στην κτίση. Και γι’ αυτό και υπέρ των αλόγων και υπέρ των εχθρών
της αληθείας και υπέρ αυτών που τον βλάπτουν προσφέρει συνεχή προσευχή και
δάκρυα, για να τους προστατεύει ο Θεός και να τους ελεήσει και από το τόσο
ισχυρό αίσθημα ελέους που κινείται στην καρδιά σου να φτάνεις να δέεσαι χωρίς
δισταγμό υπέρ της τάξης των ερπετών προσεγγίζοντας το άμετρο έλεος του Θεού)
(Μετάφραση Γιώργος Πινακούλας, Δημήτρης Κουτσούγερας).
Συχνά οι άγιοί μας σημειώνουν, εκφράζοντας την εμπειρία
τους, ότι η ζωντανή πίστη στον Χριστό, εκείνη που δεν μένει σε μία θεωρία ή στα
λόγια, αλλά κινητοποιεί όλη την ύπαρξη, ψυχή και σώμα, ώστε να βαδίζει κατά τον
τρόπο του Χριστού – μόνον έτσι υφίσταται αληθινή πίστη άλλωστε – κάνει τον
άνθρωπο αληθινό ποιητή. Είναι τέτοια δηλαδή η χάρη που ζει από την ενοίκηση του
Κυρίου στην ύπαρξή του ώστε ο πεζός λόγος δεν επαρκεί για την έκφραση των
εμπειριών του, συχνά δε η υπερβολή της χάρης καθιστά αδύνατη τη γλώσσα να
εκφράσει το παραμικρό. Κι όταν μετριάζεται λίγο η μεγάλη χάρη και ο άνθρωπος
μπορεί να «λειτουργήσει» ξανά ως άνθρωπος στο πλαίσιο του κόσμου τούτου, αυτό
που θα πει δεν μπορεί να είναι ξερός λόγος αλλά κυριολεκτικά ποίημα. Το
συναντάμε τόσες φορές και στην Αγία Γραφή, αλλά και στην Πατερική Γραμματεία.
Και να, το παραπάνω απόσπασμα λόγου του μεγάλου οσίου
αββά Ισαάκ του Σύρου, έρχεται προς επίρρωση ακριβώς της αλήθειας αυτής. Ποιος
θα διαβάσει το κείμενο με επίγνωση και δεν θα αντιληφθεί ότι πρόκειται κατά
αλήθειαν για ποιητικό λόγο; Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη πολλοί το καταγράφουν ως
ποίημα, ακολουθώντας τον εσωτερικό του ρυθμό, το αποδίδουν στη νεοελληνική δε εξίσου με ποιητικό τρόπο, γιατί πώς αλλιώς
να αποδώσεις λόγο που υπέρκειται των συνήθων μέτρων της ανθρώπινης οριζόντιας
ζωής; Και τι λέει ο μεγάλος νηπτικός Πατέρας, τον οποίο υπεραγαπούσαν όλοι οι
άγιοί μας, ιδίως δε από τους νεωτέρους ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης και ο όσιος
Εφραίμ ο Κατουνακιώτης;
Σχολιάζει την ελεήμονα καρδία που ζητεί ο Κύριος Ιησούς
Χριστός προκειμένου να μπορεί να δεχτεί αυτή το έλεος του Κυρίου – «μακάριοι οι
ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». Καλύτερα: περιγράφει τα δηλωτικά στοιχεία
της καρδιάς (του κέντρου του εσωτερικού του κόσμου δηλαδή, που αλλιώς λέγεται
νους) του πιστού ανθρώπου που ήδη έχει ελεηθεί από τον Κύριο, του ανθρώπου
δηλαδή που εκζητώντας διακαώς και διαπύρως το έλεος Εκείνου κινείται και ο
ίδιος προς έλεος των συνανθρώπων του και σύμπασας της κτίσης. Διότι «συνεργοί
Θεού εσμεν» κατά τον απόστολο, που σημαίνει ότι δεν μπορείς να εκζητείς και να
εκλιπαρείς το έλεος και την αγάπη του Θεού, αν κι εσύ αντιστοίχως δεν βρίσκεσαι
στο ίδιο μήκος κύματος μ’ Εκείνον, αν δεν δημιουργείς συνθήκες «συγγενείας»
μαζί Του. Οπότε στα λόγια αυτά, και όχι μόνο, βρισκόμαστε μπροστά στην «αγία
Τράπεζα» της καρδιάς του αγίου που έχει ελεηθεί και ελεεί. Ζει ο άγιος το έλεος
του Θεού και το εξακτινώνει κατ’ ανάγκην, το έλεός του αποτελεί προέκταση του
ελέους του Θεού, στην αγκαλιά του που περικλείει όλη την κτίση ψαύουμε ανάγλυφα
τα σημάδια της αγκαλιάς του ίδιου του Θεού μας – «προσεγγίζει το άμετρο έλεος
του Θεού» λέει.
Και όπως ο Θεός μας που είναι Αγάπη «ανατέλλει τον ήλιον
αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους», το ίδιο
και ο άνθρωπος του Θεού: η αγάπη του δεν κάνει διακρίσεις στο «αντικείμενό»
της. Γιατί δεν είναι ανθρώπινη «αγάπη», στιγματισμένη δηλαδή από το μικρόβιο
του εγωισμού, αλλά αγάπη κεκαθαρμένη από την παρουσία Εκείνου. Ο άγιος αγαπά
δηλαδή γιατί πρώτα αγωνίστηκε «άχρι θανάτου» να εξαλείψει κάθε ηδυπάθεια και
σαρκολατρεία, κάθε εξουσιαστική κίνηση και υπερηφάνεια, κάθε τι εμπαθές που τον
δένει με τον κόσμο τούτο. Η αγάπη του έτσι συνιστά φως Θεού, αντανακλά τις
θεοποιές ενέργειες Εκείνου, δεν μπορείς επομένως να τη συναντήσεις σε κανέναν
άλλον χώρο πλην της Εκκλησίας που είναι το σώμα του Χριστού. Το έλεος του αγίου
για όλη την κτίση είναι πράγματι «η λιακάδα του Θεού».
Και μέσα στην κτίση είναι όλα τα δημιουργήματα του Θεού,
ορατά και αόρατα. Γι’ αυτό δεν γίνεται να αγαπά κανείς τον Θεό χωρίς να αγαπά
τα δημιουργήματά Του. Τα δημιουργήματά Του στέκουν από τις άκτιστες ενέργειες
Εκείνου, Εκείνον βλέπει και ψηλαφά ο άγιος ατενίζοντας ή ενθυμούμενος κάθε τι
που υφίσταται, οπότε πράγματι με αίσθηση μετέχει είτε της χαράς είτε του πόνου
όλων των κτισμάτων. «Κλαίειν μετά κλαιόντων και χαίρειν μετά χαιρόντων» δεν
λέει το σκεύος του Κυρίου, ο απόστολος Παύλος; Αλλά είναι η κοινή εμπειρία όλων
των αγίων. Γιατί ο Θεός «ουκ έστιν προσωπολήπτης». Όπου συναντά άνθρωπο με καλή
διάθεση, εκεί προσφέρεται χωρίς μέτρο. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός».
Και τον εχθρό της αλήθειας, δηλαδή τον άθεο, τον διώκτη,
τον αιρετικό; Κι αυτόν τον αγαπά και τον ελεεί; Κι ακόμη: τον ίδιο τον διάβολο;
Κι ασφαλώς, ναι! Γιατί δεν επικεντρώνουν οι άγιοί μας στα «στίγματα» των
κτισμάτων, αλλά στην ίδια τη φύση τους που είναι του Θεού. Και στα μεν άλογα,
ζώα, ερπετά, πτηνά, φυτά, ερπετά, τα πράγματα είναι πιο εύκολα: εκείνα
υφίστανται τις συνέπειες της αμαρτίας του ανθρώπου αλλά δεν είναι «αμαρτωλά»!
Οπότε μπορεί κανείς εύκολα να τα αγαπά. Για τον διάβολο όμως και τους εχθρούς
της αλήθειας; Κι εκεί η προσέγγιση είναι διακριτική: ακόμη κι αυτούς τους
αγαπάμε ως δημιουργήματα του Θεού, όχι όμως την κακία τους. Απλώς στους αγίους
βλέπουμε ότι αυτό που συνιστά θεολογική διακριτική προσέγγιση, σ’ εκείνους
είναι εν αισθήσει πραγματικότητα. Πραγματικά κλαίουν και οδύρονται για την
πτώση των χωρισμένων από τον Θεό, κυρίως όμως συναισθανόμενοι τον πόνο και την
κόλαση μέσα στην οποία βρίσκονται. Γιατί μόλις μεταθέσει κανείς τη σκέψη του
στο τι ζει ένας εχθρός του Κυρίου, εκεί αλλάζει θεώρηση. Νιώθει «τρόμο» σχεδόν
από την άβυσσο της οδύνης που βρίσκονται τα πλάσματα αυτά. Όταν ο απόστολος
Παύλος σημειώνει ότι «θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του
κατεργαζομένου το πονηρόν», πόσο περισσότερη και μεγαλύτερη είναι η θλίψη και η
στενοχώρια του πρώτου Πονηρού, του διαβόλου; Εκεί λοιπόν επικεντρώνοντας οι
άγιοι μετέχουν της θλίψεως αυτών και προσεύχονται με δάκρυα για τη σωτηρία και
αυτών. Θυμόμαστε αίφνης και το παρόμοιο παράδειγμα του αγίου Παϊσίου:
προσευχόταν εμπόνως και για τον διάβολο – προφανώς ακολουθώντας και την
προτροπή του αγαπημένου του οσίου Ισαάκ. Και σταμάτησε, όπως έλεγε, όταν «είδε»
ότι εκείνος τον κοροϊδεύει!
Πόσο ωραίο θα ήταν να είχαμε το κείμενο αυτό καθημερινά ενώπιόν μας! Να το είχαμε σαν κάδρο που αδιάκοπα θα καθρεπτίζουμε τον εαυτό μας, όπως έκαναν βεβαίως πολλοί άγιοι παλαιότεροι και νεώτεροι, σαν τους αγίους Πορφύριο και Παΐσιο! Ίσως και μόνο η συναίσθηση της μικρότητας και της αμαρτωλότητάς μας έδινε κάποια ώθηση ανόδου στην πεσμένη ακηδιώσα μίζερη ζωή μας!
