ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΝΩΤΗΣ
Κρυφά με δάκρυ
στην καρδιά σε κοίταζα καθώς
ωδές τις ορθρινές
εδιάβαζες με τα χοντρά σου
τα γυαλιά σ’ ένα
του Πήλιου ξωκλήσι.
Κι έβλεπα άγγελο
σεμνό κερί να σου κρατά ολόρθο
με φλόγα π’ άναψε
μεμιάς απ’ της ψυχής σου το καντήλι.
Μυσταγωγούσες τη
στιγμή καθώς οι λέξεις γίνονταν
της χάριτος
αχτίνες που τη ζωή ανάβλυζαν
μέσα στην ύπαρξή
σου.
Πώς να σε
προσφωνήσω; - απορώ. Της Βίβλου ’να Προφήτη;
Δάσκαλο μέγα ή σοφό
κυρ- Αλεξάνδρου φίλο;
Κυρίως ό,τι
ήσουνα: άνθρωπος του Θεού κι εργάτης της μετάνοιας!
Δεν μ’ είδες, δεν
θα τ’ άντεχες, μέσα στο άγιο Βήμα,
να προσκυνώ τη χάρη
σου, ν’ ασπάζομαι το χέρι.