«Η αγία Αγριππίνα, γέννημα και θρέμμα
της ένδοξης Ρώμης, προσφέρει έντονα σαν μοσχομύριστο τριαντάφυλλο σε κήπο την
ευωδία στις καρδιές των πιστών και διώχνει μακριά τη δυσωδία των παθών, ήδη από
τη μικρή της ηλικία. Κι
αυτό γιατί ομόρφυνε την ψυχή της με την παρθενία και τη γενναιότητά της κι
έγινε νύμφη του Θεού και μάλιστα προχώρησε με θαρραλέο και ανδρείο τρόπο προς
το μαρτύριο. Λοιπόν λόγω του έρωτα και της αγάπης της προς τον νυμφίο της
Χριστό παραδόθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Και καταρχάς ενώ ραβδίστηκε κατά το
σώμα, συνέτριψε τα οστά της ασέβειας. Και στη συνέχεια, ενώ γυμνώθηκε από τα
ενδύματά της, στηλίτευσε και έλεγξε τη γύμνωση του εχθρού. Κι ακόμη, ενώ την έδεσαν
και της στρέβλωσαν τα πόδια, λύθηκε από άγγελο του Θεού και διέλυσε κάθε κακία.
Οπότε, μέσα σ’ αυτά τα βάσανα ευρισκόμενη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό.
Τότε, η Βάσσα και η Παύλα και η Αγαθονίκη πήραν κρυφά το
σώμα της μάρτυρος από την πόλη της Ρώμης κι αφού πέρασαν πολλά μέρη και
θάλασσες έφτασαν στη Σικελία κι εκεί την έθαψαν. Όταν λοιπόν η Σικελία δέχτηκε
το σώμα της, αμέσως λυτρώθηκε από το φοβερό σκότος των πονηρών πνευμάτων.
Μάλιστα οι Αγαρηνοί που τόλμησαν να συλήσουν το τείχος του ναού της υπέστησαν
παντελή καταστροφή. Από τότε και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται στον ναό και το
σκήνωμά της με πίστη βλέπουν να καθαρίζονται από τα πάθη και τις αρρώστιες
τους, όπως και κάθε νόσος θεραπεύεται με τη δική της πρεσβεία στον Θεό».
Όλη
η ακολουθία της αγίας μάρτυρος Αγριππίνας, ποίημα κατά πάσα πιθανότητα του
αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το σύντομο παραπάνω
συναξάρι, με πολύ μικρές παρεκβάσεις και επεξηγήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο υμνογράφος αναλώνεται πρώτιστα
στην περιγραφή των διαφόρων βασάνων της μάρτυρος, όπως βεβαίως και στη
συγκλονιστική θαυμαστή διάσωση του λειψάνου της από τις τρεις άγιες κι αυτές
γυναίκες, τη Βάσσα, την Παύλα και την Αγαθονίκη, καθώς και την καταστροφή που
υπέστησαν οι Αγαρηνοί από την απόπειρα σύλησης του ναού της. Κι
εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να επισημανθεί ως προσθήκη στο συναξάρι είναι ότι
κατά τη μεταφορά του λειψάνου της αγίας μέχρι να φτάσει στην επαρχία των
Σικελών ο υμνογράφος μάς αποκαλύπτει τη διπλή θαυμαστή ενέργεια της χάρης του
Θεού, η οποία αφενός φώτιζε την πορεία των γυναικών – η νύχτα γινόταν ημέρα κι
ο κάθε τόπος ευωδίαζε από όπου περνούσε το ιερό λείψανο – αφετέρου διάνοιγε τον
νου της Βάσσας ώστε να προλέγει τα μέλλοντα. «Η νύχτα γινόταν ημέρα για χάρη
των γυναικών που μετέφεραν το λείψανό σου, μάρτυς∙ κι ο κάθε τόπος που σε
δεχόταν ευωδίαζε, όπως και με σφοδρότητα χανόταν κάθε δαιμονική παράταξη» (ὠδή
η΄). «Έχοντας φωτισμένο νου γεμάτο από προφητεία η αοίδιμη Βάσσα, αξιώθηκε να
προλέγει τα μέλλοντα ως παρόντα» (ὠδή ε΄).
Όμως δεν παύει διαρκώς από την άλλη να τονίζει ο άγιος Θεοφάνης, ευκαίρως
ακαίρως, εκείνο το οποίο αποτελούσε κίνητρο της αγίας προκειμένου να παραμένει
εν Χριστώ μέχρι της τελευταίας εκπνοής της, δηλαδή τον πόθο και την αγάπη της
για τον νυμφίο της Χριστό. Κι εδώ συναντάται πράγματι η
αγία με όλους τους αγίους και όλες τις αγίες της Εκκλησίας. Διότι όντως δεν
μπορεί να κατανοηθεί η όποια αγιότητα ενός πιστού, αν δεν υπάρχει και δεν
ληφθεί υπόψη η αγάπη και ο βαθύς έρωτας για τον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό
Θεό. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Πόθησες τον αθάνατο ζωοδότη νυμφίο, μάρτυς
αοίδιμε, και γι’ αυτό του πρόσφερες ως αρραβώνα την άθλησή σου» (ὠδή α΄)∙ «Τη
χτυπούσαν με ράβδους κι αυτή χαιρόταν, καθώς σύντριβε τα οστά της ασέβειας και
φώναζε δυνατά: Τίποτε δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Σου, Χριστέ» (ὠδή γ΄)∙
«Ξεπέρασες όλο τον πόλεμο της σάρκας, λόγω της αγάπης του νυμφίου σου, γι’ αυτό
και υπέφερες με δύναμη τα βασανιστήρια τότε που σε χτυπούσαν, φωνάζοντας
δυνατά: Η αύξηση των παθών δεν θα με χωρίσει από τη στοργή σου, Χριστέ» (ὠδή
δ΄).
Η
αγάπη και ο πόθος για τον Χριστό της αγίας Αγριππίνας εξηγείται περισσότερο με
έναν συγκεκριμένο ύμνο από την ωδή γ΄. Αξίζει να τον παρουσιάσουμε. «Ο υπηρέτης
της ασέβειας ακυρώθηκε και είδε μάταιο τον αγώνα του, όταν άπλωσε στη γη το
σώμα σου. Κι αυτό γιατί είχες τη διάνοιά σου σε πλήρη ανάταση προς
τον Κύριο». Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Ότι η αγάπη προς τον Χριστό δεν
αποτελεί μία στοχαστικού χαρακτήρα κίνηση του πιστού, αλλά μία ολοκληρωτική
στροφή του νου και της διάνοιάς του προς Εκείνον – κυριολεκτικά μία απόλυτης
έντασης ορμή και διάθεση της ψυχής και της καρδιάς που αυτονόητα συμπαρασύρει
και το σώμα. Πρόκειται γι’ αυτό που εντέλλεται ο λόγος του Θεού, ήδη από την
Παλαιά Διαθήκη πολύ περισσότερο όμως από τον Κύριο στην Καινή, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς
ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος».
Με άλλα λόγια ο πιστός χριστιανός που θέλει να ζει με συνέπεια τις εντολές
του Θεού βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση, «σαν τεταμένη χορδή» για να θυμηθούμε
τον όσιο Σωφρόνιο του Έσσεξ, δηλαδή ποτέ δεν μπορεί να παραμένει χαλαρός έστω
κι αν εξωτερικά δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερο. Κι
αυτήν την ένταση τη ζει κυρίως όταν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του τον
πιέζουν για να τον εκτρέψουν από την «ὁδόν» του Κυρίου, όπως συνέβη και την
εποχή του μαρτυρίου της αγίας Αγριππίνας. Θα λέγαμε ότι το «τεταμένον τῆς
διανοίας» ισοδυναμεί με το «ἐκολλήθη ἡ
ψυχή μου ὀπίσω σου» του προφητάνακτα Δαυίδ ή με το «ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» του ίδιου του
Κυρίου. Στην περίπτωση αυτή, μας λένε οι άγιοι, ενεργεί τόσο πολύ η χάρη του
Θεού, ώστε ο άγιος και στο μαρτύριο ευρισκόμενος δεν αισθάνεται καθόλου τους
πόνους. «Ὁ πόθος νικᾶ τήν φύσιν»,
όπως σημειώνει αλλού η υμνογραφία της Εκκλησίας μας.