Η υπακοή στη χριστιανική πίστη δεν κατανοείται κατά τον τρόπο των κοσμικών
ανθρώπων, ως εξωτερικός καταναγκασμός που προσβάλλει την ελευθερία του
ανθρώπου. Κατανοείται ως ελεύθερη εν αγάπη κίνηση του
πιστού να αποδεχθεί το θέλημα του Θεού στη ζωή του, οπότε η υπακοή φτιάχνει
χώρο στην ύπαρξή του να κατοικήσει ο Θεός. Ο πιστός επιλέγει το «γενηθήτω τό θέλημά Σου» και όχι «το
θέλημά μου», την ταπείνωση δηλαδή μονίμως και αδιάκοπα - ό,τι έκανε πάντοτε ο
Ιησούς Χριστός και όλοι οι άγιοί μας. «Μή
τό θέλημα τό ἐμόν γενέσθω, Κύριε, ἀλλά τό Σόν θέλημα» προσεύχεται ο
αληθινός χριστιανός, γεγονός που τον οδηγεί στην αληθινή ησυχία της καρδιάς
μακριά από ταραχές και εγωιστικούς φανατισμούς. Κι αυτό γιατί έχει εναποθέσει
τη ζωή του στα χέρια του Δημιουργού του, ο Οποίος «έχει αριθμημένες και τις
τρίχες τις κεφαλής του». Οπότε ο θεωρούμενος πιστός που θέλει εξάπαντος να
επιβάλει το δικό του θέλημα, πέραν αυτού που ο Χριστός διά της Εκκλησίας Του
καθορίζει, υπηρετεί τα πάθη του και τον πονηρό διάβολο, έχοντας όμως την πεποίθηση
ότι «λατρείαν προσφέρει τῷ Θεῷ».
Πρόκειται για το πιο καίριο κριτήριο διαπιστώσεως της γνησιότητας ή μη της πνευματικής ζωής και του αν πορευόμαστε στην Οδό Κυρίου. Ο άγιος Σιλουανός του Άθω, για παράδειγμα, καθώς μας διέσωσε το γεγονός ο άγιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ, αμφισβήτησε «όραμα» της Παναγίας σε έναν ηλικιωμένο μοναχό, με αυτό ακριβώς το επιχείρημα: «Η Παναγία ήταν πρότυπο υπακοής στον Θεό σε όλη τη ζωή της. Εσύ, πάτερ μου, ζεις κατά το δικό σου θέλημα, συνεπώς είναι αδύνατο να σου εμφανίστηκε η υπήκοος στον Θεό Θεοτόκος». Οι ιδιοτροπίες και οι αυτονομήσεις από το σώμα της Εκκλησίας δεν έχουν θέση σ’ αυτήν.