῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔγινε
γνωστός στό εὐρύ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό τόν ὅσιο μεγάλο
Γέροντα τῆς ἐποχῆς μας Παΐσιο τόν ἁγιορείτη. Τήν ἐποχή πού λίγο πρίν
τό 1980 πῆγε στό Κουτλουμουσιανό κελλί ῾Παναγούδα᾽, κι ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε
βγάλει τά λιγοστά πράγματά του καί τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία ἀπό τίς κοῦτες,
θέλησε νά κάνει τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας τήν 3η ᾽Ιουνίου μέ τό
κομποσχοίνι του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά μνημονεύσει τόν ἅγιο πού ἑόρταζε
προβληματίστηκε γιατί δέν θυμόταν ποιός ἑόρταζε. Κι εἶδε τότε μέ ἔκπληξη νά ἐμφανίζονται
στό κελλί του δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας νεώτερος καί ὁ ἄλλος μεγαλύτερος. Καί τόν μέν
νεώτερο τόν ἀνεγνώρισε: ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τόν ἄλλον ὅμως ὄχι. Στήν ἐρώτησή
του ποιός εἶναι, ὁ δεύτερος ἅγιος ἀπάντησε: εἶμαι ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός. Δέν ἄκουσε
καλά ὁ Γέροντας καί ξαναρώτησε: πῶς; ὁ ἅγιος Λουκιανός; ῎Οχι, ξανάπε ὁ ἄγνωστος
γι᾽ αὐτόν. ῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός. Κι οἱ ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Κατανύχτηκε ὁ
Γέροντας πού ὁ Θεός ἀπάντησε ἔστω καί στόν λογισμό του, θέλησε ὅμως νά ἐπιβεβαιώσει
τό ὅραμα. ῎Εψαξε τίς κοῦτες, βρῆκε τό Μηναῖο τοῦ ᾽Ιουνίου καί εἶδε μέ μεγάλη
συγκίνηση ὅτι πράγματι στίς 3 ᾽Ιουνίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο
Λουκιλλιανό. ῎Εκτοτε ὁ Γέροντας τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τόν συγκεκριμένο ἅγιο καί εἶχε
εἰκονάκι του μέσα στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς Παναγούδας.
Τό περιστατικό εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστο, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ὅσιος Γέροντας, μᾶς κάνει ὅμως νά καταλάβουμε γιά μία ἀκόμη φορά πόσο οἱ ἅγιοί μας εἶναι ζωντανοί, ἔστω κι ἄν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις μας ἀδυνατοῦμε νά τούς δοῦμε καί νά τούς ἀκούσουμε. Εἶναι ὅμως οἱ ἅγιοι τῆς κάθε ἐποχῆς, σάν τόν ὅσιο Παΐσιο, οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ δίοδοι γιά νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας - πού ἔχουμε ἐξαιτίας αὐτῶν σφαλισμένες καί τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις - λίγο τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας τους, ὁπότε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας σέ αὐτό πού μᾶς καλεῖ καθημερινά ἡ ᾽Εκκλησία μας: νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς καί νά τούς μιλοῦμε σάν σέ ζωντανά πρόσωπα καί ὄχι σάν μυθεύματα καί ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή μέν τόν ῎Ιδιο, ἀπαρτίζεται δέ καί ἀπό τήν στρατευόμενη καί ἀπό τήν θριαμβεύουσα διάστασή της. Καί θά ἔλεγε κανείς μέ βεβαιότητα ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας εἶναι πολύ περισσότερο ζωντανοί ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε σ᾽ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο, τόν ἀνύπαρκτο ἐν πολλοῖς λόγω τοῦ σκότους τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί ἄλλο μαρτυρεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅταν γιά παράδειγμα μᾶς καλεῖ στό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων μαρτύρων ῾νά τούς ἱκετεύσουμε, γιατί αὐτοί παρακαλοῦν τόν Θεό γιά τήν δική μας σωτηρία᾽; ῾Τούς μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες. Αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται᾽.