Η κυρία καθόταν υπομονετικά. Βρισκόταν μαζί με τους
άλλους που περίμεναν τη σειρά τους για να μπουν στο εξομολογητάρι, αλλ’ όταν
ερχόταν η δική της σειρά, την παραχωρούσε στον επόμενο. Κάτι φαινόταν να την
απασχολεί έντονα. Από καιρού σε καιρό μόνο έσκυβε το κεφάλι προσπαθώντας να
σκουπίσει κρυφά ένα δάκρυ που τρεμόπαιζε στα βλέφαρά της. Έπνιγε τον
αναστεναγμό της κι όταν ανασήκωνε το κεφάλι, προσήλωνε τα μάτια της ικετευτικά
στην Παναγία που ορθωνόταν μπροστά της, στο προσκυνητάρι. Την Παναγία την
Παραμυθία.
«Παναγία μου, βοήθησέ με», σιγομουρμούριζε. «Παναγία μου,
φώτιζέ με».
Έσυρε τα βήματά της προς τον ιερέα, όταν διαπίστωσε ότι
δεν υπήρχε πια άλλος προς εξομολόγηση.
«Πάτερ, μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;» είπε
μουδιασμένα και σχεδόν ξεψυχισμένα.
«Καλώς την κ. Θεώνη», είπε ο παπάς βλέποντάς την. «Πώς
και τελευταία; Χαρά στην υπομονή σας. Αλλά αν δεν κάνω λάθος, σας είχα δει από
πολύ νωρίς να περιμένετε. Τι έγινε; Φύγατε και ξανάρθατε;»
Την ήξερε καλά τη Θεώνη ο πνευματικός. Ήταν από τις
περιπτώσεις που υποκλίνεσαι μπροστά τους. Άνθρωπος του Θεού, με γνήσια αγάπη
απέναντί Του, με καλή και ευσεβή πολύτεκνη οικογένεια, με διάθεση ελεήμονα,
τόσο που δεν υπήρχε άνθρωπος να κτυπήσει τη θύρα της και να μη βρει μία ανοιχτή
αγκαλιά, ένα πιάτο φαΐ, την παρηγοριά και τη στοργή. Γι’ αυτό και παραξενεύτηκε
για την περασμένη ώρα, αλλά και από τη θέα του προσώπου της: φαινόταν
συντετριμμένη.
«Πάτερ, δεν θα σας απασχολήσω πολύ. Δεν ξέρω καν αν είναι
κανονική εξομολόγηση αυτό που θέλω. Νιώθω όμως την καρδιά μου πολύ βαριά από
κάτι που συνέβη, και αισθάνομαι την ανάγκη να σας το πω, για να με
καθοδηγήσετε. Δεν ξέρω αν είναι αμαρτία αυτό που έκανα. Δημιουργήθηκε όμως
μεγάλη ένταση στην οικογένεια».
Ο ιερέας έβγαλε το πετραχήλι και την πήρε παράμερα.
Κάθισαν, έχοντας τους αγίους να τους παρακολουθούν και να συμμετέχουν στον πόνο
της γυναίκας.
«Τι έγινε, κ. Θεώνη; Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που μου
λέτε. Δημιουργήθηκε ένταση στην οικογένεια; Και μάλιστα λέτε ότι αιτία ήσασταν
εσείς; Εκ των προτέρων, πριν ακούσω τίποτε, καταλαβαίνω ότι πρόκειται για
πειρασμό. Τέλος πάντων, πείτε μου. Μη βγάζω συμπεράσματα πριν ακούσω».
«Λοιπόν, πάτερ. Πριν λίγες ημέρες βρεθήκαμε στο εξοχικό
που έχουμε στην Κορινθία. Θα έχετε υπόψη σας – έχετε έλθει άλλωστε και το ‘χετε
δει – ότι πολύ κοντά στο σπίτι μας εκεί, υπάρχει ένα παλιό ξωκκλήσι. Αφιερωμένο
στον άγιο Γεώργιο το μεγαλομάρτυρα – μεγάλη η χάρη Του! Κόντευε μεσημέρι, όταν
φτάσαμε, κι ήμασταν όλοι μαζί. Ξέρετε την αγάπη που τρέφει όλη η οικογένεια για
τον άγιο, και γι’ αυτό θεώρησα υποχρέωσή μου, πριν κάνω οτιδήποτε άλλο στο
σπίτι, να πάω να προσκυνήσω. Τα παιδιά βέβαια ήταν πεινασμένα και έπρεπε να
μαγειρέψω. Πετάχτηκα λοιπόν στον άγιο, προσκύνησα, μα σαν είδα τη σκόνη, τις
αράχνες, την εγκατάλειψη…, θέλησα λίγο να συγυρίσω. Μου φάνηκε ότι ήταν ιεροσυλία
να αφήσω τον οίκο του Θεού και τον άγιο χωρίς φροντίδα. Πίστεψα ότι αυτό ήταν
το θέλημα του Θεού. Πρώτα δεν πάει η αγάπη στον Θεό και έπειτα στους ανθρώπους;
Άρχισα λοιπόν το σιγύρισμα και το καθάρισμα. Τα παιδιά ήλθαν να με βρούνε.
Φωνάζανε γιατί πείναγαν. Τους εξήγησα ότι σε λίγο θα έλθω, αλλά προηγείται ο
άγιος. Προηγείται ο Θεός. Συνέχισα να καθαρίζω, άναψα τα καντήλια, έκαψα και
λίγο λιβάνι να μυρίσει ουρανό, και με ικανοποίηση στην καρδιά, έφτασα στο
σπίτι».
Ο ιερέας είχε σκύψει το κεφάλι και άκουγε. Ζούσε την όλη
εικόνα που περιέγραφε η Θεώνη και είχε καταλάβει το τι είχε τελικά
διαδραματιστεί.
«Κι όταν γυρίσατε, θα έγινε… χαμός, απ’ ότι καταλαβαίνω,
κ. Θεώνη».
«Η λέξη χαμός δεν λέει τίποτε, πάτερ. Σαν να είχε έλθει ο
εξαποδώ στο σπίτι μας. Φωνές, φασαρίες, χαλασμός. Πέσανε επάνω μου όλα τα
παιδιά να με… φάνε. Με κατηγορούσαν ότι τους είχα παρατήσει, ότι δεν τους
νοιάζομαι, ότι δεν τους αγαπώ. Ο σύζυγός μου προσπάθησε βέβαια να πάρει το
μέρος μου, να καθησυχάσει τα παιδιά – κι είναι έφηβοι, πάτερ, τα ξέρετε – αλλά
και αυτός φαινόταν ότι συμμερίζεται στο βάθος τις αντιδράσεις τους. Με πήρε κι
εκείνος κάποια στιγμή παράμερα και τα ‘κουσα κι από εκείνον. Ο πειρασμός με συνεπήρε.
Αναψοκοκκίνησα, μάλωσα μαζί του, φώναξα έντονα και στα παιδιά.
– Ντροπή σας, τους είπα. Τον άγιο πήγα να καθαρίσω.
Εκείνος είναι ο προστάτης μας. Έπρεπε κι εσείς κανονικά να έλθετε να βοηθήσετε.
Τέλος πάντων, πάτερ, υπήρξε μεγάλη ένταση και πέρασε
αρκετή ώρα μέχρις ότου τα πράγματα ησυχάσουν. Και το φαγητό που έφτιαξα, με
πόνο και πίκρα το έφτιαξα. Και με μούτρα το έφαγαν. Φύγανε όλοι αμέσως μετά, ο
καθένας στον χώρο του, και έμεινα μόνη, μ’ ένα τεράστιο «γιατί;» στα χείλη, με
καταχνιά και μ’ ασήκωτο βάρος στο στήθος…».
«Κι ήρθατε να με βρείτε», είπε ο παπάς.
«Πάτερ, πείτε μου. Δεν είχα δίκιο που θέλησα να ετοιμάσω
πρώτα τον άγιο; Δεν προηγείται ο ναός και έπειτα όλα τα άλλα;» Η Θεώνη έσκυψε
το κεφάλι και τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
Ο ιερέας δεν απάντησε αμέσως. Έστρεψε το βλέμμα νοερά
στον Κύριο, στην Κυρία Θεοτόκο, και επικαλέστηκε τη βοήθειά τους. Έπρεπε να
προσέξει πώς θα απαντήσει. Η κ. Θεώνη ήταν μία ευαίσθητη καρδιά.
«Κυρία Θεώνη», είπε στο τέλος αργά. «Καταλαβαίνω την
αγάπη σας στον Θεό και στους αγίους μας. Και πράγματι η πρώτη και μεγάλη εντολή
του Θεού είναι να αγαπάμε Εκείνον με όλη την καρδιά μας, την ψυχή μας, τη
διάνοιά μας, τη δύναμή μας. Αλλά, δεν θα συμφωνήσω μαζί σας».
Η κ. Θεώνη ανασήκωσε το κεφάλι της.
«Δεν θα συμφωνήσω, κ. Θεώνη, γιατί δεν είναι τυχαίο πως η
σπουδαιότερη αρετή για την Εκκλησία μας, εκείνη που δίνει τον τόνο σε όλες τις
άλλες, είναι η διάκριση. Τη συγκεκριμένη ώρα δηλαδή, μεσημέρι, ώρα συνεπώς
φαγητού, και έχοντας μάλιστα παιδιά μαζί σας, η προτεραιότητα είναι εκείνα. Το
φαγητό έπρεπε πρώτα να ετοιμάσετε, να καθίσετε να φάτε, και έπειτα να πάτε να
φροντίσετε το εκκλησάκι του αγίου. Έχω την εντύπωση ότι και τον άγιο αν είχαμε
τώρα μαζί μας, θα συμφωνούσε μ’ αυτό που σας λέω. Και ξέρετε γιατί; Διότι ο
Θεός και οι άγιοι ικανοποιούνται και χαίρονται, όταν βρισκόμαστε πρώτα από όλα
στη διακονία και την υπηρεσία των συνανθρώπων μας. Και πρώτοι συνάνθρωποί μας
είναι οι δικοί μας, η οικογένειά μας. Δεν θυμόσαστε, κ. Θεώνη μου, αυτό που
λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ότι γνωρίζουμε πως αγαπούμε τον Θεό από το πώς
αγαπούμε τον συνάνθρωπό μας; Η αγάπη μας στον συνάνθρωπο φανερώνει την αγάπη
μας στον Θεό. Αν ήσασταν μόνη σας, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Μα δεν ήσασταν… Λοιπόν κ. Θεώνη, στην προκειμένη περίπτωση πέσατε… «θύμα»
της αγάπης σας στον Θεό, ας το πούμε έτσι. Που θα πει: όταν θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη μας σ’ Εκείνον, Εκείνος
μας στρέφει στον συνάνθρωπό μας».
Η κ. Θεώνη δεν μιλούσε. Με σκυμμένο το κεφάλι τώρα άκουγε
τον ιερέα. Μέσα της έκλαιγε για την αδιακρισία της.
«Πάτερ, αμάρτησα. Καταλαβαίνω ότι πρέπει αμέσως να σπεύσω
και να ζητήσω συγγνώμη από όλους τους. Τους έκανα να εξοργιστούν και να βρεθούν
σε πειρασμό. Τους έκανα να αμαρτήσουν. Κι αυτό είναι ένα βάρος ασήκωτο».
«Ναι, μα όλα τα σβήνει η μετάνοια, κ. Θεώνη. Η συγγνώμη που θα πείτε, στον Κύριο και στους δικούς σας, θα είναι το σφουγγάρι που θα σβήσει την όποια αμαρτία σας. Να πάτε στην ευχή του Θεού!»