«Είπε κάποιος στον
αββά Αρσένιο: “Οι λογισμοί μου με βασανίζουν, λέγοντάς μου: Δεν μπορείς να
νηστεύεις ούτε και να εργαστείς. Τουλάχιστον, ας επισκέπτεσαι τους αρρώστους.
Γιατί και αυτό αγάπη είναι”. Τότε ο γέρων, καταλαβαίνοντας τι έσπερναν στον νου
του ανθρώπου εκείνου οι δαίμονες, του λέγει: “Πήγαινε, φάγε, πιες, κοιμήσου και
μη εργαστείς. Μονάχα από το κελί σου να μην απομακρυνθείς”. Γιατί ήξερε ότι η
υπομονή του κελιού φέρνει τον μοναχό στην ισορροπία του» (όσιος Αρσένιος ο
μέγας, από το Γεροντικό).
Πρόκειται για τα εκ δεξιών λεγόμενα όπλα του διαβόλου: να
μας παρακινούν να επιτελέσουμε κάτι θεωρούμενο αγαθό, ενώ στην πραγματικότητα
υποκρύπτεται ο φθόνος τους για να μας αποπροσανατολίσουν από τη σχέση μας με
τον Θεό. Στην προκείμενη περίπτωση ο «παγιδευμένος» στους δαιμονικούς αυτούς λογισμούς
ήταν ένας μοναχός, ένας καλόγερος, ο οποίος όμως προφανώς ήταν αρχάριος στην
πνευματική ζωή – όχι κατ’ ανάγκην και νέος στην ηλικία! – γι’ αυτό και δεν είχε
τη μείζονα πασών των αρετών, τη διάκριση. Τι δεν «έβλεπε» ο μοναχός αυτός; Ότι
σκοπός του Πονηρού ήταν να τον σπρώξει να εγκαταλείψει το κελί του, να αφήσει δηλαδή
τη μοναχική και ησυχαστική ζωή που είχε επιλέξει ως τρόπο ζωής του, με το
πρόσχημα βεβαίως της προσφοράς προς τον συνάνθρωπο, την άσκηση της αγάπης,
γιατί δεν είχε σωματικές ιδιαίτερες δυνάμεις. Κι όταν θα κατάφερνε να τον
οδηγήσει μέσα στον κόσμο, τότε εκεί θα του επετίθετο με άλλους τρόπους, τη
φιληδονία, τη φιλοδοξία, τη φιλαργυρία, για να τον κάνει να εγκαταλείψει
γενικώς το θέλημα του Θεού και τη σχέση του μ’ Εκείνον, δηλαδή να απαρνηθεί και
την υποτιθέμενη προσφορά της αγάπης.
Το σημαντικό και το παρήγορο για τον αρχάριο αυτόν μοναχό
ήταν ότι δεν εμπιστευόταν τους λογισμούς του. Και η απιστία στους λογισμούς
θεωρείται από τη χριστιανική πίστη η βάση για να μπορεί να οικοδομήσει κανείς το
πνευματικό του οικοδόμημα. Γιατί; Διότι αρνείται να πορεύεται με βάση τον
εγωισμό του – ο εγωισμός δεν εκφράζεται κυρίως με αυτό που νομίζει κανείς αποκλειστικά
ως σωστό, πάνω στο οποίο «καμουφλάρεται» συχνά και ο Πονηρός; Δεν είναι τυχαίο
ότι η μεγαλύτερη αρετή για έναν μοναχό (και όχι μόνο) είναι η υπακοή, η οποία
θεωρείται συνεπή προσπάθεια ακολουθίας του κατεξοχήν υπηκόου στον Θεό Πατέρα,
Κυρίου Ιησού Χριστού – η υπακοή «συντονίζει» τον άνθρωπο με τον ρυθμό ζωής
Εκείνου. Η ταπεινή καταφυγή λοιπόν του αδελφού στον όσιο μέγα Αρσένιο ήταν και
η θεραπεία του προβληματισμού του. Διότι ο όσιος, διακρινόμενος και για το
χάρισμα μεταξύ των άλλων της διακρίσεως των πνευμάτων, διείδε αμέσως τη
δαιμονική παγίδα. Και συμβούλευσε τον καλόγερο να παραμείνει στο κελί του,
γνωρίζοντας και εκ πείρας ότι η υπομονή του κελιού οδηγεί στην πνευματική
ισορροπία. Η περαιτέρω όμως προτροπή του οσίου Αρσενίου αποκαλύπτει το ύψος της
πνευματικής του ζωής: δεν συμβουλεύει τον καλόγερο αδελφό απλώς να παραμένει
στο κελί, «παλεύοντας» με λογισμούς που δεν μπορεί να ελέγξει, αλλά με ψυχολογική
οξυδέρκεια όχι τυχούσα, του δίνει διέξοδο, έστω και παράδοξη για τα δεδομένα
του: «φάγε, πιες, κοιμήσου, μην εργαστείς» - η ησυχία του κελιού θεωρείται
υπέρτερη και των ασκητικών ακόμη αγωνισμάτων!
Το παραπάνω περιστατικό έχει αντίκτυπο και σε εμάς τους κοσμικούς
λεγόμενους χριστιανούς. Διότι ο Πονηρός «σαν λιοντάρι που ωρύεται» επιζητεί να αποπροσανατολίσει
και εμάς, όχι βεβαίως με την προσφορά της αγάπης – η κοινωνική προσφορά
προσιδιάζει κατεξοχήν σε εμάς – αλλά με λογισμούς που σκοπεύουν στην απομάκρυνσή
μας από την οικογένειά μας με το πρόσχημα της μεγαλύτερης προσευχής, στην παραθεώρηση
ενός διακονήματος που έχουμε αναλάβει με το πρόσχημα ότι είμαστε φτιαγμένοι για
τη μοναχική ζωή, στην έλλειψη
ενδιαφέροντος για τη μέσα στον κόσμο γενικώς «ρουτινιάρικη» προσφορά μας με το
πρόσχημα μίας ιεραποστολής που φαντάζει στον νου μας ως η πιο σπουδαία και
πνευματική προσφορά. Και η απάντηση του οσίου Αρσενίου θα ήταν η ίδια και για
εμάς, όπως την εξέφρασε πρώτος ο απόστολος Παύλος: «έκαστος εκεί που τάχθηκε,
εκεί και να μένει». Η ταπείνωση μάλιστα του απλοϊκού καλόγερου πρέπει να λειτουργεί
και για εμάς παραδειγματικά: να μην εμπιστευόμαστε εύκολα τους λογισμούς μας,
έστω κι αν φαίνονται καλοί και αγαθοί. Να τους ελέγχουμε και να τους θέτουμε συχνά
υπό την κρίση πνευματικών άλλων αδελφών, κυρίως όμως υπό την απόλυτη κρίση του
λόγου του Θεού, ο Οποίος επιτάσσει: «αγαπάτε τον Θεό και τον συνάνθρωπο με όλη
την καρδιά και την ψυχή σας». Το κριτήριο δηλαδή για κάθε χριστιανό, κοσμικό
και μοναχό, δεν είναι ο τόπος που βρισκόμαστε, αλλά το «καταξίωσον ημάς, Κύριε,
εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς», να μένουμε αναμάρτητοι, πάνω
δηλαδή στις εντολές του Κυρίου, την κάθε ώρα και στιγμή μας.