«Η Μαρία καταγόταν
από την Αίγυπτο κι έζησε πριν από τη μεταστροφή της στην πίστη του Χριστού μέσα
στην ακολασία – πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν σε όλεθρο μέσω αυτής. Αφού λοιπόν
παρέμεινε δεκαεπτά έτη ζώντας με ασέλγεια, (επειδή από μικρή είχε εξολισθήσει στην
πονηρία), ύστερα αποδύθηκε στους αγώνες της εγκράτειας και της αρετής. Και τόσο
πολύ υψώθηκε πνευματικά υπερβαίνοντας τα πάθη της ώστε να μπορεί να περπατάει
σαν σε ξηρά πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού και να σηκώνεται στον αέρα ενόσω
προσευχόταν κατά γης.
Πώς άλλαξε τρόπο ζωής; Κατά τον
καιρό της προσκυνήσεως του τιμίου Σταυρού, τότε που πολλοί από όλα τα μέρη της
γης συνέρρεαν στα Ιεροσόλυμα, πήγε και αυτή μαζί με κάποιους ακόλαστους νέους.
Όταν έφτασε στους Αγίους Τόπους και πήγε στον Ναό να προσκυνήσει, διαπίστωσε
ότι μία αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να διέλθει από την είσοδο. Συγκλονίστηκε και
παρεκάλεσε τη Θεομήτορα αγνή Παρθένο να μπει εγγυήτρια γι’ αυτήν στον Θεό ότι
αν μπορέσει να εισέλθει στον Ναό θα σταματήσει τον πονηρό βίο, θα ακολουθήσει
την οδό της σωφροσύνης και δεν θα συνεχίσει να είναι δούλη των σαρκικών ηδονών
και επιθυμιών. Πράγματι, η προσευχή της εισακούστηκε, οπότε αφού προσκύνησε τον
τίμιο Σταυρό, έφυγε και περνώντας τον Ιορδάνη ποταμό έφτασε στην έρημο,
αγωνιζόμενη εκεί επί σαρανταεπτά χρόνια. Στα χρόνια αυτά κανέναν άνθρωπο δεν
είδε κι ο μόνος που την έβλεπε ήταν ο Θεός. Με την άσκησή της ξεπέρασε τα όρια
της ανθρώπινης φύσεως κι έγινε ένας επίγειος άγγελος».
Η υμνογραφία της Εκκλησίας διά γραφίδος αγίου Θεοφάνους
του υμνογράφου αναλίσκεται επί τη μνήμη της οσίας Μαρίας στην περιγραφή της
συγκλονιστικής αλλαγής της: από την ασωτία στα ύψη της πνευματικής ζωής, αλλά
και στην καταγραφή των βιωμάτων της από τις αντίστοιχες περιόδους της «προ
Χριστού και μετά Χριστόν» ζωής της. Ένας ύμνος μάλιστα από την ωδή γ΄
παρουσιάζει την οσία στην πρότερη αμαρτωλή ζωή της ως την Εύα που παρήκουσε το
θέλημα του Θεού και αμάρτησε, αλλά και στην ύστερη αγιασμένη ζωή της ως το
διψασμένο ελάφι που τρέχει επί τας πηγάς των υδάτων. Και ποιο το σημείο που
πρόκειται κοινό και στις δύο εποχές; Το ξύλο. Το πρώτο ξύλο, το δέντρο, που
λόγω της αμαρτίας οδήγησε στη μύηση του θανάτου: ό,τι συνέβη με τους
πρωτοπλάστους, το δεύτερο, το ξύλο του Σταυρού του Κυρίου, που οδήγησε στη
βαθειά πίστη του Χριστού και την εύρεση της αληθινής ζωής. «Αφού προσήλθες στο
ξύλο της αμαρτίας – λέει συγκεκριμένα ο άγιος υμνογράφος – και μυήθηκες στη
θανατηφόρα γνώση, έτρεξες στο ξύλο που δίνει τη ζωή, στον Σταυρό του Κυρίου,
κραυγάζοντας προς Αυτόν: Εσύ είσαι ο Θεός μας και δεν υπάρχει δίκαιος εκτός από
Σένα, Κύριε».
Πού έγκειτο το πρόβλημα κατά την πρώτη εποχή της Μαρίας;
Στη στροφή του νου της μόνο στα πονηρά, που σημαίνει την καλλιέργεια εκείνων
των άτοπων εμπαθών λογισμών που ως αποτέλεσμα φέρνουν πάντοτε την ακαθαρσία της
ψυχής και την υποδούλωσή της στα πάθη και τον διάβολο (ωδή α΄). Η Μαρία
επηρεαζόμενη από τον αρχαίο όφι είχε πάρει κυριολεκτικά την κατηφόρα και την
κατολίσθησή της στο βάραθρο της απώλειας (ωδή α΄). Δεν λάμβανε υπ’ όψιν της
καθόλου τον Δημιουργό της, γι’ αυτό και γινόταν δυστυχώς μέσον απωλείας και
πολλών άλλων, ιδίως νέων ανθρώπων (ωδή α΄). Η κατάστασή της ήταν τέτοια που την
εκφράζει ο Κύριος με τον πιο δραματικό και απόλυτο τρόπο: «Ουαί, δι’ ου το
σκάνδαλον έρχεται», αλλοίμονο σ’ εκείνον που γίνεται μέσο που σκοντάφτει
πνευματικά ο άλλος, και: «Συμφέρει σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο να πάει να δέσει μία
μυλόπετρα στον λαιμό του και να φύγει από τη ζωή αυτή!»
Κι όμως σε έναν τέτοιο άνθρωπο, χαμένο και νεκρό,
προφανώς υπήρχε στο βάθος της ψυχής μία καλή διάθεση. Και πώς έρχεται σε φως το
καλό αυτό; Μ’ έναν τρόπο απρόσμενο και εντελώς διακριτικό από τον Ουράνιο
Πατέρα: χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτε, η ενέργειά Του κλείνει τη δίοδο για
τη Μαρία στον Ναό Του! Ένας πειρασμός δηλαδή, μία «άρνηση» και «τιμωρία» του
Θεού γίνεται στην άσωτη κοπέλα η αφορμή της πλήρους αλλοιώσεως της ψυχής της,
της μεγάλης μετανοίας της – πόσες φορές μία θεωρούμενη δυσκολία συνιστά την πιο
μεγάλη ευεργεσία του Θεού για εμάς! Οπότε «η γεμάτη από κάθε είδους πορνείας
γυναίκα φάνηκε με τη μετάνοιά της νύμφη Χριστού, ποθώντας την πολιτεία των
αγγέλων» (κοντάκιο). Κι ήταν καθοριστική η επέμβαση της Θεοτόκου! Όπως συνεχώς
μας καλεί η Εκκλησία με τους ύμνους και τις προσευχές της να απευθυνόμαστε στη
Μεγάλη Μάνα προκειμένου να μεσιτεύει για να μας παρέχει ο Υιός και Θεός της
μετάνοια – «και τον σον υιόν και ημών δεσπότην και Κύριον τη μητρική σου
παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα… επιστρέψη με προς μετάνοιαν…» (ευχή
Αποδείπνου) – έτσι και για τη Μαρία: και μόνο το ικετευτικό βλέμμα της
συντριμμένης καρδιάς της προς την Ουράνια Μάνα γίνεται η αφορμή για να
εκφραστεί όλη η αγάπη Εκείνης προς το παραστρατημένο παιδί Της. Μπορούμε να το
φανταστούμε: με δάκρυα στα μάτια, με επαινετή αναίδεια, ατένιζε επίμονα την
Πανάχραντο, επικαλούμενη τις πρεσβείες της (ωδή δ΄ και ς΄). Και το θαύμα
γίνεται: «Παίρνοντας δύναμη από τη σωτήρια χάρη και ανοίγοντας τα μάτια και την
καρδιά στη θεϊκή και φωτοφόρα λάμψη μπόρεσε να πλησιάσει τον πάνσεπτο Σταυρό
και να σωθεί» (ωδή δ΄).
Έκτοτε στην έρημο που βρέθηκε ο αγώνας της ήταν πώς να
απαλείψει τις εικόνες των παθών από την ψυχή της και να βάλει στις θέσεις τους
τις ιδέες των αρετών (στιχ. εσπ.), κάτι που σημαίνει ότι «με όλες τις δυνάμεις
της θέλχτηκε από τον έρωτα της παρουσίας του Χριστού και γι’ αυτό μπόρεσε να
ξεπεράσει τις εφόδους των παθών» (ωδής΄). Αποτέλεσμα; Να υπερκεράσει πάμπολλους
άλλους στην αγιότητα, τόσο που να τη θαυμάσει και ο σπουδαίος και μεγάλος
Ζωσιμάς. Ο θεόφρων Ζωσιμάς που αξιώθηκε εν πνεύματι να δει την ψυχική ομορφιά
της, να της φέρει τα άχραντα μυστήρια προς θεία κοινωνία και να γεμίσει ο ίδιος
από ανεκλάλητη χαρά που υπάρχουν τέτοια πλάσματα του Θεού! (ωδή η΄ και θ΄).
Μαζί τώρα με τον μεγάλο αυτόν όσιο εποπτεύει τον θρόνο του παντοκράτορος Κυρίου,
ικετεύοντας και για εμάς ο Κύριος να εξιλεώσει τις δικές μας αμαρτίες (ωδή θ΄).