«Ο όσιος Πορφύριος τόνιζε ότι εκείνο που τον είχε βοηθήσει πάρα πολύ,
ήταν η μελέτη και η ενασχόληση, η σχολή – κατά το «σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ
ειμι Κύριος ο Θεός» - στα υμνογραφικά, κυρίως, κείμενα της Εκκλησίας μας. Πολύ
αγαπούσε τους ύμνους της Εκκλησίας μας και του άρεσε να τους διαβάζει, να τους απαγγέλλει και να τους ψάλλει. Οι
ύμνοι, αυτοί οι πνευματικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας μας, υπομνηματίζουν κατά
τον καλύτερο τρόπο την Αγία Γραφή, την Ορθόδοξη παράδοσή μας, τα πατερικά
κείμενα, τη δογματική της Εκκλησίας και όλη τη θεολογία» (Από το Ανθολόγιο
Συμβουλών οσίου Πορφυρίου ιερομονάχου, έκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Μήλεσι
Αττικής).
Αν ένας τόσο μεγάλος
όσιος της Εκκλησίας, σαν τον όσιο Πορφύριο, ομολογούσε ότι η μελέτη των
υμνογραφικών κειμένων της Εκκλησίας τον έχει βοηθήσει πάρα πολύ για την
πνευματική του προκοπή, τι θα έπρεπε να πούμε οι περισσότεροι χριστιανοί που
βρισκόμαστε ακόμη στα πρώτα σκαλοπάτια, αν βρισκόμαστε κι εκεί, της πνευματικής
ζωής! Και η εξήγηση που δίνει είναι πράγματι αυτό που μπορεί να επιβεβαιώσει
και ο ελάχιστος πιστός, αν έχει κάποια σχέση με την Εκκλησία και την Αγία
Γραφή: ότι στην εκκλησιαστική υμνολογία αποτυπώνεται όλη η θεολογία της Εκκλησίας,
αγιογραφική και πατερική. Οι ύμνοι της Εκκλησίας τι άλλο είναι παρά
τραγουδισμένη η Αγία Γραφή και η Πατερική παράδοση; Όπως το ίδιο συμβαίνει και
με τις ακολουθίες των αγίων μας. Οι ύμνοι γι’ αυτούς δεν αποτελούν την εμμελή
απόδοση του βίου τους, ενός βίου που είναι το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο; Γι’ αυτό
και έλεγε ο ίδιος όσιος ότι ο πιστός που μελετά τους ύμνους και τα λειτουργικά
κείμενα, ιδίως μάλιστα το βιβλίο της Παρακλητικής, σε λίγο χρόνο εμβαθύνει στα
της πίστεως σαν εκείνον που παίρνει πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής!
Χρειάζεται όμως να
προσέξουμε λίγο τα λόγια του μεγάλου οσίου. Διότι χρησιμοποιεί λέξεις που
αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη μελέτη των ύμνων – αποκαλύπτουν τη δική του θερμουργό
εσωτερική στάση απέναντι στην εκκλησιαστική ποίηση. Και πρώτον, για τον άγιο οι
ύμνοι συνιστούν «τους πνευματικούς θησαυρούς της Ορθοδοξίας». Περιέχουν δηλαδή
υπό την εικόνα των γραμμάτων το κάλλος και την ομορφιά της αποκάλυψης εν Χριστώ
του Θεού, ό,τι χαρακτήριζε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ως «απόθετον κάλλος»,
κρυμμένη ομορφιά, τα λόγια της Γραφής. Οπότε κάτω και πίσω από τις λέξεις, τις
δοσμένες μάλιστα μ’ έναν μοναδικό τρόπο: το βυζαντινό εκκλησιαστικό μέλος που
γλυκαίνει τις καρδιές, φέρεται το Πνεύμα του Θεού, η χάρη του Θεού, όπως το
δηλώνει και ο απόστολος Πέτρος για τους λόγους των προφητών: «υπό πνεύματος
αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι του Θεού άνθρωποι», οι άγιοι του Θεού προφήτες
εμπνεόμενοι από το Πνεύμα του Θεού μίλησαν. Θα έλεγε κανείς ότι στα λόγια της
Γραφής, αλλά και στα υμνολογικά κείμενα της Εκκλησίας, έχουμε μία εικόνα του
ανθρώπου με την ψυχή και το σώμα του. Ψυχή και πνεύμα στα κείμενα είναι η πνοή
του Παρακλήτου Πνεύματος, σώμα οι λέξεις που ενδύουν την πνοή αυτή. Γι’ αυτό και
ο πιστός της Εκκλησίας αισθάνεται τη δύναμη των λόγων αυτών, που καθαρίζουν την
ψυχή του, θερμαίνουν τη διάθεσή του, κατανύσσουν την καρδιά του, δημιουργούν το
κλίμα της μετανοίας στο οποίο μπορεί και επαναπαύεται ο Θεός. «Τομώτερος υπέρ
πάσαν δίστομον μάχαιραν» λέει ο απόστολος Παύλος ότι είναι ο λόγος του Θεού,
που μπορεί και φτάνει μέχρι τα τρίσβαθα του είναι του και του αλλοιώνει επί τα
βελτίω την ύπαρξή του.
Αλλά για τον όσιο
Πορφύριο η προσέγγιση των πνευματικών αυτών θησαυρών, η προσέγγιση στην
πραγματικότητα της χάρης και της ενέργειας του Θεού που περικλείουν οι εκκλησιαστικοί
ύμνοι, απαιτεί δεύτερον «σχολή» και «πολλή αγάπη». «Σχολή», αφιέρωση χρόνου
δηλαδή, όπως αφιερώνει κανείς χρόνο σε κάτι που θεωρεί πολύ σημαντικό και το
αγαπά, γιατί «αλλοίμονο στον άνθρωπο που προσεγγίζει τα του Θεού με αμελή τρόπο!»
Όπως το πώς στεκόμαστε στην προσευχή και στις εικόνες του Χριστού και των αγίων
μας φανερώνει το ποσόν και το ποιόν της
αγάπης μας προς τον Θεό, κατά τον ίδιο τρόπο και η στάση μας έναντι των λόγων
του Θεού, έναντι αυτών που ο Ίδιος έχει εμπνεύσει, αποκαλύπτει την εσωτερική
κατάστασή μας, τα πνευματικά μέτρα μας. Άλλωστε με τους εκκλησιαστικούς ύμνους
προσευχόμαστε κι αυτοί είπαμε ανοίγουν και διευρύνουν τον νου μας και ζωογονούν
την καρδιά μας. Συνεπώς απαιτείται κανείς να «σχολάσει» στα λόγια αυτά,
προσεγγίζοντάς τα με μεγάλη αγάπη σαν τον άγιο Πορφύριο. Κι είναι μάλιστα τούτο
μία άσκηση του χριστιανού για την καλλιέργεια της κεντρικής εντολής του Κυρίου,
της εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της δύναμης αγάπης
προς Αυτόν – ο χριστιανός προστρέχει προς τους ύμνους σαν να κυνηγάει Εκείνον, σαν
να τρέχει προς την οσμή του μύρου Του! Και δείγμα της αγάπης αυτής είναι η
εκμάθησή τους, η αποστήθιση ορισμένων από αυτούς, το ψάλσιμό τους νοερώς και
όπου μπορεί και με τα χείλη, σαν τον άγιο «που του άρεσε να τους διαβάζει, να
τους απαγγέλλει, να τους ψάλλει». Μετράμε λοιπόν την προκοπή μας στα πνευματικά
με το μέτρο της αγάπης μας προς τον λόγο της Γραφής αλλά και προς την
εκκλησιαστική μας ποίηση. Εκεί φανερώνουμε αν όντως και σε μας η Ορθόδοξη πίστη
μας λειτουργεί ως αληθινός θησαυρός.