«Ζῶντος Θεοῦ σὺ θεῖος ὑμνητὴς Πάτερ,
Ἐγὼ δὲ σοῦ θανόντος ὑμνητὴς νέος»
(στίχοι συναξαρίου).
(Πάτερ, εσύ υπήρξες
θείος υμνητής του Ζωντανού Θεού, κι εγώ νέος υμνητής δικός σου, τώρα που έφυγες
από τη ζωή αυτή).
«Αυτός ο θείος πατέρας καταγόταν από τη Σικελία και ήταν υιός του
Πλωτίνου και της Αγάθης. Κατόρθωσε να διαφύγει από την πατρίδα του για να μην
αιχμαλωτιστεί από τους βαρβάρους και από εκεί, μεταβαίνοντας από τόπο σε τόπο
έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπέμεινε θλίψεις και διώξεις για τον ευσεβή
ζήλο του υπέρ των αγίων εικόνων. Τελείωσε οσιακά τον δρόμο της ζωής του, αφού
χρημάτισε άριστος ασματογράφος, και κοιμήθηκε εν Κυρίω μετά το 866. Ο Ιωσήφ
έγραψε ύμνους που κάλυψαν σχεδόν ολόκληρη την Παρακλητική, όπως και πάμπολλους
ασματικούς κανόνες των Μηναίων, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως ο κατεξοχήν
υμνογράφος της Εκκλησίας».
Αν η πορεία των εν
επιγνώσει χριστιανών είναι «συν πάσι τοις αγίοις», διότι εν Χριστώ όλοι είμαστε
ένα: και οι της στρατευόμενης όπως λέμε Εκκλησίας και οι της θριαμβεύουσας,
πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο: είναι ο μόνιμος
συνοδοιπόρος μας, ο καθημερινός
σύντροφός μας, ο μεγάλος φίλος και αδελφός μας, διότι με τους δικούς του ύμνους
και κανόνες ανοίγονται τα μάτια μας επ’ εκκλησίαις για να τιμούμε και να
δοξολογούμε όπως πρέπει τους περισσοτέρους αγίους μας. Γι’ αυτό και δεν είναι
τυχαίο ότι ο σοφός υμνογράφος του «πρύτανιν» όλων των άλλων υμνογράφων τον
ονομάζει (κάθ. όρθρου).
Πώς είχε τη δυνατότητα
να γράφει τόσους ύμνους και με τόση μεγάλη ευκολία ο άγιος; Και μάλιστα ύμνους
που το περιεχόμενό τους αποκαλύπτει όχι μόνο την ιστορική πορεία του κάθε αγίου,
αλλά κυρίως την κατά Χριστόν πολιτεία του και τους μυστικούς κραδασμούς της
χαριτωμένης καρδιάς του; Πρόκειται για εκ Θεού χάρισμα, σημειώνει ο δικός του
υμνογράφος. Ο Χριστός του το έδωσε, ανταποκρινόμενος στο αίτημα της καρδιάς
του, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως όργανο τον άγιο απόστολο Βαρθολομαίο. «Ο
Σωτήρας Κύριος που γνωρίζει να δοξάζει αυτούς που Τον δοξάζουν, σου δώρισε το
χάρισμα της ποιήσεως διά του θείου και σεπτού αποστόλου Βαρθολομαίου» (δοξ.
εσπ.). Κι ακριβώς εδώ έχουμε τη βαθύτερη εξήγηση: ο Ιωσήφ τον Χριστό είχε
μόνιμη αναφορά του, Εκείνον ποθούσε να δοξάζει διαρκώς στη ζωή του, γι’ αυτό
και θεωρούσε ανάγκη της ψυχής του να ασχολείται και με Εκείνον αλλά και με τους
αγίους Του που συνιστούν άλλον τρόπο δοξολογικής προσευχής Του. «Δοξολογούσες
τις θείες φάλαγγες όλων των αγίων και κήρυττες με δύναμη τα κατορθώματά τους.
Διότι άντλησες από τις πηγές του σωτηρίου τα λόγια σου» (στιχ. εσπ.).
Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος Ιωσήφ αγάπησε και υμνολόγησε τόσο τους αγίους, γιατί υπήρξε κοινωνός της δικής τους ζωής, κοινωνός δηλαδή της ίδιας της ζωής του Κυρίου. Μόνον ένας που έχει αναλογία ζωής προς τους αγίους, αγωνιζόμενος κατά των παθών του με έμπονη στροφή της καρδιάς του προς το θέλημα του Θεού και υπομένοντας όλους τους πειρασμούς που συνοδεύουν τη στροφή αυτή, μπορεί και να τους κατανοήσει και να τους περιγράψει με τον ορθό τρόπο (στιχ. εσπ., λιτή). Οπότε ο άγιος ενεργοποιούσε το χάρισμά του, γιατί κινείτο από την πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος. Εκείνο είχε τελικώς ως διδάσκαλο και καθοδηγητή! «Μεγάλο θαύμα! Πες μας Ιωσήφ, πώς λαλούσες και κατέγραφες τους ύμνους σου εύκολα; Σαν να διδασκόσουν από κάποιον άλλον. Ασφαλώς το Πνεύμα το Άγιον μιλούσε μέσα από εσένα» (λιτή). Το αποτέλεσμα είναι σαφές: ό,τι κινούσε τον άγιο στις γραφές του αυτό και μετέδιδε – την ανόρθωση των καρδιών. Η εκκλησιαστική υμνογραφία του αγίου Ιωσήφ δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεως. «Αφού ανήλθες στο ύψος των αρετών και έλαβες από τον Θεό την άνω σοφία, διασάφησες τα θεία δόγματα των Γραφών. Γι’ αυτό και κάθε άνθρωπο τον υψώνεις με τους ύμνους σου προς τον ένθεο έρωτα, υποδεικνύοντας τους άριστους δρόμους της κατανύξεως» (Κάθισμα όρθρου).