Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ (27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του Βικτωρία. Το κοσμικό όνομα του Γέροντα ήταν  Ευάγγελος. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρη του Θεού έκλεισε στον Ευάγγελο όλες τις θύρες της κοσμικής αποκατάστασής του.

Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του, τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο, ενώ η ζωή του ήταν καλογερική και πριν γίνει καλόγερος – και στον κόσμο αγωνιζόταν πνευματικά ασκούμενος στην ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, τη νηστεία και κυρίως στην υπακοή. Η ευλαβέστατη μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και ότι ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή. Πράγματι, 14 Σεπτεμβρίου του 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο και ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στη συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά τη δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Δύο χρόνια αργότερα έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντά του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε ιερέας.

Ο Όσιος Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον μεγάλο άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντά του Νικηφόρου. Από τον όσιο Ιωσήφ διδάχτηκε την απλανή πνευματική ζωή και μυήθηκε στα «μυστικά» της νοεράς προσευχής. Έτσι από νωρίς κατάλαβε ότι καμία προκοπή δεν υφίσταται, χωρίς το θεμέλιο όλων, τη υπακοή. Τη γνήσια όμως υπακοή που κίνητρό της έχει την αγάπη και τον ζήλο του Θεού.

Ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον νεαρό τότε Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησόν με», ώστε να φυλάσσει τις αισθήσεις του και να καθαρίσει όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν την καρδιά του με το φως του Θεού. Το 1973 εκοιμήθη ο Γέροντάς του ιερομόναχος Νικηφόρος, χάριν του οποίου έκανε ο γνήσιος υποτακτικός δεκαεννιά σαρανταλείτουργα!

Υπακούοντας στον όσιο Ιωσήφ, συγκρότησε από το 1980 δική του συνοδεία, δίνοντας πια την ευκαιρία και σε άλλους αναζητητές της ησυχαστικής ζωής να βρουν τον δρόμο των αγίων στους οποίους αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.  Κύριο στοιχείο στον δρόμο αυτόν είναι η αδιάκοπη τέλεση της θείας λειτουργίας, η οποία για τον μεγάλο Γέροντα Εφραίμ συνιστούσε συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε εκμυστηρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία που τέλεσε, έβλεπε αισθητά όχι μόνο συλλειτουργούντες αγίους αγγέλους αλλά και  τη Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο  της προσφοράς σε σώμα και αίμα Χριστού, γι’ αυτό και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυά του, σε σημείο που να μουσκεύει το αντιμήνσιο της αγίας Τράπεζας. Τα δάκρυα όμως ήταν για τον κατανυκτικό Γέροντα  χαρακτηριστικό όλης της αγίας βιοτής του, γιατί ζούσε βαθύτατα το πένθος που εκφράζει την αληθινή μετάνοια.

Η οσία ασκητική ζωή του μεγάλου Εφραίμ που θεμελιωνόταν στην υπακοή ως φρόνημα του ίδιου του Κυρίου και της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των αγίων, διήνοιξε τον νου και την καρδιά του και τον έκανε μέτοχο των θείων ενεργειών της διοράσεως και της προοράσεως, όπως και της τελέσεως ακόμη και θαυματουργικών επεμβάσεων. Είναι γνωστό μάλιστα, λόγω επαναλαμβανομένων παρόμοιων καταστάσεων, ότι ο Κύριος του έδινε τη χάρη να «οσμίζεται» την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που τον επισκέπτονταν, ακόμη δε και να καθιστά αισθητή και σε άλλους τη «βρομιά» που εξέπεμπαν άνθρωποι είτε αιρετικοί είτε και με άλλους τρόπους πλανεμένοι.

Με το πνεύμα Χριστού που ζούσε επιθυμούσε βαθύτατα την ενότητα όλων και προσευχόταν με πόνο υπέρ αυτής. Αλλά με τις προϋποθέσεις που θέτει η Πατερική εκκλησιαστική παράδοση: ως ενότητα και αγάπη εν τη αληθεία. Έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά κάτι που ιδίως για τη σύγχρονη εποχή ηχεί απολύτως προφητικά: «το σχίσμα γίνεται εύκολα, η ένωση όμως είναι δύσκολη». Την ενότητα του Χριστού δεν την έβλεπε ο όσιος Γέρων μόνον στο επίπεδο της πίστεως και των Εκκλησιών, αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ιδίως των εγγάμων. Βοήθησε πολλούς οικογενειάρχες να διατηρήσουν τον γάμο τους και να κατανοήσουν ότι ο γάμος είναι δρόμος αγιασμού τους, όπως νουθέτησε, εν πνεύματι ελευθερίας, και πολλούς νέους να αφήσουν την «άσωτη» ζωή και να κάνουν ευλογημένη οικογένεια.

Το 1996 ο Όσιος έπαθε εγκεφαλικό και έπεσε σε ακινησία. Όχι μόνο δεν γόγγυσε αλλά το θεώρησε ως ευκαιρία μεγαλύτερης δοξολογίας του Θεού. 27 Φεβρουαρίου 1998 ο μέγας Γέρων του Αγίου Όρους παρέδωσε την οσία ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του που εκ νεότητος υπηρέτησε.

Στις 20 Οκτωβρίου 2019, και ευρισκόμενος στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανήγγειλε ότι επίκειται η επίσημη αγιοκατάταξη του Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτου, κάτι που έγινε πράξη στις 9 Μαρτίου 2020, όταν η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απηχώντας την ορθόδοξη συνείδηση του λαού που τον γνώρισε, τον ενέγραψε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας» (Στοιχεία του συναξαριού από το ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής). 

Απαρχής της ακολουθίας του οσίου Εφραίμ, ο συντάκτης της σεμνός και έμπειρος της πνευματικής ζωής ιερομόναχος Ιγνάτιος τονίζει αυτό που είναι γνωστό σε όλους όσοι έστω και λίγο γνώρισαν τον γίγαντα Γέροντα Εφραίμ: ότι ήταν το γνήσιο τέκνο της υπακοής. Ο «χαρισματούχος υποτακτικός» είναι ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός που του αποδίδεται. Κι αυτό γιατί ήδη και από την κοσμική του ζωή, πολύ περισσότερο όταν έγινε μοναχός, είχε κατανοήσει το ύψος και το βάθος της χαρισματικής αυτής καταστάσεως: αφήνεις κατά μέρος το δικό σου θέλημα για να κάνεις το θέλημα του έμπειρου στα πνευματικά Γέροντά σου, που θα πει να μάθεις να υπακούς τελικά στον Θεό! Η υπακοή δεν συνιστά άλλωστε, όπως είναι γνωστό, το φρόνημα του ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, καθώς το μαρτυρεί ο μέγας απόστολος Παύλος, γι’ αυτό και προτρέπει το ίδιο αυτό φρόνημα να αποκτήσει και κάθε πιστός που θέλει να ακολουθεί την οδό Εκείνου; «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε στον Ιησού Χριστό. Αυτός μολονότι Θεός «κένωσε» τον εαυτό του, έγινε άνθρωπος από την ταπείνωσή Του κι έγινε υπάκουος στον Θεό Πατέρα μέχρι σημείου να θανατωθεί και μάλιστα πάνω σε Σταυρό».

Γι’ αυτό και η υπακοή - η γνήσια και όχι η αναγκαστική και «καταπιεσμένη», δηλαδή αυτή που κινείται από την ορμή αγάπης προς τον Χριστό - θεωρείται ο ανώτερος βαθμός φανέρωσης της ταπείνωσης, η οποία επισύρει πλούσια στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Και γι’ αυτόν τον λόγο ταυτοχρόνως οδηγεί και στην αγάπη, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί». Υπακοή, ταπείνωση, αγάπη συνυπάρχουν στον εργάτη της πίστεως, χαρισματικές καταστάσεις που ψηλαφώνται στο έπακρο στον μεγάλο όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Και πάνω σ’ αυτά κινείται διαρκώς ο σεμνός υμνογράφος του οσίου. «Αγάπησες την υπακοή, μακάριε», σημειώνει από τα πρώτα ήδη στιχηρά του εσπερινού, «και διακήρυττες ότι αυτή είναι η ανώτερη από όλες τις αρετές». Για να συμπληρώσει ό,τι έλεγε εξίσου ο άγιος: «Από την υπακοή αυτή πηγάζει η αδιάλειπτη προσευχή κατά τρόπο άρρητο».

Κι εδώ πράγματι μας αποκαλύπτεται ο άγιος Εφραίμ σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν τέκνο υπακοής, για να μπορεί να ζει την παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του, την ψυχή και το σώμα του, και να «χάνεται» μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή εν αγάπη προς Αυτόν, που σημαίνει ότι η υπακοή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ο μοναδικός δρόμος για να «βλέπει» κανείς τον Χριστό ήδη από τον κόσμο τούτο, να Τον κοινωνεί και να Τον γεύεται πάντοτε, προσδοκώντας το πότε θα ξανάλθει στη Δευτέρα Του παρουσία για να αυξήσει σε υπερθετικό βαθμό τη σχέση του μαζί Του. «Τον ένδοξο Εφραίμ, τον εργάτη της υπακοής και τον εραστή της προσευχής και τον ζηλωτή και μύστη της πιο μεγάλης άσκησης ας τιμήσουμε με τους ύμνους μας» θα πει έκθαμβος και πάλι ο καλός υμνογράφος (στιχ. εσπ.). Κι ακριβώς επειδή γνωρίζει καλά και ο ίδιος ότι τέτοια πνευματικά αναστήματα πατάνε στην πράξη των αρετών κι ανεβαίνουν στα ύψη της θεωρίας ως θέας του Θεού, τον παρομοιάζει δικαίως ως «υψιπέτη αετό που έζησε στο Άγιον Όρος». Ποιος δεν θαυμάζει και δεν στέκεται με δέος και θάμβος μπροστά στον βασιλέα των πτηνών, τον αετό; Είναι πραγματικά ένας άρχοντας, που δεν διανοείται κανείς να τον προσεγγίσει εική και ως έτυχε. Θυμόμαστε τον άγιο μεγάλο Πορφύριο που μιλούσε για την «εξημέρωση» ενός τέτοιου βασιλιά: πόσο τον πλησίαζε με δέος, πόσο διαρκώς έκανε μικρά βήματα προσέγγισης, μέχρις ότου φτάσει μετά από αρκετό καιρό στο σημείο απλώς να τον «χαϊδέψει»! Τέτοιος άρχοντας, τέτοιος πνευματικός βασιλιάς που εντρυφούσε αδιάκοπα στον Κύριο ήταν και ο άγιος Εφραίμ. «Σαν υψιπέτης αετός στο όρος Άθω ανέβηκες στο ύψος της μυστικής θεωρίας, θεοφόρε Εφραίμ, μετέχοντας πολλές φορές πλούσια στη θεία Χάρη» (στιχ. εσπ.).

Εφραίμ λοιπόν σημαίνει άνθρωπος της προσευχής, άνθρωπος δηλαδή που είναι ερωτευμένος με τον Χριστό, γιατί κατάλαβε κι ένιωσε ότι η σχέση μαζί Του γίνεται με την καρδιά και όχι με την ψυχρή και υπολογιστική λογική. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, το ίδιο έλεγε και ζούσε ο άγιος Εφραίμ: δίνεις την καρδιά σου σ’ Εκείνον που στα έδωσε όλα! Όπως σημειώνει και ο σεμνός ιερομόναχος υμνογράφος στο κοντάκιό του οσίου: «Σε μαγνήτισε η ωραιότητα του Χριστού, γι’ αυτό και ακολούθησες απολύτως τα ίχνη Του, με την προσευχή, την υπακοή, την άσκηση και την ταπείνωση». Γι’ αυτό και τα βιώματά του και από την άσκηση της μονολόγιστης ευχής, του Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και από την τέλεση του κέντρου όλης της εκκλησιαστικής ζωής, της Θείας Λειτουργίας ήταν μοναδικά και συγκλονιστικά.

Μαζεμένοι νοερώς με δέος μπρος στα πόδια του τον ακούμε να λέει: «Λες την ευχούλα. Αργά, γλυκά, σταθερά, παρακαλεστικά, κλαψιάρικα, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Η ευχή ζωογονεί, τρόπον τινά, την ψυχή. Να βράζει η ψυχή με την προσευχή. Έτσι μαλακώνει, έτσι ησυχάζει, έτσι αναπαύεται… Μαλακώνει και σφραγίζεται από τη Χάρη. Να νιώθεις τις λέξεις. Κρατήσου από την κάθε λέξη. Σωσίβιο είναι το κομποσκοινάκι». Και παρακάτω: «Με την ευχή η ψυχή ντύνεται και στολίζεται. Είναι το ένδυμα που έχασε ο Αδάμ, γιατί δεν είπε στον Θεό “ελέησον”, γιατί δεν είπε στον Δημιουργό “ευλόγησον”. Πριν ντυθεί, όμως, η ψυχούλα λιώνει από τη θερμότητα της πίστεως και του θείου, να πούμε, έρωτος. Νομίζεις πως θα σου φύγει η ψυχή μέσα από τα δάκρυα, παιδί μου».

Κι εξίσου νοερώς τον βλέπουμε να ιερουργεί σχεδόν καθημερινά, «βλέποντας» κι «ακούοντας» αυτός πράγματα που δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει. Ο υμνογράφος μάς βοηθάει: «Ιερότατε πατέρα, ιερουργώντας καθημερινά έβλεπες  μέσα στο πλήθος των δακρύων σου καθαρά τη χάρη του Πνεύματος που επισκίαζε τα Τίμια Δώρα όπως και την πραγματική μεταβολή τους σε σώμα και αίμα Χριστού» (δόξα Λιτής). Μικρή ιδέα παίρνουμε και απ’ αυτό που έπαθε, όπως έλεγε, ο ίδιος: «Να σας πω τι έπαθα με τον γέροντα Νικηφόρο που εκοιμήθη το 1973. Είδα ότι δεν είχε, τρόπον τινά, άνεση. “Θα αφήσω έτσι τον γέροντά μου;», είπα. “Όχι, όχι. Θα αγωνιστώ, θα αγρυπνήσω, θα κοπιάσω, θα προσευχηθώ”. Κυνηγούσα τον Θεό: “Στην ευσπλαχνία Σου! Στο έλεός Σου! Στην Αγάπη Σου, Χριστέ μου!”. Έκανα δεκαεννέα σαρανταλείτουργα. Ένιωθα τον Θεό να μου λέει: “Λέγε, λέγε”.  Η Χάρη με ενθάρρυνε, να πούμε, να προχωρήσω. Σαν να μου έλεγε: “πες μου, πες μου”. Σε άλλη όμως περίπτωση, για άλλη ψυχή, ένιωσα να μου λέει: “Δεν σε ακούω. Σταμάτα. Ό,τι και να λες, ό,τι και να κάνεις, δεν ακούω”».  

Το μόνο που μπορούμε πια να κάνουμε απέναντι σ’ αυτόν τον Γίγαντα όπως είπαμε της πνευματικής ζωής, που «και με μόνη τη θεϊκή όψη του εκπλήττονταν οι πάντες» (ωδή ε΄) – είναι γνωστό το περιστατικό του συγκλονισμού που ένιωσε νεαρό παλληκάρι όταν είδε την εικόνα του μετά την κοίμησή του: «δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια να διεισδύουν στην ψυχή μου» είπε και άλλαξε ζωή – είναι να τον παρακαλούμε να συνεχίζει να δέεται και για εμάς ενώπιον του ουράνιου θυσιαστηρίου με τη μεγάλη παρρησία που έχει στον Κύριο. Με τα λόγια του υμνογράφου Ιγνατίου που δέεται στον όσιο για τον εαυτό του, αλλά ασφαλώς και για εμάς: «Θυμήσου, θεομακάριστε Εφραίμ, κι εμάς που επιτελούμε την πανσεβάσμια μνήμη σου, καθώς παρίστασαι τώρα στο επουράνιο θυσιαστήριο, και δώρησε από τον ουρανό που βρίσκεσαι σ’ αυτόν που ύφανε με ευλάβεια και πόθο ύμνους για χάρη σου ζέση πίστεως» (ωδή θ΄).  

(Ακολουθία του οσίου και λόγια του από: π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, "Έλα φως...", Συνάντηση με τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, εκδ. Θεσβίτης, Θήρα 2021). 

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

«Όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη Αυτού…»

(Ματθ. 25, 31)

 Την προηγουμένη Κυριακή η Εκκλησία μας διά της παραβολής του ασώτου τόνισε την αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού ως βάση της μετανοίας του ανθρώπου. Στη σημερινή Κυριακή της παραβολής της κρίσεως τονίζει την άλλη όψη της αγάπης Του, τη δικαιοσύνη Του, η οποία βεβαίως κατανοούμενη πέρα από τις ανθρώπινες εκδοχές της θέτει όριο στις ανθρώπινες αυθαιρεσίες – ένα σταμάτημα του αέναου της αμαρτίας του - γιατί προκαλεί τον άνθρωπο να σκεφτεί ότι θα έλθει ώρα που θα δώσει λόγο για ό,τι έκανε, είπε, σκέφτηκε ακόμη στη ζωή αυτή που του δώρισε ο Δημιουργός.

 1. Η κρίση λοιπόν του Θεού είναι ό,τι πιο σίγουρο και βέβαιο θα αντιμετωπίσουμε οι άνθρωποι. Και τούτο γιατί ο Κύριος επανειλημμένως απεκάλυψε ότι και πάλι θα έλθει στον κόσμο τούτο, μετά την πρώτη Του παρουσία, προκειμένου να κρίνει τον κόσμο. Και θα έλθει ένδοξα τη φορά αυτή, «μετά δυνάμεως και δόξης πολλής». Κι αυτήν τη βεβαιότητα εξέφραζαν συνεχώς και οι Απόστολοι, όπως ο απόστολος Παύλος στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο: «Ο Θεός έστησεν ημέραν, εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη εν ανδρί ω ώρισε» (Πρ. Απ. 17, 31), και το ίδιο συνεχίζει να κηρύσσει αδιάκοπα η Εκκλησία μας - ένα κήρυγμα που θέτει τον κόσμο υπό διαρκή κρίση και έλεγχο, προκαλώντας τον σε εγρήγορση και αφύπνιση.   

2. Η κρίση αυτή του Θεού κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα είναι γενική. Υπάρχει και μία άλλη, η μερική, η οποία συμβαίνει με τον θάνατο του ανθρώπου. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν και μετά τούτο κρίσις», θα πει ο απόστολος Παύλος. Καθένας δηλαδή που φεύγει από τον κόσμο τούτο κρίνεται από τον Θεό, αλλά η οριστική αποτίμηση, ψυχή τε και σώματι, θα γίνει στη Δευτέρα Παρουσία. Και κριτήριο της κρίσεως, μερικής και γενικής, όπως λέει το Ευαγγέλιο, θα είναι η έμπρακτη αγάπη: πώς σταθήκαμε έναντι του κάθε συνανθρώπου μας, ο οποίος μάλιστα φανερώνει τον ίδιο τον Χριστό. Από την άποψη αυτή η κρίση στην πραγματικότητα θα κρίνει τη διαρκή ή όχι σχέση μας με τον Θεό. Ενώ θα κριθούμε για τη στάση μας έναντι του άλλου συνανθρώπου, στην πραγματικότητα θα κριθούμε και για το πώς σταθήκαμε έναντι του Χριστού – μία ταύτιση δηλαδή Χριστού και ανθρώπου ή αλλιώς ο κάθε άνθρωπος συνιστά και μία θεοφάνεια! Δεν είναι τυχαίο ότι η Πατερική παράδοση επιμένει ότι «ο δρόμος για τον Θεό περνάει πάντοτε μέσα από τον πλησίον μας».

3. Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι με την αλήθεια αυτή καταργείται κάθε είδος ατομισμού, αυτάρκειας και ελιτισμού. Διότι τονίζεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της χριστιανικής πίστεως, δηλαδή η ίδια η αγάπη. Πόση πλάνη και ψέμα, αλήθεια, υπάρχει σ’ αυτό που λένε πολλοί, ότι δηλαδή ο χριστιανισμός κάνει τον άνθρωπο αντικοινωνικό! Εκτός αν εννοούν ότι τον απομακρύνει από την αμαρτία και τα διάφορα στέκια της. Η αλήθεια όμως ορθώνεται περίτρανα: ο μόνος σωστά  κοινωνικός άνθρωπος είναι ο χριστιανός. Γιατί η ίδια η πίστη τον σπρώχνει «κατ’ ανάγκην» σε άνοιγμα προς τον Θεό και προς τον άλλον. Ποια άλλη θρησκεία, θεοσοφία, φιλοσοφία άραγε συνέδεσε με τέτοιον απόλυτο τρόπο τη σωτηρία του ανθρώπου από τον συνάνθρωπό του; Απολύτως καμία.

4. Είπαμε όμως παραπάνω ότι η παραβολή αποτελεί και τη μεγαλύτερη πρόκληση για μετάνοια του ανθρώπου. Διότι πράγματι ενόψει της βεβαίας αυτής πραγματικότητας ο άνθρωπος και ιδίως ο βαθιά πιστός κινητοποιείται σε εγρήγορση και μετάνοια. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να επαναπαυθεί στον κόσμο τούτο. Η κάθε πράξη και σκέψη του θα ελεγχθεί από τον Χριστό. Αληθινά, η παραβολή ειπώθηκε από τον Κύριο μέσα στην προοπτική της εγρηγόρσεως: να είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι, γιατί έρχεται ο Κύριος ως κριτής την ώρα που δεν Τον περιμένουμε. Κι αυτό ήταν και το κυριότερο κίνητρο της πρώτης Εκκλησίας, όπως φαίνεται από όλη την Καινή Διαθήκη, για να κρατούν οι χριστιανοί ζωντανή τη σχέση τους με τον Χριστό, ο Οποίος «έρχεται ταχύ». «Μαράν αθά», δηλαδή ο Κύριος έρχεται ή έλα Κύριε, ήταν το σύνθημα θα λέγαμε της ζωής τους. Οπότε η προσμονή της κρίσεως δεν ήταν γι’ αυτούς τόσο ένα όριο φόβου, όσο μία λαχτάρα αγάπης: περίμεναν τον αγαπημένο τους Κύριο, τον νυμφίο της ψυχής τους, γι’ αυτό και η τήρηση των εντολών του Χριστού ποτέ δεν κατανοήθηκε ως πίεση και δέσμευση, αλλά ως χαρούμενη αυτοπροσφορά μπροστά στο χάραμα της μεγάλης ημέρας: του και πάλι ερχομού Του! «Εγγίζει η απολύτρωσις υμών»!

 Οι ηθικολόγοι της κάθε εποχής αποξηραμένοι οι ίδιοι με τους κανόνες τους μάς προσφέρουν πολλά «πρέπει» καταπιέζοντάς μας. Η Εκκλησία μας κάθε φορά, κάθε στιγμή, μας καλεί σε αγάπη προς τον Θεό ως αγάπη προς τον πλησίον ενόψει της προοπτικής του ερχομού Του. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε ζωντανοί και ευλογημένοι άνθρωποι, ας αγαπούμε. Είναι το αιώνιο συμφέρον μας και η τωρινή αλλά και παντοτινή χαρά μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 25, 31-46)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν  φυλακῇ ἤμην  καὶ ἤλθετε  πρός  με.  Τότε ἀποκριθήσονται  αὐτῷ οἱ δίκαιοι  λέγοντες·  κύριε,  πότε  σε  εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην  καὶ οὐ συνηγάγετέ με,  γυμνὸς  καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅταν θά ἔρθει ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου μέ ὅλη του τή μεγαλοπρέπεια καί θά τόν συνοδεύουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, θά καθίσει στό βασιλικό θρόνο του. Τότε θά συναχθοῦν μπροστά του ὅλα τα ἔθνη, καί θά τούς ξεχωρίσει ὅπως ξεχωρίζει ὁ βοσκός τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια. Τά πρόβατα θά τά τοποθετήσει στά δεξιά του καί τά κατσίκια στ’ ἀριστερά του. Θά πεῖ τότε ὁ βασιλιάς σ’ αὐτούς πού βρίσκονται δεξιά του:  “ἐλᾶτε,  οἱ εὐλογημένοι ἀπ’  τόν  Πατέρα  μου,  κληρονομῆστε  τή βασιλεία  πού  σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’  τήν ἀρχή  τοῦ κόσμου.  Γιατί, πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί μ’ ἐπισκεφθήκατε,  φυλακισμένος  κι ἤρθατε  νά  μέ  δεῖτε”.  Τότε  θά  τοῦ ἀπαντήσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ: “Κύριε, πότε σέ εἴδαμε νά πεινᾶς καί σέ θρέψαμε ἤ νά διψᾶς καί σοῦ δώσαμε νά πιεῖς; Πότε σέ εἴδαμε ξένον καί σέ περιμαζέψαμε ἤ γυμνόν καί σέ ντύσαμε; Πότε σέ εἴδαμε ἄρρωστον ἤ φυλακισμένον κι ἤρθαμε νά σέ ἐπισκεφθοῦμε;” Τότε θά τούς ἀπαντήσει ὁ βασιλιάς: “σᾶς βεβαιώνω πώς ἀφοῦ τά κάνατε αὐτά γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδερφούς μου, τά κάνατε γιά μένα”. Ὕστερα θά πεῖ καί σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἀριστερά του: “φύγετε ἀπό μπροστά  μου,  καταραμένοι·  πηγαίνετε  στήν  αἰώνια  φωτιά,  πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τόν διάβολο καί τούς δικούς του. Γιατί, πείνασα καί δέν μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί δέν μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί δέν μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί δέν μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί φυλακισμένος καί δέν ἤρθατε νά μέ δεῖτε”. Τότε θά τοῦ ἀπαντήσουν κι αὐτοί: “Κύριε, πότε σέ εἴδαμε πεινασμένον ἤ διψασμένον ἤ ξένον ἤ γυμνόν ἤ ἄρρωστον ἤ φυλακισμένον καί δέν σέ ὑπηρετήσαμε;” Καί θά τούς ἀπαντήσει: “σᾶς βεβαιώνω πώς ἀφοῦ δέν τά κάνατε αὐτά γιά ἕναν ἀπό αὐτούς τούς ἄσημους ἀδερφούς μου, δέν τά κάνατε οὔτε γιά μένα”. Αὐτοί λοιπόν θά πᾶνε στήν αἰώνια τιμωρία, ἐνῶ οἱ δίκαιοι στήν αἰώνια ζωή»

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Κορ. 8,8-9,2)

Ἀδελφοί, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ·οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. Βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. Ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε,  τὸν ἔχοντα  γνῶσιν, ἐν  εἰδωλείῳ κατακείμενον,  οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι’ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. Οὕτω  δὲ ἁμαρτάνοντες  εἰς  τοὺς ἀδελφοὺς  καὶ τύπτοντες  αὐτῶν  τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν  εἰς  Χριστὸν ἁμαρτάνετε. Διόπερ  εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω. Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, δέν εἶναι οἱ τροφές πού θά καθορίσουν τή θέση μας ἀπέναντι στόν Θεό· οὔτε ἄν δέ φᾶμε κάποια ἀπ’ αὐτές χάνουμε κάτι οὔτε ἄν φᾶμε ἀποκτᾶμε  κάτι  παραπάνω.  Προσέξτε ὅμως,  μήπως  τό ἐλεύθερο  αὐτό δικαίωμά σας γίνει αἰτία νά σκοντάψουν καί νά πέσουν ἐκεῖνοι πού ἡ πίστη τους εἶναι ἀδύνατη. Πράγματι, ἄν κάποιος, ἀπ’ αὐτούς δεῖ ἐσένα, πού ἔχεις  τή  «γνώση»,  νά  κάθεσαι  στό  τραπέζι ἑνός  εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ, ἡ συνείδησή του, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ἀδύνατος, δέν θά παρασυρθεῖ ἀπό τό παράδειγμά σου καί δέν θά παρακινηθεῖ νά τρώει τά εἰδωλόθυτα; Ἔτσι, ἡ δική σου «γνώση» θά προκαλέσει τό χαμό αὐτοῦ τοῦ ἀδύνατου, τοῦ ἀδερφοῦ μας,  γιά  τόν ὁποῖον ὁ Χριστός ἔδωσε  τή  ζωή  του. Ἀμαρτάνοντας ὅμως μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀπέναντι στούς ἀδερφούς καί πληγώνοντας  τή  συνείδησή  τους  πού  εἶναι ἀδύνατη, ἁμαρτάνετε ἀπέναντι  στόν ἴδιο  τόν  Χριστό.  Γι’  αὐτό, ἄν  κάποια  τροφή  μπορεῖ νά γίνεται αἰτία νά σκοντάφτει καί νά πέφτει ὁ ἀδερφός μου, ἐγώ δέν θά βάλω ποτέ κρέας στό στόμα μου,γιά νά μή γίνω αἰτία νά πέσει ὁ ἀδερφός μου. Πάρτε  παράδειγμα ἐμένα.  Δέν  εἶμαι ἀπόστολος;  δέν  εἶμαι ἐλεύθερος; δέν εἶδα ἀναστημένο τόν Ἰησοῦ, τόν Κύριό μας; δέν εἶστε ἐσεῖς ὁ καρπός τοῦ κόπου μου στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου; Κι ἄν ἀκόμα ἄλλοι ἀρνοῦνται νά μέ ἀναγνωρίσουν ὡς ἀπόστολο, γιά σᾶς ὁπωσδήποτε εἶμαι· γιατί ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς ἐκκλησίας σας εἶναι ἡ ἀπόδειξη πώς εἶμαι ἀπόστολος.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΖΗΣ

«῾Ο ὅσιος Πορφύριος καταγόταν ἀπό τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί ἦταν υἱός εὐσεβῶν καί πλουσίων γονέων. ᾽Αφοῦ ἔφυγε ἀπό τήν πόλη του ἦλθε στήν Αἴγυπτο, ὅπου εἰσῆλθε σέ σκήτη καί ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο. Μετά ἀπό πέντε χρόνια πῆγε  στά ῾Ιεροσόλυμα κι ἐκεῖ φώτισε πλούσια πολλούς ἀνθρώπους μέ τόν λόγο του. Γι᾽ αὐτό καί χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπό τόν Πατριάρχη ῾Ιεροσολύμων Πραΰλιο. ῎Επειτα χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Γάζης ἀπό τόν ᾽Ιωάννη πού ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης. Στή Γάζα ἔκανε πολλά θαύματα, στήριξε τούς πιστούς καί ἐπέστρεψε στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ πολλούς ἀπό τούς ἀπίστους. ᾽Αναχωρεῖ ὅμως πρός τήν Κωνσταντινούπολη, γιατί ἔβλεπε τούς πιστούς νά ἀδικοῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας στή χώρα αὐτή (πού ἦταν εἰδωλολάτρες καί αἱρετικοί). Καί καθώς συνάντησε τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί τοῦ διηγήθηκε τά σχετικά μέ τόν ἴδιο, γιά ποιό λόγο δηλαδή βρέθηκε ἐκεῖ, ὁδηγήθηκε ἀπό τόν ἅγιο στόν ᾽Αμάντιο τόν κουβικουλάριο.

᾽Από τόν ᾽Αμάντιο λοιπόν ἔμαθε τά περί αὐτοῦ ἡ βασίλισσα (Εὐδοξία), γι᾽ αὐτό τόν δέχτηκε μέ εὐμένεια, ἐνῶ ἀνέφερε στόν βασιλιά τόν ἐρχομό του καί τήν  προφητεία του γιά τό ἄρρεν παιδί πού ἐπρόκειτο νά γεννήσει. ῾Ο βασιλιάς τότε, ἐπειδή χάρηκε γιά τήν εἴδηση, εὐχαρίστησε ὅπως ἔπρεπε τόν Θεό. ῎Επειτα ἡ βασίλισσα γέννησε τόν νέο Θεοδόσιο. Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τόν ὅσιο, εὐλογήθηκε ἀπό αὐτόν καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐκπληρώσει ὅλα ὅσα ζήτησε ὁ ὅσιος, καθώς παρεκάλεσε τόν βασιλιά. ῾Ο βασιλιάς ὅμως, ὅταν πῆρε καί διάβασε τά αἰτήματα, ἦλθε σέ δύσκολη θέση, λέγοντας ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά διωχθοῦν οἱ εἰδωλολάτρες λόγω τῆς μεγάλης χρησιμότητάς τους. ῾Η βασίλισσα τότε εἶπε πρός τόν βασιλιά: πράγματι εἶναι βαρειά ἡ αἴτηση, εἶναι βαρύτερη ὅμως ἡ παραίτηση ἀπό αὐτήν. Γιά τόν λόγο αὐτό καί συμφώνησε ὁ βασιλιάς νά ἐκπληρωθοῦν τά ζητούμενα, ὁπότε καί στέλονται γραπτές διαταγές κατά τῶν αἱρετικῶν πού πρόσταζαν νά ἐκδιωχθοῦν αὐτοί ἀπό τήν Γάζα.

῾Ο δέ μακάριος Πορφύριος παίρνει ἀπό τήν Αὐγούστα δύο κεντηνάρια χρυσοῦ γιά νά κτίσει ἐκκλησία καί διακόσια νομίσματα γιά δαπάνες. Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψε στήν ἐκκλησία του, κατέστρεψε ὅλους τούς ἄλλους ναούς τῶν εἰδώλων, ἐνῶ ἔδιωξε τούς αἱρετικούς. Καί τόν ναό τοῦ Δία, τόν ναό τοῦ Μαρνά κατά τή γλώσσα τῶν Γαζαίων, ἀφοῦ τόν κατεύκασε μέ φωτιά, ἀνήγειρε στή θέση του ἐκκλησία κατά τό σχῆμα πού εἶχε διατάξει ἡ βασίλισσα Εὐδοξία. Λοιπόν, ἀφοῦ διέπρεψε στήν ἐκκλησία του μέ τήν ὁσία ζωή του καί ἔκανε πάρα πολλά θαύματα, σέ εἰκοσιτέσσερα ἔτη καί ἕντεκα μῆνες καί ὀκτώ ἡμέρες, ἐκδήμησε πρός τόν Κύριο».

Δέν θά ἦταν δυνατόν, ὅπως ἔχει κάνει σέ πολλές ἄλλες ἀντίστοιχες περιπτώσεις ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ, νά μήν ἀξιοποιήσει τήν πρόκληση πού τοῦ δίνει τό ὄνομα τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, προκειμένου νά προβάλει τήν ἁγιότητά του. ῾Ο ὅσιος κατά τόν ὑμνογράφο εἶναι ἐκεῖνος καταρχάς πού διακρίνεται μεταξύ τῶν ἁγίων Ποιμένων τῆς ᾽Εκκλησίας, γιατί συνιστᾶ τό ἄνθος τους πού λαμπυρίζει μέσα στή φωτεινότητα καί τό πορφυροῦν τοῦ χρώματός του. Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ κανόνα πού ἔγραψε γι᾽ αὐτόν αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια τονίζει: «Σέβομαι τό ἄνθος τῶν Ποιμένων, πού λάμπει σάν πορφύρα». Κι ἀκόμη: ὁ ὅσιος κινεῖται πάντοτε στούς οὐρανούς μέ χαρά, γιατί φορᾶ τήν ὁλοφώτεινη καί λαμπρή σάν πορφύρα στολή τῆς ψυχῆς, πού τήν ἀπέκτησε λόγω τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς του ἀπό τά πάθη μέ τούς ποταμούς τῶν δακρύων του (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

᾽Εκεῖ πού ὁ ᾽Ιωσήφ ἐν κεφαλαίῳ συμπυκνώνει τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, εἶναι στό κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας. ῾Ο ὅσιος, κατά τόν ὑμνογράφο, ἦταν στολισμένος μέ ἱερότατους τρόπους, ζοῦσε δηλαδή ἁγία ζωή· ἦταν δοξασμένος ὡς ἱερέας· διακρινόταν γιά τό πλούσιο χάρισμα τῆς θαυματουργίας του· ἀδιάκοπα πρεσβεύει γιά χάρη μας στόν Κύριο καί Θεό μας. «᾽Επειδή ἤσουν κοσμημένος μέ τούς ἱερότατους τρόπους σου, δοξάστηκες πολύ ἀπό τίς στολές τῆς ἱερωσύνης, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε. Γι᾽ αὐτό καί διαπρέπεις στά ὑψώματα τῶν ἰαμάτων, πρεσβεύοντας ἀδιάκοπα ὐπέρ ὅλων ἡμῶν».

Πράγματι, ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπικεντρώνει ἰδιαιτέρως τήν προσοχή του σ᾽ αὐτό πού συνιστᾶ τήν προϋπόθεση καί τῆς ἱερωσύνης καί τῆς θαυματουργίας  ἑνός ἁγίου καί τῆς ὅλης ἁγιότητας τῆς ζωῆς του: τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. ῎Ηδη τό μνημονεύσαμε καί προηγουμένως: ὁ ὅσιος «ἔσβησε τή φλόγα τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας, γιατί καθάρισε τόν ρύπο τῆς ψυχῆς του μέ τούς ποταμούς τῶν δακρύων του». Δέν εἶναι δυνατόν νά μιλᾶμε γιά ἕναν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο γιά ἕναν ἅγιο, ἄν δέν δοῦμε τόν ἐσωτερικό ἀγώνα του γιά κάθαρση τῆς καρδιᾶς του. Στήν καρδιά, στόν ἐσωτερικό κόσμο ῾παίζεται᾽ τό ὅλο παιχνίδι τῆς σωτηρίας, γιατί ἐκεῖ κερδίζει ἤ χάνει κανείς τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» εἶπε ὁ Κύριος. Καί: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Καί χρειάζεται νά ἐπιμένουμε σ᾽ αὐτήν τήν ἀλήθεια, γιατί πολλοί μπορεῖ νά ἔχουμε εἰσέλθει στήν ἱερωσύνη, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι καί πράγματι θεωρούμαστε ἱερεῖς τοῦ Κυρίου. ῎Ηδη ἀπό τήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα του ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ τό ἐπισημαίνει: «Προθανάτωσες ὅλα τά πάθη μέ τήν ἄσκησή σου, Πορφύριε, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχθηκες ἱερέας αὐτοῦ πού δεσπόζει τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου». Κι ἀλλοῦ: «Μέ τίς ὁλονύκτιες δεήσεις καί τίς ὁλοήμερες στάσεις προσευχῆς, ὅσιε, κατέστησες τήν καρδιά σου κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων» (ὠδή δ´).

῾Ο λόγος εἶναι φοβερός. Ὁ ἀληθινός ἱερέας εἶναι αὐτός πού ἔχει κεκαθαρμένη καρδία καί συνεπῶς ἀντιφεγγίζει τό φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ ζωή του ἔτσι, ὁ λόγος του, ἡ ὕπαρξή του ὅλη συνιστοῦν μία φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἴδια ἀλήθεια πού τονίζουν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ὅταν μιλοῦν γιά τήν ἱερωσύνη, ὅπως ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιά παράδειγμα, ὁ ὁποῖος μιλώντας κι αὐτός γιά τόν ἱερέα σημειώνει ὅτι πρέπει νά εἶναι καθαρός περισσότερο καί ἀπό τήν ἀκτίνα τοῦ ἥλιου. Κι ἡ ἀλήθεια αὐτή ἀποκτᾶ δραματικότερο χαρακτήρα, ὅταν  βλέπουμε νά ἰσχύει καί γιά τόν ὅσιο Πορφύριο, ὁ ὁποῖος ἀπό σπαργάνων ἀφιερώθηκε στόν Θεό καί «κόλλησε» τήν ψυχή του σ᾽ Αὐτόν. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἄν ἀπαιτήθηκε τόσος ἀγώνας πνευματικός καί τόσα δάκρυα γιά νά καθαρίσει τήν ψυχή του ὁ ὅσιος Πορφύριος προκειμένου νά εἰσέλθει σωστά στήν ἱερωσύνη, αὐτός πού ἀπαρχῆς τῆς ζωῆς του ζοῦσε τόν Θεό, πόσο περισσότερο ἰσχύει γιά ὅλους ἐμᾶς τούς ἱερεῖς; «᾽Ανέθεσες ὅλο τόν ἑαυτό σου ἀπό τά σπάργανά σου στόν Κύριο, καί κολλήθηκες σ᾽ Αὐτόν καί κατά τήν ψυχή καί κατά τήν καρδία, Πορφύριε» (ὠδή α´). Μπροστά σέ τέτοια φαινόμενα σάν τοῦ ὁσίου Πορφυρίου τό μόνο πού μποροῦμε νά κάνουμε ὅλοι, κυρίως οἱ κληρικοί ἀλλά τελικῶς καί οἱ λαϊκοί, εἶναι νά κλίνουμε τό γόνυ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί νά πενθοῦμε διαρκῶς γιά τίς ἁμαρτίες μας.

Δέν πρέπει ὅμως νά διαλάθει τῆς προσοχῆς μας καί κάτι πολύ σημαντικό πού τονίζει μέσα στή συνάφεια αὐτή γιά τήν ἱερωσύνη καί τίς προϋποθέσεις της ὁ ἅγιος ὑμνογράφος. ῾Ο ὅσιος Πορφύριος ὡς ἀληθινός ἱερέας μέ τόν τρόπο πού τονίστηκε, ἀφενός εἶχε μεγάλη ἐπίδραση στόν λαό πού τοῦ ἐνεπιστεύθη τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ᾽Εκκλησία - πού σημαίνει βεβαίως ὅτι τότε ἐπιδροῦμε οἱ ἱερεῖς στό ποίμνιό μας, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι ἀπαύγασμα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - καί ἀφετέρου, ἡ διαποίμανση τοῦ ποιμνίου ἀπό τούς ἱερεῖς δέν πρέπει νά τούς ὁδηγεῖ στή λήθη τῆς βασικωτάτης ἀλήθειας ὅτι καί αὐτοί συνιστοῦν ῾ἄρνες᾽ γιά τόν Κύριο. Καί ὁ πιστός λαός δηλαδή καί οἱ κληρικοί τελικῶς ἀποτελοῦμε ποίμνιο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Εκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθινός ποιμήν καί ὁ ἀληθινός ἀρχιερέας, στήν ἱερωσύνη τοῦ ῾Οποίου μετέχουμε ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί. Εἶναι λοιπόν ἀνθρώπινη ἡ διάκριση σέ ποιμένες καί ποιμαινόμενους, ἐνῶ ἀπό πλευρᾶς τοῦ Κυρίου ὅλοι εἴμαστε ἕνα μπροστά Του. Πρόκειται γιά ἀλήθεια πού τονίζουν οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας, σάν τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο γιά παράδειγμα, τήν τονίζει δέ καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ στήν ὠδή ς´ τοῦ κανόνα του: «Ποίμανες τά ἀρνιά στή χλόη τῆς ἀλήθειας, γι᾽ αὐτό καί σύ ὁδηγήθηκες σάν ἀρνί στόν Ποιμένα Χριστό, Πορφύριε».

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μάς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν». «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο: ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα. Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ...ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ!

«Ο άνθρωπος που σου ζητάει ειλικρινή συγχώρεση, όταν σφάλλη, να τον συγχωράς, κάθε φορά που σφάλλει, με καλοσύνη, και να τον αγαπάς και από κοντά. Τον δε πονηρό που σου ζητάει δήθεν συγχώρεση, για να κάνη τη δουλειά του και συνέχεια να σε μπλέκη στις υποθέσεις του, που βλάπτουν ψυχικά και άλλους ανθρώπους, συγχώρεσέ τον εβδομήντα επτά φορές μαζεμένες, και στο εξής να τον αγαπάς από μακριά και να εύχεσαι γι’ αυτόν» (όσιος Παῒσιος αγιορείτης).

Ο άγιος Παῒσιος, ο μεγάλος όσιος της εποχής μας, ζούσε στο ανώτερο δυνατό για τον άνθρωπο την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Κι αυτό που ζούσε αυτό και δίδασκε είτε προφορικά είτε με τις επιστολές του, μαρτυρώντας στην πραγματικότητα ό,τι διακηρύσσει η Αγία Γραφή και όλη η Πατερική εκκλησιαστική παράδοση. Η αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο δεν είναι η βασική εντολή του ίδιου του Θεού και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη; Και μάλιστα η προς τον συνάνθρωπο αγάπη αποτελεί και την απόδειξη για την ύπαρξη της αγάπης και προς τον Θεό. Ποτέ δεν αυτονομείται η μία από την άλλη, σαν το νόμισμα που έχει δύο πλευρές. Θα πει σε κάποια άλλη αποστροφή λόγου του ο όσιος: «Αν ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό, μετά αγαπάει και το σπίτι του, και τον γείτονά του, και τον γείτονα στο σύνορο και τον πάρα πέρα γείτονα. Αν δεν αγαπά τον Θεό, δεν αγαπάει ούτε τον γείτονα ούτε κανέναν. Μετά, αρχίζει ο άνθρωπος να κινείται από συμφέρον».

Έκφραση της γνήσιας αγάπης προς τον συνάνθρωπο, όπως το ζητάει  ο ίδιος ο Κύριος, είναι η απόλυτη ετοιμότητα του πιστού να προσφέρει τη συγγνώμη του σ'  εκείνον που σφάλλει απέναντί του, δηλαδή η ανεξικακία και η συγχωρητικότητά του. Κι όχι όταν σφάλλει μόνο μία φορά, αλλά απειράκις. Στο ερώτημα των μαθητών του Χριστού μέχρι πόσες φορές πρέπει να συγχωρούν τον συνάνθρωπό τους όταν σφάλλει απέναντί τους, λέγοντας και το κατ’ αυτούς όριο: μέχρι επτά, ο Χριστός απάντησε: «Όχι επτάκις, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά», δηλαδή διαρκώς και χωρίς όριο. Κι εδώ έχουμε τη συνεισφορά του αγίου Παϊσίου, εδραζομένη βεβαίως και αυτή στο ίδιο το παράδειγμα του Ιησού Χριστού: η αγάπη και η συγγνώμη πρέπει να υπάρχει πάντοτε στον χριστιανό – δεν υπάρχει χριστιανός που να κρατάει κακία και πικρία μέσα στην καρδιά του, όταν μάλιστα καλείται όχι μόνο να συγχωρεί αλλά και να αγαπάει μέχρι θυσίας και τον ίδιο τον εχθρό του – αλλά η αγάπη του να συνοδεύεται με διάκριση. Η διακριτική αγάπη είναι εκείνο που αποκαλύπτει την καθαρή συνείδηση του πιστού ανθρώπου.

Η διάκριση αυτή, καρπός φωτισμού από τη ζωντανή σχέση του χριστιανού με τον Κύριο, του δίνει τη δυνατότητα να «βλέπει» την ειλικρινή ή την πονηρή διάθεση του άλλου: ο ειλικρινής, έστω κι αν σφάλλει, ζητάει συγγνώμη με την καρδιά του, θέλοντας να διορθώσει και να αλλάξει τα πράγματα, ακόμη κι αν δεν τα καταφέρνει τελικώς∙  ο πονηρός ζητάει συγγνώμη αλλά με συμφέρον και υπολογισμό: για να χρησιμοποιήσει τον αδικημένο από αυτόν και πάλι για τα δικά του συμφέροντα – η ψεύτικη συγγνώμη του είναι εργαλείο εξυπηρέτησης του εγωισμού του, συνεπώς βλάπτει εξακολουθητικά τους άλλους.

Τι κάνει λοιπόν ο χριστιανός; Τον μεν ειλικρινή και τον συγχωρεί όπως είπαμε, αλλά και τον προσεγγίζει – «τον αγαπά και από κοντά»,  δεν τον απομακρύνει από την παρέα και τη φιλία του. Τον πονηρό όμως, βεβαίως τον συγχωρεί, και μάλιστα διαμιάς που θα πει παντοτινά, αλλά μένει μακριά του. Τον αγαπά εξ... αποστάσεως! Κι εκφράζει την αγάπη του μόνο μέσω της προσευχής υπέρ αυτού. Και τη στάση αυτή την είδαμε και στον ίδιο τον Κύριο: αγαπούσε τους πάντες, σταυρώθηκε για τους πάντες «αίροντας τις αμαρτίες τους», αλλά δεν ήταν φίλος με όλους. (Αληθινούς φίλους Του άλλωστε χαρακτήρισε μόνον εκείνους που τηρούν το θέλημα του Πατρός Του του εν Ουρανοίς). Γι’ αυτό και απέφευγε όσους Τον εχθρεύονταν και λειτουργούσαν με πονηρία και υπολογισμό απέναντί Του, όπως ήταν οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι.  

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

ΟΛΟΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ!

«Όλος ο πόλεμος γίνεται για την ταπείνωση. Οι εχθροί έπεσαν από υπερηφάνεια και μας σπρώχνουν προς την απώλεια από τον ίδιο δρόμο. Οι εχθροί μάς επαινούν∙ κι αν η ψυχή δεχτή τον έπαινο, τότε αποχωρεί η χάρη απ’ αυτήν, ωσότου μετανοήση. Έτσι σ’ όλη τη ζωή της η ψυχή μαθαίνει τη Χριστομίμητη ταπείνωση. Μόνο η ταπεινή ψυχή βρίσκει την ανάπαυση και την άγια εκείνη ειρήνη, για την οποία μιλεί ο Κύριος (πρβλ. Ιωάν. ιδ΄ 27). Η νηστεία,  η εγκράτεια, η αγρυπνία, η ησυχία κι οι άλλες αρετές βοηθούν, αλλά η κύρια δύναμη βρίσκεται στην ταπείνωση. Η Μαρία η Αιγυπτία αποξήρανε με τη νηστεία σ’ ένα χρόνο το σώμα της, γιατί δεν είχε και τι να φάη∙ με τους λογισμούς όμως πάλαιβε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια» (όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης).

Θεμέλιο της σκέψεως του χριστιανού για να αξιολογεί τα της ζωής του είναι η σπουδαιότερη δωρεά που ο Θεός του έδωσε: να τον έχει κάνει μέλος του σώματός Του, ένα μ’ Εκείνον. Ο χριστιανός αποτελεί «μίμημα Χριστού», μία «επανάληψη» Εκείνου – ο χριστιανός προεκτείνει τον Κύριο, όπως ο Ίδιος το απεκάλυψε: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», ο Χριστός συνιστά το ένδυμα της ψυχής και του σώματός του. Γι’ αυτό και τα κύρια χαρακτηριστικά του Κυρίου, η αγάπη και η ταπείνωση, θεωρούνται δομικά στοιχεία της χριστιανικότητας του πιστού. Αγάπη ο Κύριος; Αγάπη και ο χριστιανός. Ταπείνωση ο Κύριος; Ταπείνωση και ο χριστιανός. Και το ιερό αυτό ζεύγος, κατά Ιωάννη της Κλίμακος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά: όπου αγάπη εκεί και ταπείνωση∙ όπου ταπείνωση εκεί και αγάπη. Η ταπείνωση μάλιστα αποτελεί τη βάση και της ίδιας της αγάπης, στο δικό της μόνο έδαφος, της ταπείνωσης, μπορεί να φυτρώσει το άνθος της μοναδικής και καθ’ υπερβολήν οδού.

Και βεβαίως η Αγάπη και η Ταπείνωση για τον Θεό μας συνιστούν υπερφυείς καταστάσεις που η διάνοια του ανθρώπου δεν μπορεί να προσεγγίσει – περικλείουν το μυστήριο της Τριαδικής θεότητας. Η αγάπη όμως και η ταπείνωση του χριστιανού αποτελούν αγώνισμα που αποκαλύπτουν την πνευματική κατάστασή του, ένα αγώνισμα που δεν έχει όριο και τέλος, γιατί ο πιστός άνθρωπος διαρκώς «κυνηγά» τον Θεό του που είναι άπειρος. Έτσι ο χριστιανός είναι χριστιανός στον βαθμό που αφήνει χώρο στην ύπαρξή του για να φανερώνεται ο Κύριος, κάτι που μετριέται από τον βαθμό ακριβώς της αγάπης και της ταπείνωσής του. Όσο μεγαλύτερες η αγάπη και η ταπείνωση, τόσο και πλουσιότερη η χάρη του Θεού στον άνθρωπο.

Κι έρχεται ο άγιος Σιλουανός, ο μέγας αυτός όσιος της εποχής μας, που το μεγαλείο του ανέδειξε κατά μοναδικό τρόπο ο άλλος όσιος εξίσου και υποτακτικός του Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, για να τονίσει με τον δικό του λόγο ότι «όλος ο πόλεμος γίνεται για την ταπείνωση». Ο όσιος Γέρων μιλάει και από την πείρα του. Ταλαιπωρήθηκε φρικτά, παρ’ όλες τις τρομακτικές ασκητικές του ενέργειες στο Μοναστήρι του αγίου Παντελεήμονος του Άθω, τις νηστείες και τις χαμευνίες και τις αγρύπνιες του, προκειμένου να «μάθει» το πρώτο και σπουδαιότερο αυτό μάθημα. Σε απόγνωση μάλιστα ευρισκόμενος του εμφανίστηκε ο Κύριος για να του πει: «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Δεν υπάρχει δηλαδή περίπτωση να είναι κανείς με τον Κύριο, αν τον εαυτό του δεν τον έχει καταδικάσει στην... απώλεια, αλλά χωρίς απελπισία. Αυτή δεν είναι η πνευματική πραγματικότητα; Γιατί τι έχει ο άνθρωπος από μόνος του για να μπορεί να καυχηθεί; Μόνο τις αμαρτίες του και τις ανοησίες του. Ό,τι καλό υπάρχει σ’ αυτόν οφείλεται σε δωρεά του Κυρίου. Όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «τι έχεις που δεν το έχεις λάβει; Αφού λοιπόν το έχεις λάβει από τον Θεό, τι καυχάσαι σαν να μην σου έχει δοθεί;» Την ίδια συγκλονιστική μαρτυρία, ποιου ύψους κανείς δεν ξέρει, καταθέτει ο ίδιος απόστολος: «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Η μεγαλωσύνη του αποστόλου Παύλου έγκειτο στο απροσμέτρητο βάθος της ταπείνωσής του. Διότι «πας ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» κατά τον λόγο του Κυρίου.

Λοιπόν, η σωτηρία ως σχέση με τον Κύριο, ως δηλαδή επιβεβαίωση του βαπτίσματός μας που Τον ντυθήκαμε, βρίσκεται στην επιλογή της μοναδικής αυτής οδού, της ταπείνωσης, που φανερώνει και τη γνησιότητα της μετανοίας μας. «Μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και τότε θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας» είπε ο Κύριος. Γι’ αυτό και Εκείνος είναι ο δάσκαλός μας στην οδό αυτή, γι’ αυτό και «Χριστομίμητη» η ταπείνωση, κατά τον άγιο Σιλουανό. Κι εκείνο που δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης για τον όσιο μεγάλο Γέροντα είναι το γεγονός ότι «οι εχθροί δαίμονες έπεσαν από υπερηφάνεια και μας σπρώχνουν προς την απώλεια από τον ίδιο δρόμο». Ταπεινωνόμαστε λοιπόν; Χριστοποιούμαστε. Υπερηφανευόμαστε; Δαιμονοποιούμαστε. Ακόμη και η άσκηση όλων των αρετών απλώς «βοηθούν». «Η κύρια δύναμη βρίσκεται στην ταπείνωση». Το παράδειγμα της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας είναι πράγματι συγκλονιστικό.

Κι επειδή ο Κύριος θέλει να μας καθοδηγήσει στην οδό Του αυτή προκειμένου να μας παρέχει όλα τα αγαθά Του που δεν μπορεί να τα προσλάβει μία υπερήφανη ψυχή, γιατί είναι γεμάτη από το Εγώ της, δρα απέναντί μας παιδαγωγικά και απείρως στοργικά. Ο άγιος Σιλουανός και πάλι μας επισημαίνει: «Ο Κύριος διαπαιδαγωγεί σπλαχνικά την ψυχή. Μόλις αποκτήση έπαρση η ψυχή έναντι του αδελφού, την ίδια στιγμή δέχεται επίθεση από κάποιο κακό λογισμό∙ κι αν ταπεινωθή η ψυχή, η χάρη παραμένει∙ ειδάλλως, θ’ ακολουθήση ένας μικρός πειρασμός, για να ταπεινωθή. Αν όμως δεν ταπεινωθή, τότε θ’  αρχίση ο πόλεμος της πορνείας. Αν και πάλι δεν ταπεινωθή, θα πέση σε κάποιο μικρό αμάρτημα. Κι αν και πάλι δεν ταπεινωθή, τότε πια έρχεται ένας μεγαλύτερος πειρασμός και θα υποστή μια μεγαλύτερη αμαρτία. Κι έτσι θα δυναμώνη η δοκιμασία, ωσότου ταπεινωθή η ψυχή. Τότε φεύγει ο πειρασμός. Κι αν ταπεινωθή ακόμα περισσότερο, θα έλθη η κατάνυξη και η ειρήνη και θα εξαφανιστή κάθε κακό».

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία  στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού)∙ ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή» (κάθισμα όρθρου)∙ ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄)∙ ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄), ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων».

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που εισερχόμαστε σε λίγες ημέρες: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας».

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ «ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

Πρόκειται για μικρής έκτασης μαρτυρολόγιο, που άσκησε τεράστια επίδραση στα μετέπειτα χρόνια της Εκκλησίας ως προς τον χαρακτήρα των εν γένει μαρτυρολογίων. Αφορμή συγγραφής – κατά το ίδιο το κείμενο -  στάθηκε το αίτημα της Εκκλησίας του Φιλομηλίου προς την Εκκλησία της Σμύρνης, επίσκοπος της οποίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος, προκειμένου να μάθουν λεπτομέρειες για το συγκλονιστικό μαρτύριό του που έγινε στο αμφιθέατρο της πόλεως περί τα μέσα του 2ου αι., εκεί που πλήθος ειδωλολατρών και Ιουδαίων ήταν συναθροισμένοι για να απολαμβάνουν το «θέαμα» του βασανισμού και του θανάτου των χριστιανών. Το γράμμα γράφτηκε διά χειρός Ευαρέστου, χριστιανού της Σμύρνης, ενώ τη μεταφορά του στην Εκκλησία του Φιλομηλίου -  και δι’  αυτής «προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο» - ανέλαβε «ο αδελφός Μαρκίων». Σκοπός: «η δοξολογία του Κυρίου που διαλέγει τους δούλους Του».

Είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να καταγραφεί εδώ όλο το μαρτύριο. Μπορούμε όμως να σχολιάσουμε δι’ ολίγων την αντίδραση του συγκεντρωμένου όχλου, που ενώ θαμπώνεται πράγματι από τη γενναιότητα των χριστιανών μαρτύρων, συνεχίζει με δαιμονικό τρόπο να κραυγάζει εναντίον τους! Οι φράσεις είναι χαρακτηριστικές:

«Μόλις ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!»

 Δύο πράγματα είναι καίρια: Πρώτον, ότι το θάμβος που δημιουργείται στους εχθρούς της πίστεως από τη γενναία και υπεράνθρωπη στάση των χριστιανών που περιφρονούν και τον ίδιο τον θάνατο για χάρη της πίστεώς τους δεν γίνεται αφορμή μετανοίας τους. Το αντίθετο μάλιστα: γίνεται αφορμή μεγαλύτερης τύφλωσής τους. Σαν να δαιμονίζονται περισσότερο, διψώντας κι άλλο αίμα – η χαρά τους να βλέπουν ανθρώπους να βασανίζονται, κατασπαρασσόμενοι από τα θηρία ή κατακαιόμενοι από τη φωτιά! Δεν παραξενευόμαστε όμως. Η αντίδραση αυτή αποτελεί συνέχεια της ίδιας στάσης των εχθρών του Χριστού απέναντι και στον Ίδιο όσο ήταν στον κόσμο τούτο: όχι μόνο βλέποντας τη θαυμαστή ζωή Του δεν μετανοούσαν, αλλά κυριαρχούντο περισσότερο από τον Πονηρό, φτάνοντας στο σημείο να «ερμηνεύουν» τα εκ Θεού σημεία και θαύματά Του ως ενεργήματα του διαβόλου! «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια»!  Κι αυτό γιατί; Διότι για να πιστέψει ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι έτοιμος, να είναι δηλαδή καλοπροαίρετος αναζητητής της αλήθειας. Άνθρωπος που αναζητεί και διψάει την αλήθεια και δεν έχει προσκολληθεί ολοκληρωτικά στα πάθη του και τον κόσμο, κάποια στιγμή θα  δεχτεί μέσα του το φως του Χριστού. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια ακούει τη φωνή μου» υπογραμμίζει αξιωματικά ο Κύριος. Έτσι και στην περίπτωση με τον άγιο Πολύκαρπο επιβεβαιώνεται ο προφητικός λόγος του αγίου Συμεών του θεοδόχου, ότι ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον». Μπροστά στον Χριστό τοποθετείσαι οριστικά: ή θετικά ή αρνητικά, Τον πιστεύεις ή Τον απορρίπτεις. Μέση λύση δεν υφίσταται. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορα απέναντί Του. Η αδιαφορία άλλωστε συνιστά τον μεγαλύτερο βαθμό άρνησής Του.

Και δεύτερον, αξίζει να σταθεί κανείς και στην παράδοξη ιαχή: «Να λείψουν οι άθεοι». Άθεοι για τους ειδωλολάτρες ήταν οι χριστιανοί! Διότι αρνούνταν την πίστη στα είδωλα και στο «θεϊκό πνεύμα» του αυτοκράτορα. Είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι πρώτοι που δέχτηκαν την κατηγορία επί αθεῒα ήταν οι... χριστιανοί! Οι κατεξοχήν ένθεοι να χαρακτηρίζονται άθεοι. Αλλά αυτό δεν είναι το τίμημα, μεταξύ άλλων, των ανθρώπων που διαγράφουν τον Χριστό από τη ζωή τους; Τυφλώνονται πορευόμενοι στο σκότος χωρίς κριτήρια, χωρίς νόημα, χωρίς διάκριση. Το είχαν αναγγείλει ήδη οι προφήτες από την Παλαιά Διαθήκη: Οι χωρίς Θεό άνθρωποι το σκοτάδι το λένε φως και το φως σκοτάδι. Το γλυκύ το ονομάζουν πικρό και το πικρό γλυκύ. Δεν διατρανώνεται η αλήθεια των Πατέρων της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν με κάθε τρόπο από την εμπειρία της ζωής ότι ο νους του (αθέου) ανθρώπου έναν νόμο έχει, την πλάνη; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί την κρίση, ιδίως για πνευματικά θέματα, ανθρώπου που άγεται και φέρεται από τα πάθη του; Όλα τα κρίνει με βάση το... σκοτάδι του! Η σημερινή εποχή μάλιστα συνιστά τον πιο ανάγλυφο υπομνηματισμό της αλήθειας αυτής: ό,τι πιο διαστροφικό, παράδοξο και περίεργο υπάρχει  προβάλλεται και ανακυκλώνεται ως «αλήθεια»  και βαθειά «σοφία»! Αλλά ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει: «ο Θεός μωραίνει την κρίση των θεωρουμένων σοφών»!

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΘΕΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ

«Πολύ συγκινείται ο Θεός, όταν πονάμε για τον πλησίον μας και Τον παρακαλούμε να βοηθήση, διότι τότε επεμβαίνει ο Θεός, χωρίς να παραβιάζεται το αυτεξούσιο. Εδώ βλέπει κανείς και τη μεγάλη Πνευματική Αρχοντιά του Θεού, που ούτε στον διάβολο δίνει το δικαίωμα να διαμαρτυρηθή. Γι’  αυτό θέλει να Τον παρακαλούμε, για να επεμβαίνη – και θέλει να επεμβαίνη αμέσως ο Θεός, για να βοηθάη το πλάσμα Του. Φυσικά, εάν θέλη ο Θεός, και τώρα τον μαζεύει κουβάρι στην κόλαση τον διάβολο, αλλά μας τον αφήνει πάλι για το καλό μας, διότι με το χτύπημα της κακίας του που μας κάνει, διώχνει και όλες τις σκόνες μας» (όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σελ. 23-24).

Την άπειρη Αγάπη του Θεού απέναντι στον άνθρωπο, τονίζει ο αγαπημένος φίλος Του όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, μέσα από μία επιστολή του. Κι είναι η Αγάπη του Θεού τέτοια που εκφράζει, κατά τον όσιο, «τη μεγάλη Πνευματική Αρχοντιά του Θεού», που θα πει ότι ο Θεός δεν «κρατάει» κρατούμενα ούτε και στον διάβολο. Γιατί τι είναι ο διάβολος; Ξεπεσμένο πλάσμα του Ίδιου, το οποίο το αγαπά και θα ήθελε διακαώς να μετανοήσει κι αυτό για να μπορεί να δέχεται ευεργετικά την Αγάπη Του. Ο διάβολος είναι αυτός όμως που αρνείται πεισματικά, δηλαδή υπερήφανα και αλαζονικά, την αγάπη αυτή του Δημιουργού του, γι’ αυτό και κείται αιωνίως υπό την οργή Αυτού, περιμένοντας την τιμωρία που ήδη του είναι ετοιμασμένη (η αγάπη του Θεού συναντώντας την άρνηση κάθε πλάσματός Του μεταποιείται λόγω της άρνησης σε οργή, κάτι που συνιστά και την ίδια την κόλαση).

Κι αυτή «η πνευματική αρχοντιά του Θεού» έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της τον απόλυτο σεβασμό της ελευθερίας του ανθρώπου, του δημιουργημένου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου. Αυτό είναι το παράδοξο της αγάπης του Θεού μας: να μας αγαπά όχι μόνο μη περιμένοντας ανταπόδοση, αλλά μη θέλοντας να μας πιέσει ακόμη κι όταν εμείς πεισματικά σαν τον Πονηρό Τον αρνούμαστε – ακόμη και τα «χτυπήματα του διαβόλου» συνιστούν παραχώρηση της προς εμάς αγάπης Του: να φύγει η σκόνη της αμαρτίας μας. Η παραβολή του ασώτου δεν αποτελεί μία διαπρύσια εξαγγελία της αλήθειας αυτής; Ο Θεός Πατέρας γνωρίζει ότι η απομάκρυνση του παιδιού Του από το σπίτι θα οδηγήσει στον πνευματικό του θάνατο. Κι όμως τον αφήνει στην «ελευθερία» του! Αλλά ο σεβασμός αυτός ως έκφραση της αγάπης Του προκαλεί και τη μετάνοια του επαναστατημένου γιου ώστε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής! «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου!».  

Κι ο άγιος Παΐσιος συνεχίζει το ίδιο σκεπτικό: είναι τόσο λεπτή και διακριτική η παρουσία του Θεού στη ζωή μας, ώστε για να επέμβει σ’ αυτήν περιμένει να Τον προκαλέσουμε με τα αιτήματά μας. «Θέλει να Τον παρακαλούμε» διαβάζουμε από τον όσιο, «για να επεμβαίνη – και θέλει να επεμβαίνη αμέσως για να βοηθάη το πλάσμα Του»! Και γιατί το θέλει; «Για να μη παραβιάζεται το αυτεξούσιο»! Και εκείνο που κατεξοχήν κάνει τον Θεό να μας επισκέπτεται και να μας ευεργετεί, ψυχικά και σωματικά, είναι όταν η παράκλησή μας προς Αυτόν γίνεται με πόνο είτε για εμάς τους ίδιους, πολύ περισσότερο όμως για τον πλησίον μας. Δεν υπάρχει με άλλα λόγια μεγαλύτερη χαρά για τον Τριαδικό Θεό μας από το να υπάρχουν άνθρωποι που με αγάπη και πόνο για τον συνάνθρωπό τους προσεύχονται υπέρ αυτών. «Πολύ συγκινείται ο Θεός» στην περίπτωση αυτή. Είναι αυτό που προέτρεπε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, να παρακαλούμε τον Θεό και θα ανταποκριθεί αμέσως. Αλλά να Τον παρακαλούμε όχι βαριεστημένα, αλλά με επιμονή και υπομονή, χωρίς να αφιστάμεθα από την αγάπη Του. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν. Ζητείτε και ευρήσετε. Κρούετε και ανοιγήσεται υμίν. Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται». Κι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος εξίσου συνεχίζει: «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων όπως ιαθήτε», ο ένας να προσεύχεται για τον άλλον προκειμένου να πάρετε την ίαση, είτε σωματική είτε ψυχική εννοείται.

Ποιο το θεμέλιο της συγκεκριμένης στάσης του πιστού που καλείται από τον Θεό να μη ξεχνάει τον συνάνθρωπό του και να δίνει «αφορμές» στον Κύριο για να εκφράζει τις απέναντί μας ευεργεσίες Του; Η αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ένα σώμα, ενωμένοι με τον Χριστό και μεταξύ μας – οι χριστιανοί ενεργεία, οι μη χριστιανοί δυνάμει. Αυτή δεν είναι η μεγαλειώδης προοπτική που μας έθεσε απαρχής ο Δημιουργός μας και την επανέφερε με τον πιο δυναμικό και δραστικό τρόπο ο Ιησούς Χριστός με τον ερχομό Του στον κόσμο λόγω της ανυπακοής και της πτώσεώς μας στην αμαρτία; «Πάτερ, θέλω ίνα ώσιν εν, καθώς και ημείς εν εσμεν». Η θέληση και η παράκληση προς τον Θεό Πατέρα του ίδιου του Κυρίου: η ενότητά Του με τον Πατέρα να είναι και να γίνεται ενότητα και μεταξύ των ανθρώπων.

Οπότε, αν ο κόσμος μας συνεχίζει να στέκεται, είναι γιατί υπάρχουν οι άγιοί μας, είτε οι γνωστοί είτε οι άγνωστοι της κάθε εποχής, που προσεύχονται στον Κύριο για όλους μας και προς χάρη τους προσφέρει τα αγαθά Του και σε εμάς τους υπολοίπους. Είναι πάντως συγκλονιστικό: Η ετοιμότητα του Θεού μας να μας δοθεί ολοκληρωτικά, όπως το κάνει σε κάθε θεία Λειτουργία που μας προσφέρει το σώμα και το αίμα Του, και η δική μας ακηδία και αδιαφορία που δεν Του δίνουμε την ευκαιρία να μας πλημμυρίσει με τα αγαθά Του. Σαν να είμαστε στο σκοτάδι, ενώ ο διακόπτης για να ανοίξει το φως είναι δίπλα μας, αλλά δεν τον πατάμε.