Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ... (70)


(Ολίγα τινά περί  των κλειστών λόγω κορονοϊού για ιερές ακολουθίες ναών...)
Ενόψει των εξελίξεων ως προς τα (σκληρά αλλά απαραίτητα θεωρούμενα) προληπτικά μέτρα κατά του κορονοϊού στο θέμα της φυσικής παρουσίας μας στους Ναούς είτε από πλευράς της Συνόδου της Εκκλησίας μας είτε από πλευράς της Κυβερνήσεως,  ίσως είναι καλό να προβληματιστούμε και στα παρακάτω:
- Μήπως η «στένωση» (απόλυτη ή μερική δεν έχει σημασία) για την τέλεση της θείας Λειτουργίας μάς κάνει να σκεφτούμε τους εν Χριστώ αδελφούς μας πολλών επαρχιακών περιοχών που συχνότατα δεν έχουν ιερέα για να λειτουργηθεί ο ναός τους και μένουν αλειτούργητοι και ακοινώνητοι για μεγάλο διάστημα; Κρίνεται η «ελιτίστικη» και ολίγον εγωιστική, δηλαδή μη χριστιανική, στάση μας. Τους θυμόμαστε καθόλου;
- Μήπως πρέπει να θυμηθούμε ότι το «πρόβλημα» με τη θεία κοινωνία δεν είναι αν «κολλάει» ο (όποιος) ιός μέσω αυτής – κατά τη μακρά ιστορουμένη παράδοση και την πίστη μας δεν υφίσταται κάτι τέτοιο – αλλά ότι μπορεί να αρρωστήσει (ή και να πάθει και χειρότερα!) κάποιος λαμβάνοντάς την, γιατί μετέχει των αχράντων μυστηρίων χωρίς την απαιτουμένη μετάνοια; Ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους (Α΄ Κορ. 11, 29-30) επισημαίνει ότι «όποιος τρώει τον άρτο και πίνει τον οίνο με τρόπο ανάξιο, χωρίς να αναγνωρίζει σ’ αυτά το σώμα του Κυρίου, αυτό που τρώει κι αυτό που πίνει φέρνουν πάνω του καταδίκη. Έτσι εξηγείται γιατί έχετε ανάμεσά σας πολλούς ελαφρά και βαριά αρρώστους, καθώς και αρκετούς θανάτους». Λοιπόν, θέλει προσοχή μεγάλη η συμμετοχή στη θεία κοινωνία, να προσέρχεται δηλαδή κανείς με βαθιά μετάνοια και με μεγάλο πόθο, προκειμένου να μη γίνεται η θεία μετάληψη για τον προσερχόμενο «εἰς κρῖμα ἤ εἰς κατάκριμα».
- Μήπως θα πρέπει να στοχαστούμε, σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες, περισσότερο και βαθύτερα πάνω στην πραγματικότητα ότι είμαστε όλοι οι βαπτισμένοι και χρισμένοι πιστοί μέλη του σώματος του Χριστού, που θα πει ότι σε τέτοιες κρίσιμες περιόδους όπου υφιστάμεθα έναν πόλεμο («παγκόσμιο πόλεμο» δεν χαρακτηρίζουν όλοι οι υπεύθυνοι των κρατών αυτό που περνάμε;) εκείνοι που μπορούν να τελέσουν τα μυστήρια, (όπως οι μοναχοί στα μοναστήρια για παράδειγμα), αναπληρώνουν το υστέρημα και το έλλειμμα το δικό μας; Κι αυτό σημαίνει ότι τελικώς μπορεί να μη μετέχουμε αισθητά στη θεία Λειτουργία για ένα διάστημα οι εν τω κόσμω χριστιανοί, όμως στο πρόσωπο των αδελφών μοναχών (ή και όποιων σε παρεκκλήσια ολιγομελώς μπορούν να τελέσουν τα μυστήρια) κατά τρόπο μυστικό και εν χάριτι μετέχουμε κι εμείς. (Και πηγαίνει το μυαλό μας εν προκειμένω και στον μεγάλο όσιο της εποχής μας Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος ευρισκόμενος στο Σινά το διάστημα 1962-1964 έκανε υπακοή στο τυπικό της Μονής της Αγίας Αικατερίνης, σύμφωνα με το οποίο (τότε) δεν επιτρεπόταν η συχνή θεία κοινωνία. Και τι έλεγε ο μέγας πατήρ; «Όταν ερχόταν η ώρα της θείας κοινωνίας και δεν μου επιτρεπόταν να προσέλθω, ο Κύριος μού  έδινε διπλή χάρη από ό,τι αν κοινωνούσα, γιατί έβλεπε τον πόθο μου και κυρίως την υπακοή την οποία έκανα»).
- Μήπως τέλος πρέπει διαρκώς να μνημονεύουμε τους αγίους Πατέρες μας, οι οποίοι μιλώντας για τη θεία κοινωνία αναφέρονται πάντοτε και στην πνευματική, πέραν από τη μυστηριακή, διάστασή της; Δηλαδή ότι θεία κοινωνία είναι βεβαίως πρωτίστως αυτό που τελεί η Εκκλησία μας, γιατί αυτό συνιστά τον πυρήνα και την ουσία της ύπαρξής της κατά την εντολή του ίδιου του αρχηγού και ιδρυτού της, όμως θεία κοινωνία είναι και η καθημερινή και κάθε στιγμής κατάσταση του πιστού χριστιανού, όταν βρίσκεται στην πορεία εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού. Ο ίδιος ο Κύριος υποσχέθηκε (και το βιώνουν εμπειρικά όλοι οι άγιοι και οι ενσυνείδητοι πιστοί) ότι όταν τηρεί κανείς τις εντολές Του, δηλαδή κυρίως τις εντολές της πίστης σ’ Αυτόν και της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, φανερώνει την αγάπη του σ’ Εκείνον, γεγονός που τον οδηγεί στο σημείο συντονισμού του με τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό. «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».
Αλλά ας αφήσουμε τον μεγάλο νεώτερο Πατέρα και Διδάσκαλο της Εκκλησίας όσιο Νικόδημο τον αγιορείτη να μας καθοδηγήσει επ’ αυτού από το γνωστό έργο του «Ἀόρατος πόλεμος). «Ἂν καὶ μυστηριακὰ δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὸν Κύριό μας περισσότερο ἀπὸ μία φορὰ τὴν ἡμέρα, ὅμως πνευματικὰ καὶ νοερὰ μποροῦμε νὰ τὸν δεχώμαστε κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγὴ διὰ μέσου της ἐργασίας ὅλων τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν ἐντολῶν καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν θεία προσευχὴ καὶ μάλιστα τὴν νοερά. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στὶς ἁγίες του ἐντολές, καὶ ὅποιος κάνει μία ἀρετὴ ἢ ἐντολή, δέχεται ἀμέσως μέσα στὴν ψυχή του καὶ τὸν Κύριο ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα σ᾿ αὐτές, ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ κατοικήσῃ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του μέσα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ φυλάξη τὶς ἐντολές του λέγοντας: «Ἐὰν κάποιος μὲ ἀγαπᾷ θὰ τηρήσῃ καὶ τὸν λόγο μου, καὶ ὁ Πατέρας μου θὰ τὸν ἀγαπήσῃ καὶ θὰ ἔλθουμε πρὸς αὐτὸν καὶ θὰ κατοικήσουμε σὲ αὐτόν» (Ἰω. 14,23). Ἡ κοινωνία αὐτὴ καὶ ἡ ἕνωσις δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφαιρεθῇ ἀπὸ κανένα κτίσμα παρὰ μόνον ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία μας ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο σφάλμα μας. Καὶ μερικὲς φορὲς αὐτὴ ἡ Κοινωνία εἶναι τόσο καρποφόρα καὶ τόσο εὐάρεστη στὸν Θεό, ὅσο ἴσως δὲν εἶναι πολλὲς ἄλλες μυστηριώδεις κοινωνίες ἀπὸ τὴν ἔλλειψι ἐκείνων ποὺ τὶς δέχονται. Λοιπόν, ὅσες φορὲς ἔχεις τὴν διάθεσι καὶ ἑτοιμασθῇς γιὰ μία παρόμοια κοινωνία, θὰ βρῇς πρόθυμο καὶ ἕτοιμο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, μόνος του νὰ σὲ τρέφῃ πνευματικὰ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια».