Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ



«Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει»
Μέσα στήν πένθιμη ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἔρχεται ὡς ἀκτίνα φωτός πού ἀλλάζει τή διάθεση τῶν πιστῶν – τά χαμηλωμένα φῶτα τοῦ Ναοῦ ἀνάβουν στό ἀνώτερο δυνατό, τά ἄμφια λαμπροφοροῦν καί πάλι, ἡ ἁγία Τράπεζα μέ τά φωτεινά ἐνδύματά της τό ἴδιο. Στήν πραγματικότητα βεβαίως λειτουργεῖ ἡ ἴδια πνευματική ἀτμόσφαιρα, αὐτή τῆς χαρμολύπης, ἡ ὁποία  διαποτίζει πάντοτε ὅλη τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, κι αὐτό γιατί τό ὅποιο λαμπρό στοιχεῖο αὐτῆς προϋποθέτει καί παραπέμπει στό πένθιμο τῆς μετανοίας· τό ὅποιο πένθιμο στοιχεῖο ἀποκαλύπτει ἐξίσου τό λαμπρό καί φωτεινό ἔνδυμά της. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά τήν πιό βαθιά ἀλήθεια πού ζεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀκολουθεῖ γνήσια τά χνάρια τῆς κεφαλῆς του, δηλαδή τή βίωση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου – εἶναι μία πραγματικότητα μέ δύο ὄψεις: Σταυρός καί Ἀνάσταση· Ἀνάσταση καί Σταυρός. Κι ἕνας χαιρετισμός, ἤδη ἀπό τήν πρώτη στάση τῆς ἀκολουθίας, ἔρχεται καί μᾶς προβληματίζει πάνω στή συγκεκριμένη πραγματικότητα: χαιρετίζουμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο κυρίως τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της, διότι μέσω αὐτῆς θά λάμψει ἡ χαρά μέσα στόν κόσμο. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ χαρά;
1. Ὁ ὑμνογράφος βεβαίως μιλάει γιά τή χαρά πού φέρνει ὁ Χριστός μέ τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο,  σέ ἀντιδιαστολή μέ τή λύπη καί τή μελαγχολία πού κυριαρχοῦσε στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή. Ὁ κόσμος μέχρι νά ἔρθει ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός βρισκόταν βουτηγμένος μέσα σ’ αὐτό πού ἀποτελεῖ αἴτιο τῆς θλίψης καί τῆς λύπης, τήν ἴδια τήν ἁμαρτία, γιά τόν λόγο ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶχε δημιουργηθεῖ γιά νά ζεῖ μαζί μέ τόν Θεό ὡς ἕνας ἄλλος Θεός ἐπί τῆς γῆς, συνεπῶς νά ζεῖ καί τή χαρά καί τήν εὐτυχία τοῦ Θεοῦ, δέν στάθηκε πάνω στή φυσιολογία τῆς δημιουργίας του αὐτῆς, ἀλλά ἐπαναστάτησε καί ἀπώλεσε τή σχέση μέ τόν Δημιουργό του. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό: ὁδηγήθηκε στήν παρά φύσιν κατάσταση τῆς ἀπομάκρυνσή του ἀπό Αὐτόν πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς του, συνεπῶς ἄρχισε νά ζεῖ τόν ἴδιο τόν θάνατο, πνευματικό καί ὕστερα καί σωματικό. Ὁ θάνατος ὅμως συνοδεύεται πάντοτε μέ τά γνωρίσματα πού τόν συνοδεύουν, τή θλίψη, τή στενοχώρια, τή μελαγχολία - ὅ,τι συνιστᾶ βίωμα τῆς ἴδια τῆς κόλασης. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό ἐπισημαίνει μέ τόν πιό ἄμεσο καί ἀνάγλυφο τρόπο: «Θλίψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό κακόν». Κι εἶναι συγκλονιστικά τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἤδη ἀπό τήν εἰσαγωγή τῆς Σαρακοστῆς, τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ὅπου διεκτραγωδοῦν τό ἄλγος καί τόν ἐσωτερικό ἅδη στόν ὁποῖο περιέπεσε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία. «Κάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι στόν Παράδεισο καί θρηνώντας γιά τή γύμνωσή του ἄρχισε νά ὀδύρεται. Ἀλλίμονο σέ μένα πού μ’ ἔπεισε καί μ’ ἔκλεψε ἡ πονηρή ἀπάτη. Ἀλλίμονό μου… Ἐλεήμονα καί φιλάνθρωπε σοῦ φωνάζω: ἐλέησον ἐμένα πού παράπεσα».
2. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, προκειμένου νά σηκώσει πάνω Του τήν ἁμαρτία καί τά φρικτά ἀποτελέσματά της (:«ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου») καί νά δώσει στόν ἄνθρωπο πού θά Τόν ἀποδεχτεῖ τή δυνατότητα καί πάλι ἐπαναφορᾶς του στήν ὑγιή πραγματικότητα: νά ζήσει ἐκ νέου τόν Παράδεισο, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού εἶναι ὁ Παράδεισος, πιό ἔντονα καί αὐξημένα ὅμως κι ἀπό τήν πρώτη φορά. Ὁ Χριστός μέ ἄλλα λόγια εἶναι ὁ μόνος πού δημιουργεῖ συνθῆκες χαρᾶς, γιατί εἶναι ὁ μόνος πού καταργεῖ τό αἴτιο τῆς λύπης, τήν ἁμαρτία. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ὅπου δέν ὑπάρχει Χριστός, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά, ἔστω καί ἄν παρουσιάζονται στοιχεῖα πού φαίνονται ὅτι τήν «ἀποκαλύπτουν»: διασκεδάσεις, γέλια, ἀπολαύσεις. Ὁ καθένας ὅμως ἀπό τήν ἐμπειρία καί τίς γνώσεις του γνωρίζει ὅτι τά ἐξωτερικά αὐτά σημάδια «λαμπρότητας» τοῦ βίου δέν συνιστοῦν τήν ἀληθινή χαρά. Γιατί λειτουργοῦν στήν ἐπιφάνεια, ἀφήνοντας ἀνέγγιχτο τό βάθος τοῦ ἀνθρώπου πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Στήν καρδιά «παίζεται» ἡ ἀληθινή ζωή, ἐκεῖ ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς πλήρωσης καί τοῦ περιεχομένου της, καλό ἤ κακό, ὑπάρχει ἡ χαρά ἤ ἡ θλίψη. Ἀπόδειξη: τά μεγαλύτερα ποσοστά αὐτοκτονιῶν βρίσκονται ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει πρόβλημα φτώχειας καί οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μέσα σέ πλούτη καί ἀνέσεις!
3. Ὁπότε μιλᾶμε γιά τήν ἀληθινή χαρά πού πηγάζει ἀπό τήν καρδιά, πού προϋποθέτει τήν πνευματική ἄσκηση (ὅπως τήν καθορίζουν οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας) γιά τή διατήρηση τῆς καθαρότητάς της, πού ἀφήνει χῶρο μ’ ἕναν λόγο γιά τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί τή θέα τοῦ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». «Πάλιν ὄψομαι ὑμᾶς καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία», ὅπως θά πεῖ ὁ Κύριος, γι’ αὐτό καί ὁ ἀσπασμός καί ὁ χαιρετισμός Του ἦταν, κυρίως μετά τήν Ἀνάστασή Του, τό «χαίρετε». Ἀκριβῶς ἔτσι κατανοοῦμε καί τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου «χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ χαίρετε», διότι ἡ χαρά συνιστᾶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν πιστό ἄνθρωπο καί σημαδοτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Πάντοτε χαίρετε… Τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ εἰς ὑμᾶς». «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν… χαρά…».
4. Κι ἐδῶ βρίσκει θέση ἡ ἀρχική μας ὑπενθύμιση: ἡ καρδιακή αὐτή χαρά ἀπαιτεῖ τόν πένθιμο ἀγώνα τῆς μετανοίας, προκειμένου ἡ καρδιά νά καθαριστεῖ ἀπό ὅ,τι βρώμικο καί ἁμαρτωλό ἔχει. Γιατί στήν καθαρή καρδιά μόνο ἐπαναπαύεται ὁ Θεός. Πού θά πεῖ: γιά νά ἀναδυθεῖ ἡ χαρά πρέπει πρῶτα ὁ πιστός νά καταδυθεῖ στήν ἄβυσσο τοῦ ἅδη τῆς καρδιᾶς του  ἐν μετανοίᾳ· νά κλάψει καί νά πονέσει γιά τά διεστραμμένα πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ του· νά χύσει δάκρυα πνευματικά πού θά καθαρίσουν τό ἔδαφος τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Στή χαρισματική αὐτή κατάσταση  βρίσκει ὄντως τόπο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἀρχίζει ἡ ἀνατολή τῆς δράσεώς Του πού συνοδεύεται πάντοτε, ὅπως εἴπαμε, πρῶτα ἀπό τήν ἀγάπη κι ἔπειτα ἀπό τή χαρά. Ἔτσι τό σταυρικό στοιχεῖο τῆς λύπης τῆς μετανοίας ὁδηγεῖ στή χαρά καί τό φῶς τῆς ἀνάστασης, γεγονός πού σφραγίζει τήν ὅλη πνευματική πορεία ἑνός χριστιανοῦ μέσα στόν κόσμο.
Ὁ Χριστός φέρνει πράγματι τήν ἀληθινή χαρά, γιατί Αὐτός εἶναι ἡ πηγή της. Ὁ κόσμος ἄλλαξε τόν ροῦ του ἀφότου Ἐκεῖνος ἔταμε τήν ἱστορία - ἡ μετά Χριστόν ἐποχή χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ φωτός καί τῆς χαρᾶς. Ἀρκεῖ βεβαίως νά ὑπάρχει καί ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου: ἡ θέλησή του νά ἀποδεχτεῖ καί νά πιστέψει σ’ Αὐτόν. Ἄν δέν πιστέψει, τό πρό Χριστοῦ μέ τή μελαγχολία καί τή θλίψη του συνεχίζει τήν πορεία του καί μετά τόν ἐρχομό Του. Τό πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν συνιστοῦν πνευματικές συντεταγμένες πού ἀφήνουν τό ἀποτύπωμά τους βεβαίως στόν κορμό τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Κι αὐτή ἡ χάρη καί ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ πού σώζει τόν κόσμο ἦλθε μέσα ἀπό τήν Παναγία Μητέρα Του. Ἡ μοναδικότητα παγκοσμίως τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει καί τή μοναδικότητα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Διότι «δι’ αὐτῆς ἔλαμψε ἡ χαρά».