Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Ο Ρ Θ Ο Δ Ο Ξ Ι Α


Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀκοῦμε τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐπιβεβαιώνει κάθε φορά τήν πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἴδια βρίσκεται στόν κόσμο ὄχι σάν ἕνας κλῶνος στό δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως πιστεύουν οἱ αἱρετικοί Προτεστάντες, ἀλλά σάν τό ἴδιο τό δένδρο, ἡ προέκταση κατ’ ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», κατά τή γνωστή φράση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου.
 «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν…». «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Ἡ πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας  ὅτι διασώζει τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ - πεποίθηση ἡ ὁποία στηρίζεται καί στήν ἱστορία καί στήν ἐμπειρία ὅλων τῶν ἁγίων – σημαίνει πάνω ἀπό ὅλα ὅτι ἄν θέλει κανείς νά ἔχει ὀρθή σχέση μέ τόν Χριστό, ἄν θέλει νά Τόν δεῖ ἀνόθευτα καί γνήσια, πρέπει νά ἐνταχτεῖ στό σῶμα της, νά γίνει μέλος της, νά βαπτιστεῖ ὀρθόδοξος χριστιανός. Διότι αὐτή εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία πού συνέχισε καί συνεχίζει νά ζεῖ καί νά βλέπει τά πράγματα σύμφωνα μέ τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων. Σ’ ἕναν κόσμο πού προβάλλει πολλούς παραμορφωτικούς φακούς, πού καί μέσα στόν Χριστιανισμό παρουσιάζονται φαινόμενα πολλαπλῆς ἀπόκλισης, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς τοποθετεῖ ἄμεσα καί σέ εὐθεῖα γραμμή πρός τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Καλύτερα· ὁ ἴδιος ὁ Χριστός κρατάει στέρεη τήν ἀληθινή εἰκόνα Του καί τήν παρουσία Του στόν κόσμο μέσα ἀπό τό ζωντανό σῶμα Του, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός δέν ἔχει δική του πίστη καί κοσμοθεωρία. Ἡ πίστη του εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος εἶναι συνειδητό μέλος. Ἄν ἐνδεχομένως ὁ ὀρθόδοξος θελήσει νά ἔχει δική του πίστη, τότε παύει αὐτομάτως νά ἀνήκει καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Διότι θέτει τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ ὅλου, τοῦ σώματος, ἄρα  στήν πραγματικότητα αὐτοθεοποιεῖται. Στή συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά ἀκριβῶς σ’ αὐτό πού συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς ἁμαρτίας καί τῆς αἵρεσης· τόν ἐγωισμό τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τό βασικό γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή («ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν εἰς ὑπακοήν πίστεως» (Ρωμ.1,5) θά ἐπισημάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ἄρα καί ἡ ταπείνωση – ταπείνωση καί ὑπακοή πάντοτε συνυπάρχουν. Ἐπανειλημμένως μάλιστα ἔχει τονιστεῖ ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος (ἴσως ὑπερήφανος), ὅσο ὁ ταπεινός. Κι ἡ ταπείνωση αὐτή κρίνει καί τή γνησιότητα τῆς ὅποιας νομιζομένης ἁγιότητας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ θεωρούμενος ἅγιος εἶναι τόσο πιό πολύ ἅγιος, ὅσο εἶναι ἕτοιμος νά ὑπακούσει στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑπάρχουσα ἁγιοπνευματική συνοδική δομή της καί τούς κανονικούς ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά ἅγιος ἄλλωστε δέν ἔθεσε τή δική του ἁγιότητα ὑπεράνω τῆς ἁγιότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, σάν τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, Σωφρόνιο, εἶχαν ἔντονο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί παρέπεμπαν πάντοτε τούς ἀνθρώπους νά ἐνταχτοῦν στήν κανονική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέλη τίμια τῆς ὁποίας ἦσαν καί εἶναι καί οἱ ἴδιοι.
Ἄς ἀκούσουμε γιά παράδειγμα τόν συγκλονιστικό λόγο τοῦ ὁσίου Πορφυρίου: «προτιμῶ νά πλανῶμαι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς» ἤ αὐτά πού γράφει ἐκτεταμένα ἐπ’ αὐτοῦ σέ μιά ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Πιστεύω στόν Χριστό. Πιστεύω τόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνον τόν Χριστό πού γνώρισα στήν Ἐκκλησία… Ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο μοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία! Δέν καταφρονῶ κανένα μέσο πού συντελεῖ στήν ἕνωσή μου μέ τόν Χριστό. Ἀλλά εἶναι ἄραγε δυνατό νά βροῦμε κάπου ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μεγαλύτερη ἀφθονία αὐτά τά μέσα; Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο, ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνουμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμε τόν Λόγο Του. Μέ τό ὄνομά Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμή Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα. Καί ὅλη ἡ πεῖρα αὐτό μαρτυρεῖ τόσο ὁλοφάνερα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει τά ἑξῆς καταπληκτικά: «Ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐκκλησιαστικός, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς ἱστορικό φαινόμενο, ὡς κοινότητα τῶν χριστιανῶν… Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μοῦ δίνει ἡ Ἐκκλησία; Τό βάπτισμα, τή μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν ἱερωσύνη κλπ. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα πάντα μέ τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος τῆς πιό μεγαλειώδους παραδόσεως πού ὑπάρχει στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα στήν Ἐκκλησία ζῶ συνεχῶς τήν πιό ζωντανή σχέση μέ τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Παῦλο καί τούς Ἀποστόλους, μέ τόν Ἀθανάσιο, τόν Βασίλειο καί τούς ἄλλους Πατέρες, μέ τόν Ἀντώνιο καί τον Σισώη, μέ τόν Μακάριο καί τόν Ἰσαάκ, μέ τόν Μάξιμο καί τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, μέ τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτοί εἶναι οἱ οἰκεῖοι μου, οἱ συγγενεῖς μου. Τούς παρέλαβα ὅμως στήν ἐκκλησιαστική τάξη. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ σύνδεσμος μαζί τους ἐξασθενεῖ. Ἔστω καί σέ μικρότερο μέτρο, ζῶ ὅμως τήν ἴδια ζωή μέ αὐτούς. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώνω στή συνείδησή μου τήν εἰκόνα τοῦ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη Ἐσταυρωμένου γιά τίς ἁμαρτίες μας Χριστοῦ. Εἰκόνα πού πάντοτε μέ πρᾶο, ἀλλά ἔντονο τρόπο, ἑλκύει τήν ψυχή μου! Καί νά, ὅλα αὐτά μοῦ δίνουν τή δύναμη νά ὑπομένω πολλά ἀνόητα διεστραμμένα, πού συναντᾶμε στό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον».
Εἶναι αὐτονόητο βεβαίως ἔτσι ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὁ ἁπλῶς ὀρθοδοξολογῶν, (ὅπως βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Ματθ. 7, 21): «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός»), ἀλλά ἐκεῖνος πού ζεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστη, πού τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ἐκεῖνος δηλαδή πού  κ α ί  πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά  κ α ί  ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του. Διότι αὐτήν τήν ἐντολή μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος: «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή Αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀγαπῶμεν ἀλλήλους» (Α΄ Ἰωάν. 3, 23). Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ἄλλωστε αὐτό πού ἐπανειλημμένως ἐπισημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· μία ὀρθοδοξολογία χωρίς τήν ἐμψύχωσή της ἀπό τήν ἴδια τή ζωή, πέρα ἀπό ὑποκρισία συνιστᾶ μνήμη προσωρινή. Σιγά-σιγά ἐκφυλίζεται μέχρις ὅτου χαθεῖ παντελῶς! Τό ἐπισημαίνει μέ ἐποπτικό τρόπο ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος: «Ὅποιος ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί δέν τόν ἐφαρμόζει, αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού βλέπει τόν ἑαυτό του μέσα σ’ ἕναν καθρέπτη. Τόν βλέπει καί φεύγοντας ξεχνάει ἀμέσως πῶς ἦταν» (1, 23-24).
Ὁπότε κατανοεῖ κανείς ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀποτελεῖ ἀγώνα γιά νά κρατήσει ὁ ἄνθρωπος τό ἀληθινό του πρόσωπο, νά μπορεῖ δηλαδή νά ἀγαπᾶ. Γιά νά τό ποῦμε κι ἀλλιῶς: μένω στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σημαίνει μένω στόν Χριστό καί μένω στόν Χριστό σημαίνει μπορῶ νά ἀγαπῶ· ἁπλά καί ἀληθινά, ὅλον τόν κόσμο, ὅπου γῆς, χωρίς ὅρια καί φραγμούς - ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ ἅγιοί μας. Γιατί τί ἄλλο ἔκαναν οἱ ἅγιοι στήν πραγματικότητα παρά τό ὅτι ἀγάπησαν τόν Χριστό καί ἔδειξαν γι’ αὐτό τήν ἀληθινή ἀγάπη καί πρός τόν ἄνθρωπο. Ὅταν μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πρέπει ἡ σκέψη μας νά πηγαίνει σέ κάποιους ἴσως κληρικούς ἤ καί σέ κάποιους λαϊκούς πού μπορεῖ νά μή στέκουν σωστά στήν πίστη· πρέπει νά πηγαίνει στούς ἁγίους μας πού συνιστοῦν τά ὅρια τῆς ὀρθοδοξίας, γιατί σ’ αὐτούς φανερώνεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτοί ἀποτελοῦν τήν προέκτασή Του στόν κόσμο, κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἴδιου: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5) ἤ καί τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Θά λέγαμε μάλιστα ὅτι οἱ ἅγιοι δείχνουν τό βάθος τῆς σημασίας καί τῆς ἀποκατάστασης τῶν εἰκόνων - ὅ,τι ἑορτάζουμε ἱστορικά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας: ἀποκατέστησαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τή ζοφωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, γι’ αὐτό καί τιμώντας αὐτούς τόν Χριστό στήν πραγματικότητα τιμοῦμε καί δοξάζουμε. «…Τόν μέν (Χριστόν) ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ (ἁγίους) διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες» κατά τή διατύπωση καί πάλι τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ἑορτή γιά θριαμβολογίες. Ἀποτελεῖ περισσότερο μία πρόκληση προκειμένου νά προβληματιζόμαστε οἱ πιστοί πάνω στήν ποιότητα τῆς πίστεώς μας: ἄν πορευόμαστε ἀδιάκοπα στή ζωή αὐτή μέ γνώμονα τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄν τήν ἀλλοιώνουμε μέ ξένα πρός αὐτήν στοιχεῖα. Κι ὁ Κύριος ὑπῆρξε ἀπόλυτος στό σημεῖο αὐτό: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12, 30)