Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Η ΑΣΒΕΣΤΗ ΚΑΝΔΗΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ



Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ μέγας ἀναχωρητής, ἐπέστρεφε κι αὐτήν τή φορά ἀπό τό μεγάλο ταξίδι του. Εἶχε σκιρτήσει ἡ καρδιά του ἐδῶ καί τρεῖς μῆνες περίπου, τήν ὥρα πού μελετοῦσε γιά πολλοστή φορά τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο στό σπήλαιο πού τόν φιλοξενοῦσε λίγο ἔξω ἀπό τό χωριό Σοχοῦς, εἴκοσι περίπου μίλια μακριά ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, νά ἐπισκεφτεῖ καί πάλι τόν τάφο τοῦ ἀγαπημένου του ἀποστόλου στήν Ἔφεσο, νά προσκυνήσει τ’ ἅγια χώματα πού δέχτηκαν τόν ἁγιασμό ἀπό τόν μαθητή τῆς ἀγάπης, νά νιώσει γιά μιά ἀκόμη φορά ὅλα ἐκεῖνα τά εὐλογημένα συναισθήματα πού εἶχε αἰσθανθεῖ καί τίς προηγούμενες φορές. Γιατί ἦταν εὐλογημένη του συνήθεια, κατά καιρούς νά ἐπισκέπτεται τόπους στούς ὁποίους εἶχαν ζήσει ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κι ἀκόμη περισσότερο τούς τόπους ἐκείνους πού εἶχαν πατήσει τά πόδια τοῦ ἴδιου τοῦ ἐνσαρκωμένου Θεοῦ μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τούς Ἅγιους Τόπους. Ἐκεῖ σάν νά μεταρσιωνόταν, ζοῦσε πανίερες στιγμές, ὁ Θεός τοῦ ἔδινε τή χάρη νά μεταφέρεται ἐν Πνεύματι καί νά βλέπει καί νά ἀκούει ὅ,τι εἶχε διαδραματιστεῖ τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου ἀλλά καί τήν ἐποχή τῶν ἁγίων. 

Εἶχε ἑτοιμαστεῖ λοιπόν κι αὐτήν τή φορά κι ὅπως ἔκανε πάντα γονάτισε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, αὐτήν πού κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά Της τόν Θεό μας, κι ἀποδύθηκε στόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς. Γιά πολλή ὥρα Τήν ἱκέτευε νά εὐλογήσει τήν ἱερή ἀποδημία του, νά εἶναι ἡ βοηθός καί ἡ συμπαραστάτης Του καί πάνω ἀπ’ ὅλα νά συνεχίσει νά τοῦ προσφέρει τή δωρεά πού πάντοτε τοῦ πρόσφερε: νά κρατάει ἄσβεστη τή φλόγα τῆς ἁγίας κανδήλας πού ἔκαιγε ἀκατάπαυστα στήν εἰκόνα Της. Γιατί ἡ κανδήλα Της δέν βρισκόταν ποτέ σβηστή. Ὅσο ἐκεῖνος βρισκόταν στό σπήλαιο καί στά περίγυρά του, φρόντιζε μέ προσοχή κι  εὐλάβεια νά τήν ἔχει διαρκῶς ἀναμμένη, ὅταν ὅμως ἔφευγε γιά τά προσκυνήματά του, τά ὁποῖα κρατοῦσαν ἀπό ἕνα καί μέχρι ἕξι μῆνες, εἶχε παρακαλέσει τή Μεγάλη Μάνα Ἐκείνη νά ἔχει τή φροντίδα.
 
«Ἁγία Δέσποινα Θεοτόκε», δεόταν μέ μεγάλη ἀγάπη καί ταπείνωση, «ἐπειδή πρόκειται νά βαδίσω μεγάλο δρόμο πού ἔχει πολλῶν ἡμερῶν ἀπόσταση, φρόντισε τήν κανδήλα Σου, κι ἄν πάει νά σβήσει, φύλαξέ την, κατά τή διάθεσή μου, ἐπειδή ἐγώ φεύγω ἔχοντας τή βοήθειά Σου συνοδοιπόρο». Ἡ φλόγα τῆς κανδήλας ἦταν ἡ φλόγα τῆς καρδιᾶς του, ἡ κανδήλα ἦταν τό σύμβολο τῆς πίστης καί τοῦ ἔρωτά του πρός τόν Κύριο καί τή Παναγία Μητέρα Του, ὅσο ἡ φλόγα ἔφεγγε τό Πανάγιο πρόσωπό Της σήμαινε γι’ αὐτόν ὅτι Ἐκείνη ἦταν ὁ φύλακας καί ὁ συνοδοιπόρος του.
Τά πράγματα ἐξελίχτηκαν ὅπως πάντα: ἡ καρδιά του γέμισε ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔνιωσε τόν συγκλονισμό τῆς παρουσίας τοῦ ἠγαπημένου μαθητῆ, «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου, Δέσποτα», πῆραν τά χείλη του ἀσυναίσθητα νά ψιθυρίζουν. Χόρτασε χάρη, βύζαξε τό γάλα τῆς νοερᾶς αἴσθησης, πῆρε καί πάλι μετά ἀπό κάποιο διάστημα τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Δέν ἔνιωθε κανένα βάρος, δέν ἔνιωθε καθόλου κόπο, δέν περπατοῦσε, πέταγε. Ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἦταν τέτοια πού οὔτε κατάλαβε πῶς διάνυσε ὁδοιπορώντας τόσο δρόμο, πῶς ἔφτασε στά περίχωρα τοῦ Σοχοῦ... Σέ λίγη ὥρα θά ἔμπαινε καί πάλι στό ἀγαπημένο του σπήλαιο, θά βρισκόταν γονατιστός μπροστά στήν Μάνα Παναγιά καί τόν μικρό Χριστό πού Ἐκείνη κρατοῦσε... Ἡ καρδιά του κτυποῦσε λίγο πιό ἔντονα... Ἕνα μικρό στενάκι πού χώριζε δύο ἀγροκτήματα μέ ἀγκαθωτούς φράκτες ἦταν τό τελευταῖο πού ἔπρεπε νά διαβεῖ. Μετά ἀπό αὐτό, τό σπήλαιό του ἦταν μπροστά του.
Κι ἐκεῖ... παρουσιάστηκε ὁ πειρασμός. Τήν ὥρα πού εἶχε περάσει τό δίστρατο καί εἶχε μπεῖ πιά στή στενωπό, τέτοια πού μέ δυσκολία χωροῦσε ἕνας ἄνθρωπος χωρίς νά κρατάει καμιά πραμάτεια μαζί του, φάνηκε νά ἔρχεται ἕνα μεγάλο λιοντάρι, μέ περπατησιά μεγαλοπρεπή – πραγματικά βασιλιᾶς τῶν ζώων, σκέφτηκε ὁ ἀββᾶς. Εἶδε τό ἀδιέξοδο – νά χωρέσουν καί οἱ δύο ἦταν ἀδύνατο! Μά οὔτε στιγμή δέν σκέφτηκε νά ὀπισθοδρομήσει, νά πάει καί πάλι στό ἄνοιγμα τοῦ δρόμου. Προφανῶς τό ἴδιο... σκέφτηκε καί τό λιοντάρι. Συνέχισαν νά προχωροῦν καί οἱ δύο ἀπτόητοι, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλιᾶς τῆς κτίσης∙ ὁ ἄρχοντας τῶν ζώων, τό μεγαλοπρεπές λιοντάρι. Τά μετασκευασμένα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ μάτια τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ ὅμως δέν λειτουργοῦσαν μέ τόν φυσικό μόνο τρόπο∙ ὁ Ἰωάννης ἔβλεπε βεβαίως τό λιοντάρι, ἀλλά ἔβλεπε ἐπίσης καί τή χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού διακρατοῦσε τό λιοντάρι, ὅπως καί τή δική του ὕπαρξη. «Πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Ἡ καρδιά του, δοσμένη στόν Θεό, κινοῦνταν μέ ἀγαπητική διάθεση πρός τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τό λιοντάρι σάν σημεῖο τῆς ἀδελφῆς του φύσης πού ἀνήκει στόν Δημιουργό τοῦ σύμπαντος κόσμου. Τό ἀρχοντικό ζῶο γινόταν ἀφορμή δοξολογίας πρός τόν Κύριο, πῶς τοῦ ἦλθε ἐκείνη τήν ὥρα στό μυαλό ὁ Ἀδάμ μέσα στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ πού ἔδινε ὄνομα σ’ ὅλα τά ζῶα, πῶς τοῦ φάνηκε ὅτι βαδίζει ἐκείνην τήν ὥρα μέ τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ, Γεράσιμο τόν Ἰορδανίτη! Συνέχισε νά προχωρεῖ, φτάσανε σέ σημεῖο ἀναπνοῆς ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον...
Καί τότε, σάν νά ἦταν τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου, συνέβη τό θαῦμα. Σάν ὑποτακτικός τό λιοντάρι πού ἀναγνωρίζει τόν κύριό του, σηκώθηκε στά πίσω πόδια του καί ὄρθιο ἀκούμπησε στόν φράχτη ἀριστερά τοῦ Γέροντα. Ἔτσι ἔκανε μέ τό βάρος καί τή δύναμη τοῦ σώματος κάποια μικρή εὐρυχωρία καί πρόσφερε ἀνεμπόδιστη τήν πορεία στόν δίκαιο ἄνθρωπο. Ὁ Γέροντας πέρασε ἀγγίζοντας σάν νά χάϊδευε τή ράχη τοῦ λιονταριοῦ. «Δόξα Σοι ὁ Θεός», ψιθύριζαν τά χείλη καί ἡ καρδιά του. Κι ὅταν πέρασε, τό λιοντάρι σηκώθηκε ἀπό τόν φράχτη, ἦλθε στά κανονικά του καί προχώρησε τόν δικό του δρόμο.
Σέ λίγα λεπτά ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, ὁ μεγάλος ἀναχωρητής, ὁ προσκυνητής τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, βρισκόταν πεσμένος μπροστά στήν εἰκόνα τῆς λατρευτῆς του Ὑπεραγίας Μητέρας καί τοῦ Υἱοῦ Της. Τά δάκρυά του, δάκρυα εὐχαριστίας καί δοξολογίας γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ προσκυνήματός του, γιά τή φανερή προστασία τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας, ἔλουζαν τό πρόσωπό του καί σχημάτιζαν μιά μικρή λίμνη στό χωμάτινο δάπεδο. Καί βεβαίως, ἡ φλόγα τῆς κανδήλας ἔκαιγε ἄσβεστη χωρίς καμία διακοπή. Ἡ ἄχραντη Δέσποινα Θεοτόκος τοῦ εἶχε κάνει κι αὐτήν τή φορά τή χάρη...  
(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰ.  Μόσχου, κεφ. 180-181)