«Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς
ἐκλήθητε» (Ἐφ. 4, 1 )
α. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ
συγγραφέας τῆς ἐπιστολῆς, βρίσκεται φυλακισμένος στή Ρώμη. Μαθαίνει ἐκεῖ ὅτι οἱ
ἀγαπημένοι του Ἐφέσιοι, τούς ὁποίους διακόνησε ἐπί τριετία, ἄρχισαν νά
προβαίνουν σέ ἐκδηλώσεις πού ἔδειχναν ὅτι κάποιες ἑβραϊκές ἀντιλήψεις ἄρχισαν
νά τούς ἐπηρεάζουν. Αἰσθάνθηκε ἀμέσως τόν κίνδυνο τῆς διάσπασης τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητάς
τους, τή διακύβευση ἑπομένως τῆς σωτηρίας τους, γι’ αὐτό καί ἀντιδρᾶ ἄμεσα.
Γράφει τήν ἐπιστολή, προκειμένου νά τούς τονίσει γιά μία ἀκόμη φορά τό σχέδιο
σωτηρίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ καί πῶς ὁ χριστιανός πιά πρέπει νά πορεύεται τή νέα
ζωή του. Ἡ παράκλησή του ἔχει πράγματι δραματικό χαρακτήρα: «Σᾶς παρακαλῶ, ἐγώ ὁ
φυλακισμένος γιά χάρη τοῦ Κυρίου, νά ζεῖτε ἀντάξια Ἐκείνου πού σᾶς κάλεσε στή
νέα ζωή».
β. 1. Ἀξίζει πρῶτα ἀπό ὅλα,
πρίν δεῖ κανείς τό περιεχόμενο τῆς προτροπῆς τοῦ ἁγίου Παύλου, νά σημειώσει ὅτι
ὁ ἀπόστολος γράφει ὄχι καθισμένος σέ κάποιο γραφεῖο ἤ σέ κάποια ἥσυχη γωνιά τοῦ
σπιτιοῦ του, ὁπότε αὐτά πού γράφει ἴσως συνιστοῦν «καλολογίες», ἀλλά γράφει
φυλακισμένος, ταλαιπωρημένος, «βαστάζει
στό σῶμα του τά στίγματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἀλλοῦ θά σημειώσει, πού
σημαίνει ὅτι ὁ λόγος του ἀποκτᾶ τή βαρύτητα τῆς μαρτυρίας ἑνός ἑτοιμοθάνατου μάρτυρα,
αὐτοῦ πού λέει τήν ἀλήθεια, γιατί τήν ἐπιβεβαιώνει μέ τήν ἴδια τή ζωή του. Κι ἀκόμη:
ἐνῶ καταθέτει τήν ἀλήθεια τῆς πίστης τῆς σαρκωμένης στή ζωή του, παρ’ ὅλη τήν
ταλαιπωρία του καί τή δυσχέρειά του, ἀποκαλύπτει τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς του:
δέν ἐπιτάσσει, δέν «διατάζει», μόνον παρακαλεῖ. «Σᾶς παρακαλῶ», λέει, «ἐγώ ὁ
φυλακισμένος γιά χάρη τοῦ Κυρίου». Γιατί; Διότι τούς ἀγαπᾶ, διότι εἶναι ὁ
πατέρας πού «καίγεται» γιά τά παιδιά του, ὅπως ἀλλοῦ καί πάλι ἔχει πεῖ: «Μπορεῖ νά ἔχετε πολλούς δασκάλους καί
παιδαγωγούς, ἀλλά δέν ἔχετε πολλούς πατέρες. Ἐγώ εἶμαι ὁ πατέρας σας, γιατί σᾶς
γέννησα στό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ποιός θά δεχόταν μιά τέτοια ἐπιστολή
- ἀνεξάρτητα ἄν τήν ἔγραψε μόνο γιά τούς Ἐφεσίους ἤ καί γιά ἄλλους – καί θά
μποροῦσε νά μήν τή λάβει σοβαρά ὑπ’ ὄψιν;
2. Καί τί προτρέπει ὁ ἀπόστολος
μέ δραματική ἔνταση; Νά ζοῦν οἱ πιστοί κατ’ ἀξίαν τῆς κλήσεως στήν ὁποία
κλήθηκαν. Ποιά ἦταν συγκεκριμένα ἡ κλήση τους; Αὐτό πού πάντοτε ἐτόνιζε σέ ὅλους
ὁ ἀπόστολος: νά ἔχουν κοινωνία μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ, ὁ μοναδικός Σωτήρας τοῦ κόσμου. «Πιστός
ὁ Θεός», λέει κάπου σέ ἀνάλογο προβληματισμό, «δι’ οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Κοινωνία μέ τόν Χριστό, σχέση προσωπική δηλαδή, ἔνταξη στό ἅγιο σῶμα Του, ὅ,τι ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε ἀποκαλύψει: «ἐγώ εἰμι
ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Ὁ Κύριος δέν ἦλθε γιά νά μᾶς καλέσει νά
γίνουμε ἁπλῶς καλοί ἄνθρωποι, δέν ἦλθε γιά νά δημιουργήσει μία ὁμάδα ὀπαδῶν
Του, ἀλλά ἦλθε, «Θεός ὤν»,
προσλαμβάνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση, νά μᾶς κάνει δικό Του κομμάτι, ἕνα μέ τή
σάρκα Του, νά γίνουμε κι ἐμεῖς μία δική Του προέκταση – κλαδί στό δέντρο Του - ὥστε
νά μπορεῖ καθένας πού Τόν πιστεύει καί Τόν ἀποδέχεται νά γίνει κι αὐτός παιδί
τοῦ Θεοῦ. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς
τήν ἐξουσίαν γενέσθαι τέκνα Θεοῦ». Τή μέγιστη αὐτή προοπτική, τήν ὁποία δέν
συναντᾶ κανείς βεβαίως σέ καμμία θρησκεία ἤ θεοσοφία, ἡ Ἐκκλησία μας τήν
διατύπωσε καί ὡς θέωση. Πρόκειται γιά ἐκπλήρωση τοῦ προφητικοῦ λόγου τοῦ ἐξηγγελμένου
ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, κατά τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὑπόσχεται «Ἐγώ εἶπα Θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες».
3. Καί πρέπει νά
τονιστεῖ ἡ ἀλήθεια: ὁ Θεός καλεῖ τόν ἄνθρωπο,
Ἐκεῖνος ἔχει τήν πρωτοβουλία τῆς κλήσεως, πρῶτα σ’ ἕνα ἀρχικό ἐπίπεδο, ὅπου ἀσκεῖ
μίαν ἕλξη ὁ Θεός γιά νά πλησιάσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό, κι ἔπειτα στό δεύτερο
καί πιό κρίσιμο ἐπίπεδο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἐντάσσεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία,
διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ὁπότε ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς ἀρνητικές ροπές τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀρχίζει νά ζεῖ πράγματι τήν εὐαγγελική ζωή,
φανερώνοντας τή ζωή τοῦ Χριστοῦ στήν καθημερινότητά του. Κατά τόν ἴδιο τόν λόγο
τοῦ Κυρίου «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός
με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν». Καί∙ «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται». «Ἐάν μή τις γεννηθῆ ἄνωθεν ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν
εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Λοιπόν, ἡ πίστη στόν Χριστό δέν συνιστᾶ ἁπλή ἐπιλογή
τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀνταπόκρισή του στήν κλήση ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ
του, (καθώς τό λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς»). Ἀνταπόκριση, καθώς εἴπαμε, σέ ὅ,τι ἀνώτερο
μπορεῖ νά ὑπάρξει στή ζωή ἑνός ἀνθρώπου καί συνόλου τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ ἄνθρωπος
μέ τό «ναί» στόν Θεό του γίνεται, κατά τόν θεολόγο Γρηγόριο, «θεός κεκελευσμένος».
4. Τί λέει ὅμως ὁ ἀπόστολος;
Ναί μέν κληθήκαμε οἱ χριστιανοί ἀπό τόν Χριστό, μέσω ἀσφαλῶς τῶν μαθητῶν Ἐκείνου,
σέ προοπτική ἄπειρη, ὅμως ἀπαιτεῖται καί τό «ἀξίως περιπατῆσαι» τῆς ἀνταπόκρισης τοῦ πιστοῦ, ὄχι μόνον μία φορά,
ἀλλά εἰς τό διηνεκές∙ ὅσο κρατάει ἡ ἐπίγεια ζωή μας. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος
καλεῖται νά γίνει χριστιανός, ἀλλά καί νά ἐπιβεβαιώνει κάθε ὥρα καί κάθε στιγμή
τή χριστιανικότητά του, νά ἐπιβεβαιώνει τή σπουδαία κλήση του, δηλαδή ὁ Χριστός
μᾶς θέλει διαρκῶς ἐν ἐνεργείᾳ καί ζωντανούς, ὄχι μία φορά ζωντανούς καί
μετέπειτα πτώματα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος ἀποκάλυψε γιά τόν ἑαυτό Του ὅτι
εἶναι ἐκτός ἀπό ἀλήθεια καί ζωή, καί ἡ ὁδός.
«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
Ἡ κλήση μας ἑπομένως εἶναι νά πορευόμαστε πάντοτε ἐπάνω στήν Ὁδό, ἐπάνω στόν ἴδιο
τόν Χριστό, κι αὐτό θά πεῖ νά περιπατοῦμε πάνω στίς ἅγιες ἐντολές Του. Ἀκολουθῶ
τόν Χριστό, βρίσκομαι στά χνάρια Ἐκείνου, σημαίνει ὅτι οἱ λογισμοί μου, τά
λόγια μου, οἱ διαθέσεις τῆς ψυχῆς μου, ἡ ὅλη βιοτή καί συμπεριφορά μου δέν
λειτουργοῦν πιά κατά τό δοκοῦν, δηλαδή κατά τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός
μου, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε ὁ χριστιανός εἶναι χριστιανός χωρίς
διακοπές καί τό ἐρώτημα πού μονίμως τόν ἀπασχολεῖ εἶναι ἄν βρίσκεται πάνω σ’ αὐτήν
τή διαδικασία, ἄν συνεπῶς βρίσκεται σέ μιά διαρκή ἔξοδο ἀναζήτησης τοῦ Κυρίου: ἀναζήτησής
Του μέσα στίς ἐντολές Του, ὅπως καί πάλι
ὁ Κύριος τό ἔχει ἐπισημάνει: «Ὅπου εἰμί ἐγώ,
ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται».
γ. Εὔκολα πράγματα;
Κυριολεκτικά δύσκολα. Μά δυνατά, γιατί μᾶς ἐνισχύει ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ εἴμαστε μέλη
Του. Καί ταυτοχρόνως, σωτήρια γιά ἐμᾶς μ’ ἕναν ἐσωτερικό γλυκασμό πού γαληνεύει
τίς καρδιές καί τίς κάνει νά νιώθουν ὅτι βρίσκονται ἀδιάκοπα μέσα στό ἡλιόλουστο
περιβάλλον τῆς Οὐράνιας Παρουσίας Του. Γιατί ὁ Ἴδιος εἶπε καί οἱ ἅγιοι
βεβαιώνουν ἀπό τήν ἐμπειρία τους: τήν ὥρα πού βρίσκεται κανείς στόν ἀγώνα τῶν ἐντολῶν
Του, περιπατῶν ἀξίως τῆς κλήσεώς του, ἐκείνη τήν ὥρα νιώθει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
καί τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός φανερώνεται στήν ὕπαρξή Του, γίνεται κατοικητήριο τῆς
Ἁγίας Τριάδος. Τυχαῖα ὁ ἅγιος Πορφύριος, γιά νά μνημονεύσουμε μόνον τόν μεγάλο
αὐτό σύγχρονο ἅγιό μας, ἔλεγε ὅτι σέ κάθε πρόβλημα, σέ κάθε πειρασμό καί
δυσκολία, ἡ λύση γι’ αὐτόν ἦταν μία; Ἡ στροφή πρός τόν Κύριο, δηλαδή ἡ στροφή πρός
τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου. Μόνο βεβαίως ἄν μποῦμε κι ἐμεῖς σ’ αὐτόν τόν
πειραματισμό θά μπορέσουμε νά κατανοήσουμε τήν ἀλήθεια αὐτῶν τῶν λόγων, πάντως ὄχι
καθήμενοι ἁπλῶς στήν πολυθρόνα μας ἀντιμετωπίζοντας τήν πίστη ὡς θέαμα ἀπό τήν
τηλεόραση.