Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


«…καί σύν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν Σε θεωρῶν, Κύριε, ἐξίστατο καί ἵστατο, κραυγάζων πρός αὐτήν… Χαῖρε…»
(…καί μέ τήν ἀσώματή του φωνή ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ θεωρώντας Σε νά παίρνεις σῶμα στή μήτρα τῆς Παναγίας, Κύριε, βρισκόταν σέ ἔκσταση καί στεκόταν κραυγάζοντας πρός αὐτήν… Χαῖρε).
Μέ τούς πρώτους χαιρετισμούς ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς φέρνει μπροστά καί πάλι στό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου: ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ μεταφέρει τό θεϊκό μήνυμα στήν πάναγνη κόρη τῆς Ναζαρέτ ὅτι πρόκειται νά γεννήσει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπο· καί τοῦτο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Ἡ ὑπακοή τῆς Παρθένου Μαριάμ ἐνεργοποιεῖ τή χάρη καί ὁ Κύριος «σωματώνεται» στή μήτρα της. Ἔκθαμβος ὁ ἀρχάγγελος θεωρώντας τό ὑπέρ φύσιν μυστήριο ξεσπᾶ σέ δοξολογικές κραυγές πρός τή Μητέρα πιά τοῦ Κυρίου του – ὁ χαιρετισμός του συνιστᾶ τήν ἔκφραση τῆς διαπιστούμενης ἀπό αὐτόν χάρης τοῦ Θεοῦ.
 
Ἔτσι στό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐπισημαίνουμε τρία βασικά σημεῖα: 1. Τήν ἀσώματη φωνή τοῦ ἀρχαγγέλου, ἡ ὁποία ἀναγγέλλει τήν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ - «οὐρανόθεν ἐπέμφθη» - ἐπέλευση τῆς χάρης στήν Παναγία· 2. Τή χαρισματική ὅραση τοῦ ἀρχαγγέλου πού «θεᾶται» τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ στή μήτρα τῆς Θεοτόκου, μέ τή ὑπάρχουσα προϋπόθεση τῆς ἐν ὑπακοῇ ἀποδοχῆς ἀπό αὐτήν τῆς προσφερομένης χάρης· 3. Τό δοξολογικό ξέσπασμά του μέ τόν χαιρετισμό τῆς κόρης Μαριάμ.  
Τά τρία αὐτά στοιχεῖα λειτουργοῦν ὡς αἰώνιος τύπος στήν Ἐκκλησία μας γιά κάθε πιστό, κάτι πού σημαίνει, ὡς πολλάκις ἔχει ἐπισημανθεῖ, ὅτι οἱ χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου δέν ἀποτελοῦν ἐφεύρημα ἀνθρώπινο, ἀλλά ἐπακολούθημα τῆς ἀρχαγγελικῆς στάσης καί διαγωγῆς. Ὅ,τι ἔνιωσε ὡς ἀνάγκη ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, τό ἴδιο νιώθει καί κάθε πιστός, ὅταν εὑρεθεῖ στό χαρισματικό σημεῖο στάσης του ἔναντι τῆς Θεοτόκου, ὁπότε καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κατανοεῖ ὅτι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι δέν λειτουργοῦν μόνον ὡς δοξολογικά ὄντα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὡς τά κατεξοχήν παραδείγματα γιά τήν ἐν Χριστῶ ζωή του.
Πιό συγκεκριμένα κατά ἀντίστροφη φορά: 1. Ἡ ὀρθή στάση ἔναντι τῆς Θεοτόκου πρωτίστως ἔχει χαρακτήρα δοξολογικό, κατ’ ἐπέκταση δέ παρακλητικό. Δοξολογοῦμε τήν Παναγία, συνεπῶς Κύριο τόν Θεό μας, γιατί τήν ἔκανε τό κατεξοχήν «δοχεῖον» τῆς χάριτός Του. Κι ἐπειδή ἀκριβῶς «βλέπουμε» τή χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔχει, συνεπῶς καί τή δύναμή Της ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ Της, προστρέχουμε καθημερινά στίς ὅποιες ἀδυναμίες καί θλίψεις μας καί τήν παρακαλοῦμε νά μᾶς βοηθήσει. «Πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου».
2. Μπορεῖ ὅμως νά ἐπισημάνει τή χάρη τῆς Παναγίας καί νά τήν «χαιρετίσει» σωστά μόνον ὅποιος «θεωρεῖ» τόν Χριστό νά σαρκώνεται καί στήν δική του ὕπαρξη. Ὅπως δηλαδή ὁ ἀρχάγγελος δοξολόγησε τήν Παναγία, διότι μετεῖχε ὡς «θεατής» τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ κατά τόν Εὐαγγελισμό της, ἔτσι καί ὁ πιστός μόνον ὡς μέτοχος τῆς σάρκωσης αὐτῆς στήν καρδιά του, συνεπῶς ὡς μία δεύτερη Παναγία, μπορεῖ καί νά τήν «χαιρετίσει» μέ τόν πρέποντα τρόπο. Κι αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς παραξενεύει, διότι στήν πραγματικότητα ὁ Κύριος ἦρθε στόν κόσμο προκειμένου νά μᾶς καταστήσει ὄντως «Παναγίες», τόπους δηλαδή τῆς δικῆς Του κατοικίας, ὅπως εἶχε ἤδη προαναγγελθεῖ ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω», καί κατέστη δυνατό μέ τόν ἐρχομό Του: «ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ», πού θά πεῖ βεβαίως ἔνταξη στήν Ἐκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί κατάστασή μας ὡς μελῶν Χριστοῦ.
3.  Ἀρχική προϋπόθεση ὅλων αὐτῶν – τῶν χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας καί τῆς χαρισματικῆς ἕνωσής μας μέ τόν Χριστό - ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς ἡ ἀποδοχή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὅποιος ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τόν  ἀποδέχεται ὁλοκάρδια, συνεπῶς μέ μία στροφή τῆς καρδιᾶς του ἀπό τή γοητεία τῶν ἐπιγείων πρός τόν πόθο τῶν οὐρανίων, μπορεῖ καί νά ἐνταχθεῖ ὀρθά στήν Ἐκκλησία, πού σημαίνει, καθώς εἴπαμε, ἐγκατοίκηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, κατάστασή του σέ «μικρή Παναγία».
 
Ἡ Ἐκκλησία μας μέ τήν ἀγαπημένη ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἤδη ἀπαρχῆς μᾶς θέτει τίς προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ στάση μας ἔναντι τῆς Θεοτόκου χαρακτηρίζει τήν ποιότητα τῆς δικῆς μας ζωῆς, ἡ ὁποία δέν πρέπει νά μένει στό ἐπίπεδο ἑνός ἀβαθοῦς συχνά συναισθηματισμοῦ, ἀλλά νά προχωρεῖ στό βάθος τῆς πραγματικῆς ἕνωσης μέ τόν Χριστό μας, πού εἶναι καί τό μόνο πού ἐγγυᾶται τήν αἰώνια  σωτηρία μας. Οἱ Χαιρετισμοί φανερώνουν πράγματι τό τί χριστιανοί είμαστε.