Ἡ γυναίκα
φαινόταν συντετριμμένη. Γονατιστή μπροστά στή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου, στόν δικό Της Ναό στήν Κωνσταντινούπολη, μέ τούς ὤμους καί τό κεφάλι
γερμένα, γιά ὥρα πολλή ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη. Δέν ἀκουγόταν κανένας ἦχος ἀπό τό
στόμα της, τόν ἔπνιγε μέσα στά καυτά δάκρυά της, πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι κατά
καιρούς τῆς ξέφευγε ἕνας βαθύς ἀναστεναγμός. Ποῦ καί ποῦ μέ κάποια τόλμη σήκωνε
τό κεφάλι καί κοιτοῦσε κατάματα γιά ὥρα τήν Παναγία, κι ἦταν ἡ στιγμή πού στό
βλέμμα της διάβαζε κανείς τό βαθύ παράπονο, ἀλλά καί τήν ἀπορία της, γιά νά
ξανασκύψει ἔπειτα στό βουβό κλάμα της καί τά πνιχτά ἀναφιλητά της. Κάποια
στιγμή ἐρχόταν ἡ στιγμή νά ἀνασηκωθεῖ, φιλοῦσε μέ πάθος τήν εἰκόνα τῆς μεγάλης
Μάνας, κάλυπτε ἐντελῶς τό κεφάλι μέ τή μαντίλα της καί μέ γρήγορα βήματα
κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔβγαινε ἀπό τόν Ναό. Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλαμβανόταν
ἐπί πολλές ἡμέρες, κάποιες φορές μάλιστα καί τό πρωί καί τό ἀπόγευμα.
Ὁ ἱερέας
τοῦ Ναοῦ παραξενεύτηκε καί ταράχτηκε τήν πρώτη φορά πού τήν εἶδε τόσο ἀναστατωμένη. Ἤξερε τή γυναίκα, τήν
εὐλογημένη Καλλιόπη, γνώριζε τόν ἀγώνα πού ἔκανε νά ἀναστήσει τή μονάκριβη
θυγατέρα της, ἀφότου ἰδίως κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ πιστός σύζυγός της, ἀλλά τά
χρόνια ἀπό τήν ὥρα τῆς χηρείας της εἶχαν παρέλθει ἀρκετά. Τί νά εἶχε συμβεῖ; Ποτέ
ἄλλοτε δέν τήν εἶχε δεῖ ἔτσι. Δέν ἄργησε νά μάθει τήν αἰτία καί νά καταλάβει τό
δράμα τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου. Κι ἐνῶ πάσχιζε νά τήν παρηγορήσει, τελικά
σήκωσε τά χέρια... ψηλά! Δέν μποροῦσε νά κάνει κάτι οὐσιαστικό γιά νά ἀποκαταστήσει
τά πράγματα. Τό μόνο πού σκέφτηκε στό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο κι αὐτός βρέθηκε, ἦταν
νά πάρει ἀπό τό χέρι τήν Καλλιόπη καί νά τήν φέρει ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου – ἐκεῖ πού πλῆθος ἀνθρώπων κατέφευγαν καθημερινά καί ἐναπέθεταν τόν
πόνο καί τά προβλήματά τους. «Λοιπόν, ἀγαπητή μου Καλλιόπη», τῆς εἶπε μέ μεγάλο
πόνο, «δέν ἔχουμε ἄλλο ἀπό τό νά ἐναποθέσουμε τό πρόβλημά σου ἐνώπιον τῆς
Μεγάλης Μάνας μας. Εἶναι ἡ Μόνη πού μπορεῖ νά ἐπέμβει καί νά δώσει λύση».
Τί λοιπόν
εἶχε συμβεῖ; Ἡ ἐξιστόρηση τῆς γυναίκας στό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης τόν
συγκλόνισε. Ἡ γυναίκα ὑπηρετοῦσε στά ἀνάκτορα - ἦταν στή δούλεψη τοῦ αὐτοκράτορα
Ζήνωνα, σέ ἐποχή μάλιστα πού πάσχιζε αὐτός, στό δεύτερο μισό τοῦ πέμπτου αἰῶνα,
νά ἐξισορροπήσει τίς τρομακτικές ἐντάσεις
μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων ἀπό τή μιά, καί τῶν νεστοριανῶν καί τῶν μονοφυσιτῶν αἱρετικῶν
ἀπό τήν ἄλλη. Εἶχε πιστέψει ὅτι ἡ λύση θά ἐρχόταν μέ τή σύνταξη ἑνός συμβιβαστικοῦ
κειμένου, τοῦ «Ἑνωτικοῦ», πού καλῇ τῇ πίστει ἄν τό ἀποδέχονταν ὅλοι, ἡ αὐτοκρατορία
θά ἡσύχαζε καί θά εἰρήνευε. Ἡ προσπάθεια ἀποδείχτηκε βεβαίως μάταιη. Τό κείμενό
του, μέ τήν καθοδήγηση κάποιων ἐπισκόπων καί θεολόγων, ὄχι μόνο δέν ἐπέλυσε τά
προβλήματα, ἀλλά σέ ἕνα βαθμό τά πολλαπλασίασε. Ὁ ἴδιος μάλιστα ἀρνιόταν νά
παραδεχτεῖ τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού μέ θεόπνευστο τρόπο ἔβαζε
τά πράγματα στή θέση τους. Λοιπόν, μέσα σ’ αὐτήν τήν ἐσωτερική ἔνταση τοῦ
Κράτους, παράλληλα καί μέ τά ἐξωτερικά προβλήματα πού προκαλοῦνταν ἀπό τούς βάρβαρους
Γότθους, ἡ γυναίκα δέχτηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα τόν τεράστιο πειρασμό. Κι ἄν ἦταν
ὁ πειρασμός αὐτός σέ σχέση μέ ἐκείνην προσωπικά, ἴσως καί νά τά ἔβγαζε πέρα. Μά
ὁ πειρασμός τήν... κτύπησε μέσα ἀπό τή μονάκριβη θυγατέρα της.
«Πατέρα
μου», ἄκουσε ἐμβρόντητος ὁ ἱερέας νά τοῦ λέει ἡ γυναίκα, «ὁ βασιλιάς ἐπιτέθηκε ἕνα
βράδι στήν κόρη μου. Κι ὅταν λέω τῆς ἐπιτέθηκε, καταλαβαίνετε τί ἐννοῶ. Δεκαπεντάχρονη
παιδούλα αὐτή, μέ ὅλη τήν ἄνοιξη πού φέρνει μιά τέτοια νιότη – ξέρετε δά πόσο
πράγματι ὄμορφη εἶναι ἡ Ἀσπασία μου – κλήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα στά ἰδιαίτερα
δώματά του. Δέν ὑποψιάστηκε κάτι τό ἄβγαλτο παιδί, δέν μέ ἐνημέρωσε ἀπό τήν ἄλλη,
καί συνέβη αὐτό πού... μπορεῖτε νά καταλάβετε. Προσπάθησε ἡ κόρη μου νά τοῦ
ξεφύγει, ἀλλά μάταια....» - ἕνας λυγμός σταμάτησε τή ροή τοῦ λόγου της καί δάκρυα
κατάβρεξαν ἄφθονα τό πρόσωπό της. Ἔκανε κουράγιο καί προσπάθησε νά συνεχίσει,
βλέποντας καί τό γεμάτο στοργή καί συγκατάβαση βλέμμα τοῦ πνευματικοῦ της. «Καί δέν εἶναι αὐτό τό χειρότερο, πάτερ. Τό
χειρότερο εἶναι τό τί ἐπακολούθησε. Μετά
τό γεγονός αὐτό, τόσο πολύ τραυματίστηκε ψυχικά ἡ κορούλα μου, ὥστε κλείστηκε ἔκτοτε
στόν ἑαυτό της, ἀρνούμενη νά φάει καί νά πιεῖ ὁτιδήποτε. Σάν νά μαράθηκε
ξαφνικά ἕνα λουλούδι, σάν νά ἔσβησε ξαφνικά ὁ ἥλιος τό καταμεσήμερο. Τῆς μιλοῦσα,
τῆς ἐξηγοῦσα, προσευχόμουν διαρκῶς γι’ αὐτήν, τῆς εἶπα νά ἔλθουμε καί σέ σᾶς νά
ἐξομολογηθεῖ. Τίποτε... Τό μόνο πού εὐχαρίστως δεχόταν ἦταν ἡ ἀνοιχτή ἀγκαλιά
μου - ἐκεῖ κούρνιαζε σάν τό πληγωμένο σπουργιτάκι, χωρίς νά μιλάει καί νά λέει
τό παραμικρό. Εἶδα κι ἔπαθα μέχρι ἔστω καί λίγο νά ξεκινήσει δειλά δειλά καί
πάλι τή ζωή της.
»Ἀλλά,
τώρα, πάτερ, ἀντιμετωπίζω κι ἄλλον πειρασμό. Ἡ ἀδικία αὐτή πού ὑποστήκαμε, κι ἰδίως
ἡ μικρή μου Ἀσπασία, μέ κάνει νά θέλω νά ἐκδικηθῶ. Λογισμοί, πατέρα μου, μέ
τριβελίζουν τόσο ἔντονα, γιατί διαρκῶς σκέφτομαι τί μπορῶ νά κάνω, ἐγώ μέ τίς ἀνύπαρκτες
δυνάμεις μπροστά σ’ ἕναν αὐτοκράτορα, γιά νά πάρουμε τήν ἐκδίκησή μας.
Καταλαβαίνω ὅτι αὐτό δέν εἶναι σωστό, ὁ Κύριός μας δέν θέλει τέτοιον τρόπο ἀντίδρασης,
ἀλλά εἶναι κάτι πού τό νιώθω πέρα ἀπό τίς δυνάμεις μου. Γι’ αὐτό κατέφυγα σέ σᾶς,
γι’ αὐτό παρακαλῶ τόν Κύριο καί τή Μητέρα Του νά ἐπέμβουν...». Ἡ γυναίκα δέν
μπόρεσε νά συνεχίσει, λύγισε καί ἔσπασε σάν τό κλαρί στόν δυνατό ἄνεμο, μόνο τά
δάκρυα φαίνονταν νά ρίχνουν λίγο
βάλσαμο στήν πληγωμένη της καρδιά.
Ἡ γυναίκα,
ἡ Καλλιόπη, ἡ πληγωμένη μάνα μέ τό ἀδύνατο σπουργίτι στήν ἀγκαλιά δέχτηκε τήν
πρόταση τοῦ πνευματικοῦ της. Ἐρχόταν καθημερινά στόν Ναό τῆς Θεοτόκου καί
μπροστά στήν ἁγία εἰκόνα Της ἐναπέθετε ὅλον τόν πόνο της. Ὅλες οἱ ἐλπίδες της ἦταν
πιά σ’ Ἐκείνην πού ἤξερε νά γαληνεύει τίς ψυχές, νά δίνει διέξοδο ἐκεῖ πού ὅλα ἔδειχναν
τό σκοτάδι. Πιστή γυναίκα, ἔκανε ἀγώνα νά ἐφαρμόσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Μή ἐκδικεῖτε
ἑαυτούς, ἀλλά δότε τόπον τῇ ὀργῇ. Ἐμοί ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος
Παντοκράτωρ»! Τό περιεχόμενο πιά τῆς προσευχῆς της, μέρες καί μέρες, ἦταν ἀκριβῶς
αὐτό: «Ἐκδικήσου μου, Παναγιά μου, τόν Ζήνωνα τόν βασιλιά». Ἀλλά ἡ ἀπάντηση τῆς
Θεοτόκου ἀργοῦσε. Τό βλέμμα τῆς Μάνας ἦταν ἀπέραντα στοργικό ἀπέναντί Της – μιά
φορά τῆς φάνηκε σάν νά δακρύζει κιόλας -
ἀλλά τίποτε. Ὁ βασιλιάς ἀπτόητος, χωρίς
κανένα ἰδιαίτερο πρόβλημα, συνέχιζε μέ ὑγεία τή ζωή του, βασίλευε ἴδια καί ἀπαράλλαχτα
ὅπως καί πρίν.
Κι ὅταν εἶχαν
περάσει πολλές πιά ἡμέρες ἀπό τό γεγονός, κι ὅταν τά δάκρυα ἄρχισαν νά
στερεύουν ἀπό τό πρόσωπο τῆς ἀδικημένης μάνας, κι ὅταν, μέ τρόμο εἶναι ἀλήθεια,
εἶδε ὅτι ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπόγνωση πᾶνε νά πάρουν τό πάνω χέρι στήν καρδιά
της, τότε τῆς παρουσιάστηκε ἡ Θεοτόκος. Ριγμένη ἐκείνη ἄδειο κουφάρι μπροστά
στήν εἰκόνα Της, κοιτώντας Την μέ σβησμένο βλέμμα χωρίς πιά ἐλπίδα, Τήν εἶδε ὁλοζώντανη
μπροστά της. Τό γεμάτο στοργή βλέμμα Της, ἡ ἀπέραντη τρυφερότητα τοῦ λόγου Της,
τ’ ἁπλωμένο χέρι πού χάϊδευε ἁπαλά τό κεφάλι της, τῆς γέμισαν τήν καρδιά ἀνείπωτη
χαρά καί γαλήνη. «Ἀγαπημένη μου Καλλιόπη», ἄκουσε τήν ἴδια τήν Παναγία Μητέρα
νά τήν προσφωνεῖ, «ἀγαπημένο μου παιδί, σέ βλέπω, σέ ἀκούω, συμπάσχω μαζί σου ὅλες
αὐτές τίς ἡμέρες πού ἔρχεσαι μπροστά στήν εἰκόνα Μου. Τό αἴτημά σου τό ἔχω μεταβιβάσει
ἤδη στόν Υἱό καί Θεό μου, τόν Κύριο καί Θεό μας. Μοῦ ἔδωσε τήν ἐξουσία νά τό
διαχειριστῶ ὅπως ἐγώ θέλω. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλές φορές θέλησα νά πάρω τήν
ἐκδίκησή σου, ἀλλά...», κοντοστάθηκε καί δίστασε ἡ Παναγία Μάνα, ἡ Ὑπεραγία
Θεοτόκος, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός – δέν τολμοῦσε νά μιλήσει ἤ νά κουνηθεῖ καθόλου
ἡ Καλλιόπη, ἡ μάνα κι αὐτή, ἡ πληγωμένη μά καί γαληνεμένη πιά ψυχή – «ἀλλά...»,
συνέχισε ἡ Κυρία Δέσποινα, «δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε ἀπέναντι σ’ αὐτήν τήν ἀδικία
πού ἔκανε ὁ βασιλιάς Ζήνων. Κι αὐτό, Καλλιόπη, γιατί μέ ἐμποδίζει τό... δεξί
του χέρι...».
Ἀπόσωσε ἡ Παναγία κι ἔμεινε ἄναυδη ἡ Καλλιόπη, νά μήν μπορεῖ νά καταλάβει, νά μήν μπορεῖ νά δεχτεῖ αὐτό πού ἔλεγε ἡ ἴδια ἡ Μάνα τοῦ Κυρίου της. Κάτι σάν θόλωμα γέμισε τό μυαλό της καί τό μόνο πού κατάφερε νά ψελλίσει ἦταν ἡ ἐπανάληψη τῶν τελευταίων λέξεων «τό δεξί του χέρι... τό δεξί του χέρι...». «Ναί, τό δεξί του χέρι», ἐξήγησε ἡ Μεγάλη Μάνα στή μικρή ἀλλά Μεγάλη καί αὐτή μάνα, «γιατί τό χέρι του αὐτό εἶναι γεμάτο ἀπό ἐλεημοσύνες! Μπορεῖ νά εἶναι ὅ,τι νά ‘ναι ὁ Ζήνωνας, εἶναι ὅμως ἐλεήμων ἄνθρωπος καί κάνει διαρκῶς ἐλεημοσύνες, τίς περισσότερες κρυφές, πού σάν ἀσπίδα τόν προφυλάσσουν ἀπό ὁποιοδήποτε κακό! Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι πράγματι τεῖχος καί ἀσπίδα γιά τόν ἄνθρωπο καί σβήνει πλῆθος ἁμαρτιῶν του. Ὅμως, καλή μου Καλλιόπη, μήν ἀνησυχεῖς γιά τή θυγατέρα σου. Εἶναι καί δική μου θυγατέρα, δικό μου ἀγαπημένο παιδί, καί μάλιστα μετά ἀπό αὐτό πού τῆς συνέβη. Βρίσκεται πιά κάτω ἀπό τή διαρκή καί ἄγρυπνη προστασία Μου, ὁ Κύριος καί Θεός μας θά τήν χαριτώσει μέ πολλαπλές εὐεργεσίες, καί σοῦ ἀποκαλύπτω ὅτι σέ λίγο καιρό θά ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο καί θά γίνει νύμφη Του ἀγαπημένη. Κι ἀκόμη, θά δεχτεῖ τέτοιες χάρες, ἐπειδή θά ἔχει γίνει ἕτοιμη γι’ αὐτό, ὥστε πλῆθος κόσμου θά εὐεργετηθεῖ ἀπό ἐκείνη, καθώς θά καθοδηγεῖται ἀπό μία πράγματι νέα ἁγία τοῦ καιροῦ της».
Ἀπόσωσε ἡ Παναγία κι ἔμεινε ἄναυδη ἡ Καλλιόπη, νά μήν μπορεῖ νά καταλάβει, νά μήν μπορεῖ νά δεχτεῖ αὐτό πού ἔλεγε ἡ ἴδια ἡ Μάνα τοῦ Κυρίου της. Κάτι σάν θόλωμα γέμισε τό μυαλό της καί τό μόνο πού κατάφερε νά ψελλίσει ἦταν ἡ ἐπανάληψη τῶν τελευταίων λέξεων «τό δεξί του χέρι... τό δεξί του χέρι...». «Ναί, τό δεξί του χέρι», ἐξήγησε ἡ Μεγάλη Μάνα στή μικρή ἀλλά Μεγάλη καί αὐτή μάνα, «γιατί τό χέρι του αὐτό εἶναι γεμάτο ἀπό ἐλεημοσύνες! Μπορεῖ νά εἶναι ὅ,τι νά ‘ναι ὁ Ζήνωνας, εἶναι ὅμως ἐλεήμων ἄνθρωπος καί κάνει διαρκῶς ἐλεημοσύνες, τίς περισσότερες κρυφές, πού σάν ἀσπίδα τόν προφυλάσσουν ἀπό ὁποιοδήποτε κακό! Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι πράγματι τεῖχος καί ἀσπίδα γιά τόν ἄνθρωπο καί σβήνει πλῆθος ἁμαρτιῶν του. Ὅμως, καλή μου Καλλιόπη, μήν ἀνησυχεῖς γιά τή θυγατέρα σου. Εἶναι καί δική μου θυγατέρα, δικό μου ἀγαπημένο παιδί, καί μάλιστα μετά ἀπό αὐτό πού τῆς συνέβη. Βρίσκεται πιά κάτω ἀπό τή διαρκή καί ἄγρυπνη προστασία Μου, ὁ Κύριος καί Θεός μας θά τήν χαριτώσει μέ πολλαπλές εὐεργεσίες, καί σοῦ ἀποκαλύπτω ὅτι σέ λίγο καιρό θά ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο καί θά γίνει νύμφη Του ἀγαπημένη. Κι ἀκόμη, θά δεχτεῖ τέτοιες χάρες, ἐπειδή θά ἔχει γίνει ἕτοιμη γι’ αὐτό, ὥστε πλῆθος κόσμου θά εὐεργετηθεῖ ἀπό ἐκείνη, καθώς θά καθοδηγεῖται ἀπό μία πράγματι νέα ἁγία τοῦ καιροῦ της».
Εἶπε ἡ
Παναγία Μητέρα καί χάθηκε μέσα καί πάλι στήν εἰκόνα Της. Ἡ Καλλιόπη, σέ ἔκσταση
ἀκόμη εὑρισκόμενη καί προσπαθώντας νά κατανοήσει ὅ,τι τῆς συνέβη, ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετή
ὥρα σιωπηλή καί γονατιστή. Τά δάκρυα
ξανάλθαν στό πρόσωπό της, ἀλλά αὐτήν τή φορά ὡς δάκρυα εὐγνωμοσύνης καί εὐχαριστίας
πρός τή Θεοτόκο, πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό... Σέ λίγο διηγεῖτο τή θαυμαστή ἐμπειρία
της στόν ἅγιο πνευματικό της. Στήν κόρη της εἶπε τά πάντα, πλήν τοῦ σπουδαίου
προορισμοῦ της. Ἔπρεπε ἡ ἴδια, μόνη της, χωρίς ἔξωθεν ἐπέμβαση, νά ἐπιβεβαιώσει
τήν προφητεία τῆς Θεοτόκου...
(Πηγή:
«Λειμωνάριον» Ἰωάννου Μόσχου, κεφ. 175)