Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΤΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ)


 

῾῾Αυτός ο μακάριος και άγιος Πατέρας μας Τίτος από νεαρή ηλικία αγάπησε τον Χριστό, πήγε σε Κοινόβιο και απομακρύνθηκε από τον κόσμο και τους συγγενείς του. Εκεί τόσο πολύ επιδόθηκε στην ταπείνωση και την υπακοή, ώστε να ξεπεράσει όχι μόνο την αδελφότητα, αλλά και κάθε άνθρωπο. Έγινε δε και ποιμένας των λογικών προβάτων του Χριστού κι είχε τόση πραότητα και αγάπη και συμπάθεια, όπως κανείς άλλος μεταξύ των ανθρώπων. Διαφυλάχτηκε καθαρός στην ψυχή και στο σώμα από νεαρή ηλικία σαν άγγελος Θεού. Γι᾽ αυτό και ο Κύριος τον χαρίτωσε με εξαιρετική χάρη θαυματουργιών, οπότε και εκδήμησε προς Αυτόν, αφήνοντας στους μαθητές και τους συνασκητές του τους ασκητικούς του αγώνες σαν στήλη έμψυχη και εικόνα απαράγραπτη᾽᾽.

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Τίτου του θαυματουργού, θέλοντας να χαρακτηρίσει τη μεγάλη αγιότητα του οσίου, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα αυτό που συμβαίνει με το άγιο μύρο: συντίθεται από δεκάδες αρωματικές ύλες και ουσίες, προκειμένου να φτάσει στο ύψος του εξαισίου αρώματός του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο όσιος Τίτος: ῾῾υπήρξε μύρο αγιάσματος, που συντέθηκε εντελώς από τα αρώματα της ασκητικής του διαγωγής, για να είναι οσμή του Θεού μας᾽᾽ (῾῾Μύρον αγιάσματος, εκ των ασκητικών, όσιε,  αρωμάτων όλως συνετέθης, εις οσμήν του Θεού ημών᾽᾽) (ωδή γ´). Ευωδία Χριστού με άλλα λόγια ο όσιος Τίτος, ο οποίος θεωρείται από τον άγιο Θεοφάνη ως μαθητής κι αυτός του αποστόλου Παύλου από πλευράς πνευματικής, σαν τον παλαιό εκείνο μαθητή και συνεργάτη του Παύλου, τον απόστολο Τίτο. ῾῾Νέον ως του Παύλου σε φοιτητήν Τίτον ευφημούμεν᾽᾽ (ωδή α´). Κι ο υμνογράφος γίνεται πιο συγκεκριμένος. Έγινε ευωδία Χριστού ο όσιος, διότι ῾῾συνέλεξε στην ψυχή του τον θείο πλούτο της χάρης, δηλαδή την καθαρή προσευχή, την αγνότητα, τη σεμνότητα, την προσεκτική αγρυπνία, με τα οποία γνωρίστηκε σαν πραγματικός οίκος του Θεού ημών᾽᾽ (῾῾Συνέλεξας εν ψυχή τον θείον πλούτον της χάριτος, την άμεμπτον προσευχήν, αγνείαν, σεμνότητα, αγρυπνίαν σύντονον, δι᾽ων εγνωρίσθης οίκος όντως του Θεού ημών᾽᾽) (ωδή ς´).

Από όλα τα αρώματα της ασκητικής  ζωής του οσίου ο Θεοφάνης επικεντρώνει κατεξοχήν στην εγκράτειά του. ῾῾Ποταμός εγκρατείας, πάτερ, δείχτηκες σε εμάς᾽᾽ (ωδή ζ´). Τα πλείστα των ύμνων που αφιερώνει σ᾽ αυτόν είναι ακριβώς για την αρετή του αυτή, την οποία μάλιστα παρουσιάζει ως το ομορφότερο άνθος του ευωδέστατου κήπου του, με την οποία τρέφει και εμάς που τον τιμούμε. ῾῾Σαν ευωδέστατος κήπος και ζωντανός παράδεισος των αρετών άνθισες την εγκράτεια, με την οποία τρέφεις όλους αυτούς που σε τιμούν᾽᾽(῾῾Ως λειμών ευωδέστατος και των αρετών παράδεισος έμψυχος, την εγκράτειαν εξήνθησας, δι᾽ ης πάντας τρέφεις τους τιμώντάς σε᾽᾽) (ωδή δ´). Η εγκράτεια μόνη όμως δεν κάνει και πολλά πράγματα, λέει ο άγιος Θεοφάνης, αν δεν είναι συνδεδεμένη με την προσευχή. Υπάρχουν άνθρωποι εγκρατείς, και σε άλλες θρησκείες μάλιστα, χωρίς να σημαίνει τούτο και την παρουσία της χάρης του Θεού. Η εγκράτεια γίνεται όπλο ακαταγώνιστο, που θραύει όλα τα οχυρώματα του εχθρού διαβόλου, όταν ενισχύει το ξίφος της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή πράγματι καταισχύνουν όλη τη σκοτεινιά του διαβόλου. (῾Όπλον την εγκράτειαν και θυρεόν ευχήν, όσιε, έχων αεί, τας αρχάς του σκότους θριαμβεύσας κατήσχυνας᾽᾽) (ωδή γ´). Κι όταν μιλά για την προσευχή του οσίου Τίτου ο υμνογράφος εννοεί εκείνη που απευθύνεται στον Ιησού Χριστό, ως ολοκληρωτική στροφή της διάνοιας προς Εκείνον. ῾῾Όλη την επιθυμία και τη διάνοια, όσιε, τη στερέωσες στον πόθο του Χριστού και έτσι καταφρόνησες τα γήινα᾽᾽(῾῾Άπασαν την έφεσιν και την διάνοιαν, όσιε, προς τον Χριστού πόθον προσερείσας, των γηίνων ηλόγησας᾽᾽) (ωδή γ´).

Η ολοκληρωτική στροφή του οσίου προς την αγάπη του Χριστού τον κάνει να γίνεται και τύπος της αληθινής πίστης. Στο πρόσωπό του ο άγιος υμνογράφος βλέπει πράγματι το όριο της ορθόδοξης πίστης και το παράδειγμα της εγκρατείας. ῾῾Όρον απαρέγκλιτον πίστεως και της εγκρατείας υποτύπωσιν έχοντες᾽᾽ (ωδή θ´). Και μάλιστα της ορθόδοξης πίστης που σχετίζεται με την αίρεση την εποχή εκείνη της εικονομαχίας. Ο όσιος, παρ᾽ όλον τον πόλεμο κατά των εικόνων, έμενε προσηλωμένος στην ομολογία της ορθόδοξης πίστης. Και συνέχιζε, έστω και με κίνδυνο της ζωής του, να εικονίζει τον Χριστό ως άνθρωπο και να τον περιγράφει. ῾῾Εν τη ομολογία τη της πίστεως, Πάτερ, έμεινας άτρεπτος· Χριστόν γαρ εικονίζων σαρκί και περιγράφων, προσεκύνεις᾽᾽ (ωδή ζ´).  Η αλήθεια της ορθόδοξης πίστης του, την οποία απέκτησε ήδη από τα μητρικά  σπάργανα, φανερωνόταν και από εκείνο που αποτελεί το σημαντικότερο κριτήριό της: τη στάση έναντι της Παναγίας. Διότι η στάση μας έναντι αυτής κρίνει και την ποιότητα της πίστης μας έναντι και του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: ῾῾Καθώς σε διάλεξε το άγιο Πνεύμα, οδηγήθηκες στον Θεό από τα μητρικά σου σπάργανα, κι έγινες μύστης και λάτρης της απείρανδρης Θεοτόκου᾽᾽ (῾῾Τη θεία του Πνεύματος εκλογή, Θεώ προσηνέχθης εκ σπαργάνων των μητρικών, και της απειράνδρου Θεοτόκου μύστης και λάτρις εχρημάτισας᾽᾽) (ωδή α´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο άγιος Θεοφάνης θεωρεί ότι η μνήμη του οσίου Τίτου είναι ημέρα εόρτια για την Εκκλησία. Γιατί ο ίδιος ως εστιάτορας στρώνει κοινό τραπέζι για τους πιστούς και μάλιστα τους μοναχούς, προκειμένου να μετάσχουν στη βρώση της αιώνιας ζωής (῾῾Σήμερον ημέρα εόρτιος· συγκαλεί γαρ Τίτος Μοναζόντων τα ποίμνια, εις χορείαν και κοινήν εστίασιν και βρώσιν ακηράτου ζωής᾽᾽) (ωδή θ´).

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)


«Ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος…»
 (Μάρκ. 10, 43-44)
 
α. Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Κύριος προλέγει στους μαθητές Του τα πάθη και την Ανάστασή Του, όπως και υποδεικνύει σ’ αυτούς – μετά μάλιστα την πρόκληση του αιτήματος του Ιακώβου και του Ιωάννου να είναι πρώτοι στη Βασιλεία του Θεού – τη μέθοδο, προκειμένου να συμμετάσχουν στη δόξα Του, η οποία ταυτίζεται με τα πάθη και τη Σταύρωσή Του. Έτσι στο ανάγνωσμα θίγονται σπουδαιότατα θέματα που σχετίζονται άμεσα με τη σωτηρία του ανθρώπου. Άλλωστε όλο το Ευαγγέλιο αυτό έχει ως σκοπό: να σωθεί ο άνθρωπος διά της πίστεως στον Ι. Χριστό. Ιδιαιτέρως όμως η απάντηση του Κυρίου στα δύο αδέλφια αλλά και στους άλλους μαθητές μάς βάζει σε σκέψεις. Στο αίτημα όλων στην πραγματικότητα των μαθητών να είναι πρώτοι ο Κύριος απαντά: «Όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, πρέπει να γίνει υπηρέτης σας. Και όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να γίνει δούλος όλων».

β. 1. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε στα λόγια του Κυρίου ότι δεν αρνείται την επιθυμία της μεγαλουργίας και της πρωτιάς. Δέχεται αυτήν την πραγματικότητα, δεδομένου ότι εκφράζει κάτι βαθιά ανθρώπινο: τη φορά του ανθρώπου προς την τελειότητα και τη μεγαλωσύνη, γιατί αποτελεί  καρπό της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του. Η επιθυμία δηλαδή για πρωτιά, η φιλοπρωτία,  ως φανέρωση του τρόπου πλάσεώς του συνιστούσε τελικώς στοιχείο της φυσιολογίας του ανθρώπου.

2. Η αμαρτία όμως που διέστρεψε τις ανθρώπινες δυνάμεις, διέστρεψε και την τάση της φιλοπρωτίας. Ενώ δηλαδή η τάση αυτή ήταν δοσμένη από τον Θεό για τη σωτηρία του ανθρώπου, τώρα αλλοιώνεται και λειτουργεί παρά φύσιν, δηλαδή προς καταστροφή του ανθρώπου. Γίνεται και αυτή ένα από τα πάθη του ανθρώπου που εκφράζει τον εγωισμό του. Κι αυτό σημαίνει ότι ενώ η επιθυμία της πρωτιάς αναφερόταν στον Θεό και είχε χαρακτηριστικό της την αγάπη στον συνάνθρωπο, μετά την πτώση στην αμαρτία αναφέρεται στον ίδιο τον άνθρωπο και έχει ως χαρακτηριστικό το ατομικό του συμφέρον. Η φιλοπρωτία δηλαδή έγινε από μέσον πνευματικής προαγωγής  μέσον εγωιστικής προβολής και κυριαρχίας επί των άλλων, μέσον κυριολεκτικά αμαρτίας.

3. Ο Κύριος ερχόμενος στον κόσμο «ίνα σώση τον άνθρωπον» αποκαθιστά τις δυνάμεις του ανθρώπου καθώς εντάσσει αυτόν μέσα στον Ίδιο, που θα πει επαναπροσανατολίζει τον άνθρωπο στον αρχικό του προορισμό. Η φιλοπρωτία εν προκειμένω λειτουργεί εν Κυρίω όχι μέσα στα πλαίσια της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία αλλά μέσα στα πλαίσια του ανακαινισμού που έφερε γι’ αυτόν. Και η ανακαίνιση έγκειται στην αλλαγή σκοπού και μεθόδου. Ο Κύριος σχετίζει την επιθυμία της πρωτιάς και πάλι με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τονίζοντας ως μέθοδο την ταπεινή αγάπη. Η σταυρική Του θυσία μάλιστα γίνεται το όριο πάνω στο οποίο θα κρίνεται έκτοτε κάθε έννοια μεγαλωσύνης και πρωτιάς: ο Σταυρός του Χριστού είναι το απόλυτο κριτήριο που φανερώνει τι σημαίνει να είσαι πρώτος, τι σημαίνει να είσαι μέσα στη δόξα του Θεού. Κι αυτό θα πει ότι ο Κύριος αναποδογυρίζει εντελώς τις κοσμικές προτεραιότητες κι εγκαθιστά τις προτεραιότητες του ουρανού: για να είσαι πρώτος πρέπει να είσαι τελευταίος, για να γίνεις μεγάλος πρέπει να γίνεις υπηρέτης και μικρότερος όλων. Ακριβώς λοιπόν καταδικάζει τη συγκεκριμένη φιλοπρωτία των μαθητών του, γιατί εξέφραζε αυτή την κακή και αμαρτωλή ποιότητά της.

4. Η ανατροπή αυτή που επιφέρει ο Κύριος συνιστά παραδοξότητα και «σκάνδαλο» για την ανθρώπινη λογική: όσο κατεβαίνεις, λέει, τόσο και ανεβαίνεις, όσο μικραίνεις τόσο και μεγαλώνεις, όσο ατιμάζεσαι τόσο και δοξάζεσαι. Κι αυτό συμβαίνει γιατί με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος ακολουθεί τη ζωή του σωτήρα Χριστού. Έτσι έζησε Εκείνος, ως μικρότερος και υπηρέτης των άλλων: «εγώ είμι εν μέσω υμών ως ο διακονών»,  γι’ αυτό και μόνον ο τρόπος αυτός μπορεί να προαγάγει και τον άνθρωπο – πρόοδος κατά την πίστη μας είναι ό,τι συμβαδίζει με τη ζωή του Κυρίου Ιησού. Με τον τρόπο αυτόν άλλωστε ο άνθρωπος αποκτά χάρη Θεού, αφού είναι γνωστό ότι η χάρη βρίσκεται εκεί που υφίσταται πάντοτε η ταπείνωση: «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».

5. Με τα παραπάνω νομίζουμε ότι δίνεται η απάντηση και σ’ ένα ερώτημα που τίθεται πολλές φορές: δεν μπορώ να αγωνίζομαι να είμαι πρώτος στη δουλειά μου, να ανέβω στην ιεραρχία της εργασίας μου για παράδειγμα; Βεβαίως λοιπόν και μπορεί και πρέπει ίσως κανείς ν’ αγωνίζεται για κάτι τέτοιο, αρκεί αυτός ο αγώνας της φιλοπρωτίας του να γίνεται για τη δόξα του Θεού, με την έννοια ότι δεν θα χρησιμοποιεί  την πρωτιά για να υπερηφανεύεται, για να πλουτίζει ή και να καταπιέζει τους άλλους, αλλά να υπηρετεί καλύτερα τον συνάνθρωπό του. Έτσι βλέπουμε ότι έκαναν πολλοί άγιοι, οι οποίοι κατείχαν κάποια μεγάλη θέση είτε κοσμική είτε εκκλησιαστική. Ο άγιος Δημήτριος για παράδειγμα: η μεγάλη κοσμική θέση που κατείχε στο στράτευμα ήταν το μέσον γι’ αυτόν προκειμένου να είναι ιεραπόστολος στους στρατιώτες του· ο άγιος Βασίλειος επίσης: επεδίωξε την αρχιεπισκοπή θέση της Καισαρείας, γιατί έβλεπε ότι έτσι μπορεί να προβάλει αποτελεσματικά την ορθή χριστιανική πίστη και να γίνει ανάχωμα στους αιρετικούς της εποχής. Η φιλοπρωτία λοιπόν των αγίων ήταν για το καλό του συνανθρώπου τους και για το πνευματικό καλό το δικό τους.

γ. Το πρακτέο τίθεται αφεαυτού: απαιτείται η επίμονη προσπάθεια στροφής της υπάρχουσας μέσα μας φιλοπρωτίας στη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή να εμπιστευτούμε τη μέθοδο που υποδεικνύει ο ίδιος ο Κύριος: την ταπεινή αγάπη. Είναι η μέθοδος που  αφενός αποκαλύπτει τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, αφετέρου οδηγεί στη δόξα του ουρανού, τη μόνη τελικώς δόξα που έχει αξία και σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία σήμερα μας προβάλλει το φοβερό παράδειγμα μετανοίας στο πρόσωπο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Τι άλλο επεδίωξε η οσία Μαρία όταν πίστεψε σωστά στον Χριστό, παρά να αγωνισθεί να γίνει κι αυτή πρώτη; Αλλά πρώτη στις αρετές, στην ταπείνωση και την αγάπη: ό,τι συνιστά το θέλημα του Θεού. Η επιλογή αυτή είναι μονόδρομος. Κάθε τι άλλο αποτελεί εκτροπή και απομάκρυνση από τον Θεό.   

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ) (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)




Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ...καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων εἰς τό λατρεύειν Θεῷ ζῶντι᾽ ( ῾Εβρ. 9, 14)

α. ῾Η Κυριακή Ε´ Νηστειῶν ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή τῆς τελευταίας ἑβδομάδος τῆς Σαρακοστῆς. Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου σημαίνει τήν λήξη τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, ἐνῶ ἡ ἑπομένη, ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων, θεωρεῖται τό ὅριο εἰσόδου στήν Μεγάλη ῾Εβδομάδα. Τά ἀναγνώσματα λοιπόν τῆς σημερινῆς ἡμέρας εἶναι εὐνόητο ὅτι ἀναφέρονται στήν σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, τό μέν εὐαγγελικό στήν προαναγγελία τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Αναστάσεώς Του ἀπό τόν ῎Ιδιο στούς μαθητές Του, (οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν τό τί τούς ἀποκαλύπτει), τό δέ ἀποστολικό ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή στό σωτηριῶδες ἀποτέλεσμα πού ἔφερε τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τήν κάθαρση τῆς συνείδησης τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά μποροῦν νά λατρεύουν τόν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό. ῾Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ...καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων εἰς τό λατρεύειν Θεῷ ζῶντι᾽.

β. 1. ῾Η λατρεία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι λοιπόν κατά τόν ἀπόστολο τό ἀποτέλεσμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Αὐτό πού δέν μποροῦσε νά πράξει ὁ ἄνθρωπος μέχρι τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου, νά δεῖ καί νά λατρεύσει τόν ἀληθινό Θεό, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού ὡς φράγμα εἶχε τεθεῖ μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Δημιουργοῦ του, γίνεται πραγματικότητα μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, κατεξοχήν δέ μέ τό Πάθος Του ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ( Γέννηση καί Σταυρός εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένα), ἐπί τοῦ ῾Οποίου ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽, ῾καταργεῖ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ᾽ καί συνεπῶς καταλάσσει, συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεόν Πατέρα. ῾Ο ἄνθρωπος πιά ἐν Χριστῷ, ἐνσωματωμένος σέ ᾽Εκεῖνον, μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ τόν Θεό, μπορεῖ δηλαδή ἐν Πνεύματι ἁγίῳ νά κράξει ῾ἀββᾶ, ὁ Πατήρ᾽, νά πεῖ τόν Θεό ῾Πατέρα᾽, ἔχοντας παρρησία ἐνώπιόν Του, γιατί καθάρισε τήν ζοφωμένη εἰκόνα Αὐτοῦ στήν συνείδησή του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, συνεπῶς ἄνοιξε ἐκ νέου τόν ἀπαρχῆς προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό.
Κι εἶναι τοῦτο ἡ βασικότερη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, ἡ ὁποία ἀπό τήν μία τονίζει τόν ἀπόλυτο καί μοναδικό χαρακτήρα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας - ῾οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία᾽, καί: ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ θύρα,  δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται᾽ -  ἀπό τήν ἄλλη ἐνῶ ἀναγνωρίζει τά θετικά στοιχεῖα τῆς κάθε θρησκείας ὡς ἀναζήτησης τοῦ ἐσκοτισμένου ἀνθρώπου πρός εὕρεση τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ ὅτι οἱ θρησκεῖες ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους τελικῶς σέ ἀδιέξοδο, διότι λατρεύουν  δαιμονίοις καί οὐ Θεῷ᾽, ἤ τά ἀποθεωμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους ψεκτά πάθη τους. Κατά τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾πάντες ὅσοι ἦλθον πρό ἐμοῦ κλέπται εἰσί καί λησταί᾽, συνεπῶς ὁ βόρβορος τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταταται σ᾽ αὐτόν, μέχρις ὅτου βρεῖ τόν Κύριο καί καθαριστεῖ ἀπό τό Πνεῦμα Του.

2. Κι εἶναι γνωστό βεβαίως ὅτι μιλώντας γιά κάθαρση τῆς συνειδήσεως ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου ἐννοοοῦμε τήν ἐπί προσωπικοῦ ἐπιπέδου βίωσή της, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν ᾽Εκκλησία. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι βεβαίως ὁ Κύριος ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός ῾ἦρε τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, λυτρώνοντας τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα γενικό ἐπίπεδο, ὅμως ἡ ἐνεργοποίηση τῆς λύτρωσης αὐτῆς γιά τόν κάθε ἄνθρωπο μεμονωμένα πραγματοποιεῖται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνσωματωθεῖ στόν Χριστό μέ τήν δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος. ῞Οποια δωρεά λοιπόν ἀπέρρευσε ἀπό τόν Σταυρό, αὐτή γίνεται μεθεκτή στόν πιστό προσωπικά μέ τά παραπάνω μυστήρια, ἐνῶ ἐπεκτείνεται καί ἐπαυξάνεται κάθε φορά πού ὁ πιστός ἐν μετανοίᾳ μετέχει στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό χριστολογικό, ἔχει σαφῶς καί ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα.

3. ῎Ετσι ἡ κάθαρση τῆς συνειδήσεως ὡς ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἀναγκαστική φορά πρός τήν ἁμαρτία - ὅ,τι ὀνομάζουμε συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τῆς φθορᾶς συνεπῶς πού φέρνει αὐτό – θεωρεῖται ὅρος γιά νά σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό. Θεός καί βρώμικη συνείδηση ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι πραγματικότητες ἀσυμβίβαστες. ῾Ο ἀπόλυτα καθαρός Θεός ἐπαναπαύεται μόνο στήν καθαρή ἀπό τίς ἁμαρτίες συνείδηση τῶν ἁγίων Του.  Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ναί μέν καθαρίστηκε ἅπαξ ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, διά τοῦ ὁποίου ὅπως εἴπαμε γεύεται ὁ ἄνθρωπος τήν δωρεά τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ἁμαρτία ἐν τῷ αἵματι τοῦ Κυρίου, ὅμως ἐλλοχεύει ἀδιάκοπα ὁ κίνδυνος στήν ζωή αὐτή ἐκπτώσεως καί πάλι στήν ἁμαρτία καί συνεπῶς ἀμαυρώσεως τῆς συνειδήσεως. ῾Η λήθη δυστυχῶς, ἡ λησμονιά δηλαδή τῶν δωρεῶν τῆς πίστεως, εἶναι ἡ μόνιμη ἀπειλή γιά τό μέλος τοῦ Χριστοῦ. Λίγο νά μήν προσέξει ὁ πιστός ἐκπίπτει ἀπό τό ὕψος τῆς θέσης του ὡς προέκτασης τοῦ Χριστοῦ καί φανέρωσής Του μέσα στόν κόσμο, πολύ περισσότερο μάλιστα ὅταν εἶναι δεδομένη καί ἡ ἐναντίωση σέ αὐτόν τοῦ πονηροῦ διαβόλου, πού κατά τόν ἀπόστολο Πέτρο ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ᾽.  
῾Η καθαρή συνείδηση λοιπόν ἐνῶ θεωρεῖται κάτι δεδομένο γιά τόν πιστό λόγω τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως  καί ἕνα μόνιμο ζητούμενο. Κι αὐτό τό ζητούμενο συνιστᾶ αὐτό πού ὀνομάζεται πνευματική καί ἀσκητική ζωή στήν ᾽Εκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια ὅλη ἡ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ ἀφότου ἐνσωματώθηκε στήν ᾽Εκκλησία εἶναι πῶς θά διακρατήσει τήν καθαρότητα τῆς συνειδήσεώς του, πῶς δηλαδή θά διακρατήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού τοῦ δόθηκε στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, ὥστε νά ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, νά λατρεύει τόν ζωντανό Θεό κατά τήν ἀρχική διατύπωση τοῦ ἀποστόλου.

4. Κι ἐννοεῖται ὅτι μιλώντας μέ τόν τρόπο αὐτόν γιά τήν συνείδηση τοῦ πιστοῦ,  ἀπό τήν καλή ἤ τήν κακή κατάσταση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, τήν κατανοοῦμε μέ τήν πνευματική της διάσταση. Δέν ἐννοοῦμε δηλαδή ὡς συνείδηση μόνο τήν ψυχολογική ἐκδοχή της: τήν αἴσθηση καί  ἐπίγνωση γιά παράδειγμα τοῦ ἑαυτοῦ ὡς ξεχωριστῆς ὀντότητος στόν κόσμο, διότι ναί μέν ἡ ἐκδοχή αὐτή εἶναι αὐτονόητα δεκτή, δέν εἶναι ὅμως ἐπαρκής γιά τήν θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας ἡ συνείδηση θεωρήθηκε ἐξαρχῆς τῆς δημιουργίας παράλληλα μέ τήν φύση τό σκαλοπάτι πού ὁδηγεῖ σέ εὕρεση τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δηλαδή διά τῆς φύσεως ὁδηγούμαστε σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί μέ τήν συνείδηση: δόθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό γιά νά μπορεῖ νά στήνει τήν σχέση του μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Δύο διδάσκαλοι γεγόνασιν ἡμῖν ἐξαρχῆς, ἡ κτίσις καί τό συνειδός᾽ κατά τόν ἀββᾶ Δωρόθεο.
Γιά νά πεῖ ὁ ἴδιος βιβλικοπατερικά πιό συγκεκριμένα: ῾῞Οταν ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἔσπειρε μέσα του κάτι τό θεῖο, ἕναν ζωηρό καί φωτεινό λογισμό πού ἦταν σάν σπινθήρας, φώτιζε τόν νοῦ καί τοῦ ἔδειχνε νά διακρίνει τό καλό καί τό κακό. Τοῦτο καλεῖται συνείδηση, πού εἶναι ὁ φυσικός νόμος. Αὐτόν τόν νόμο, δηλαδή τήν συνείδηση, ἀκολουθώντας οἱ πατριάρχες καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πρίν ἀπό τόν γραπτό νόμο εὐαρέστησαν τόν Θεό. ῞Οταν αὐτή καταχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους προοδευτικῶς διά τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τόν γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἴδια τήν ἐπιδημία τοῦ Δεσπότη μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ γιά νά τήν ξεσκεπάσει καί νά τήν ἀνοικοδομήσει, γιά νά ἀναζωογονήσει ἐκεῖνον τόν καταχωσμένο σπινθήρα διά τῆς φυλάξεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν του. Στό χέρι μας λοιπόν εἶναι τώρα πιά ἤ νά τήν καταχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἐάν πειθόμαστε σ᾽ αὐτήν...῎Ας προσπαθήσουμε λοιπόν νά φυλάξουμε τήν συνείδησή μας, ὅσο εἴμαστε σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, χωρίς νά τῆς δώσουμε χῶρο νά μᾶς ἐλέγξει γιά κάτι, χωρίς νά τήν καταπατοῦμε σέ κάτι, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐλάχιστο. Διότι γνωρίζετε ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά καί θά λέγαμε εὐτελῆ ἐρχόμαστε στήν καταφρόνηση καί τῶν μεγάλων᾽.

γ. Νά λατρεύουμε σωστά τόν ἀληθινό Θεό μας. Δηλαδή νά ζοῦμε σωστά τήν ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή ζωή. ᾽Αλλά μέ παράλληλο ἀγώνα ἐπιμέλειας τῆς συνειδήσεώς μας: ῾ὡς πρός τόν Θεό, ὡς πρός τόν συνάνθρωπο, ὡς πρός τά πράγματα᾽ (ἀββᾶς Δωρόθεος), πού σημαίνει ἀγώνα πάνω στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί στήν μετάνοια. Χωρίς τόν ἀγώνα αὐτόν ἡ συνείδηση δέν μᾶς μιλᾶ, ἤ κι ἄν μᾶς μιλᾶ, καθοδηγεῖ λανθασμένα.  Αὐτήν τήν μετάνοια ὡς διαρκές πνευματικό βίωμα πού καθαρίζει τήν συνείδησή μας  προβάλλει πάντοτε ἡ ᾽Εκκλησία μας, κατεξοχήν  σήμερα μέ τό συγκλονιστικό παράδειγμα τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Μέσα στήν ἀσωτία βουτηγμένη αὐτή ἐπί δεκαετίες, ἀνταποκρίθηκε στήν κλήση μετανοίας τοῦ Θεοῦ, ἐπιμελήθηκε τήν συνείδησή της, τήρησε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχθηκε σέ ἐξαίρετο μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πού λατρεύει ἀέναα πιά τόν ζωντανό Θεό καί πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)



 
 Ἡ Ε´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν συνιστᾶ τήν ἀπαρχή τῆς τελευταίας ἑβδομάδας τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Τό ἐρχόμενο Σάββατο, τοῦ ἁγ. Λαζάρου, σημαίνει τή λήξη τῆς ἁγίας αὐτῆς περιόδου, πού θεωρεῖται μάλιστα τύπος ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτά πού καλούμαστε νά ζήσουμε ἰδιαιτέρως τή Σαρακοστή – τήν πιό ἔντονη προσευχή, τήν πιό συνεπή νηστεία, τήν πιό βαθειά μετάνοια, τή μεγαλύτερη ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη – αὐτά θά πρέπει νά προσδιορίζουν καί τήν κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς μας. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ῾παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου᾽ (ἀπ. Παῦλος) καί τό πιό οὐσιῶδες ἔτσι γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ στροφή πρός τόν Θεό καί ἡ ἐν θερμῇ ἀγάπῃ κοινωνία μαζί Του. Τά λόγια τοῦ ἁγίου γέροντα π. Παϊσίου ἐν προκειμένῳ εἶναι ἀφυπνιστικά: ῾Ὅλη ἡ ζωή μου εἶναι μιά Σαρακοστή᾽! Αὐτήν τήν τελευταία λοιπόν ἑβδομάδα ἡ ᾽Εκκλησία μας μᾶς κτυπᾶ γιά ὕστατη φορά τό ῾καμπανάκι᾽ τῆς σωτηρίας μας. Μᾶς καλεῖ, ἔστω καί τώρα, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, νά μετανοήσουμε. Νά μήν ποῦμε ὅτι ῾τώρα πιά πέρασε ὁ καιρός, δέν γίνεται τίποτε᾽! Καί τό κάνει αὐτό ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλοντας ἕνα πρόσωπο πού βίωσε συγκλονιστικά τή μετάνοια καί γι᾽ αὐτό θεωρεῖται πρότυπο μετανοίας: τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία! Μέ τά ἴδια λόγια μάλιστα τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: ῾᾽Ετάχθη ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας σήμερον, ἐγγίζοντος ἤδη τοῦ τέλους τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρός διέγερσιν τῶν ραθύμων καί ἁμαρτωλῶν εἰς μετάνοιαν, ἐχόντων ὑπόδειγμα τήν ἑορταζομένην ἁγίαν᾽.

     Μικρή ἀναφορά στό βίο τῆς ὁσίας καί μερικές παρατηρήσεις πάνω σ᾽ αὐτόν θά μᾶς πείσουν ἀπολύτως γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές.

     Ἡ ὁσία Μαρία ὅταν ἦταν δωδεκαετής, ξέφυγε ἀπό τούς γονεῖς της καί πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὅπου ἔζησε βίο ἄσωτο 17 ὁλόκληρα χρόνια. ῎Επειτα ἀπό περιέργεια κινούμενη, πῆγε μέ πολλούς ἄλλους προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά παρευρεθεῖ στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ᾽Εκεῖ ὅμως ἐπιδόθηκε καί πάλι σέ κάθε εἶδος ἀκολασίας καί ἁμαρτιῶν καί ἔσυρε πολλούς στό βυθό τῆς ἀπωλείας. Ὅταν ὅμως θέλησε νά μπεῖ στήν ᾽Εκκλησία, τήν ἡμέρα πού ὑψωνόταν ὁ Σταυρός, αἰσθάνθηκε τρεῖς καί τέσσερις φορές κάποια ἀόρατη δύναμη νά τῆς ἐμποδίζει τήν εἴσοδο, ἐνῶ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ εἰσερχόταν ἀνεμπόδιστα στό ναό. Πληγώθηκε στήν καρδιά ἀπό τό γεγονός κι ἀποφάσισε νά ἀλλάξει ζωή καί νά ἐξιλεώσει στό ἑξῆς τόν Θεό μέ τή μετάνοιά της. Γύρισε λοιπόν καί πάλι στήν ᾽Εκκλησία μέ τήν ἀπόφαση αὐτή, ὁπότε μπῆκε εὔκολα μέσα. Προσκύνησε τό Τίμιο Ξύλο καί ἀναχώρησε τήν ἴδια ἡμέρα ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Πέρασε τόν ᾽Ιορδάνη καί μπῆκε στά ἐνδότερα τῆς ἐρήμου, ὅπου κι ἔζησε ἐκεῖ ἐπί 47 χρόνια. Τά χρόνια αὐτά ἦταν γιά τήν Μαρία χρόνια σκληρότατης καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἄσκησης, χρόνια προσευχῆς στόν Θεό. Στά τέλη τῆς ζωῆς της συνάντησε κάποιο ἐρημίτη, Ζωσιμᾶ τό ὄνομα, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὁλόκληρη τή ζωή της καί τόν παρακάλεσε νά τῆς φέρει τά ἄχραντα μυστήρια γιά νά κοινωνήσει. Αὐτό ἔγινε τό ἐρχόμενο ἔτος, τή Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τήν ἑπόμενη χρονιά ξανάρθε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, βρῆκε τή Μαρία νεκρή, ἐνῶ δίπλα της ἦταν γραμμένα τά ἑξῆς λόγια: ῾᾽Αββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν ὁποία κοινώνησα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Νά εὔχεσαι γιά μένα᾽.

1) ᾽Εκεῖνο πού ὁδήγησε τήν Μαρία στά Ἱεροσόλυμα δέν ἦταν κάποιος πόθος, ὅπως τόν ἔχουν πολλοί Χριστιανοί. ῾Νά πᾶμε καί στά Ἱεροσόλυμα, στούς ῾Αγίους Τόπους, κι ἄς πεθάνουμε᾽. Κίνητρό της ὑπῆρξε κάτι πολύ πεζό καί πολλές φορές ἀξιοκατάκριτο: ἡ περιέργεια. Καί τό χειρότερο: ἡ περιέργειά της αὐτή συνδέθηκε μέ τήν ἐξάσκηση τοῦ παναθλίου ἐπαγγέλματός της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπίσκεψή της στήν ἁγία Πόλη δέν εἶχε κανένα μεταφυσικό βάθος. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά ῾σπάσει᾽ ἀπλῶς τή ρουτίνα τῆς ζωῆς της, κάτι πού ἀσφαλῶς ἐκμεταλλεύτηκε καί ὁ ἀρχαῖος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πονηρός, πού τήν ἔσπρωξε στήν ἐπέκταση τῆς ἁμαρτωλῆς δραστηριότητάς της. Κι ὅμως! Κι αὐτήν ἀκόμη τήν κατάσταση ἀξιοποιεῖ ὁ πανάγαθος Θεός. Βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τήν καλέσει σέ μετάνοια μ᾽ ἕνα ἰδιαίτερα προσωπικό γι᾽ αὐτήν τρόπο. Χωρίς νά τή ρεζιλέψει, χωρίς ν᾽ ἀποκαλύψει τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της, τήν κάνει νά συνειδητοποιήσει τήν ἄβυσσο τῆς κατάντιας της. Καί πράγματι, ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνει. Ἡ Μαρία μετανοεῖ. ῾Η πρώτη μας παρατήρηση λοιπόν ἀφορᾶ στήν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα ἀπό τή ζωή μας ἀξιοποιεῖ ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κάνει νά ριχτοῦμε στήν ἀγκαλιά Του. Κι ὁ λόγος: εἶναι ὁ Πατέρας μας!

2) Μιά δεύτερη παρατήρηση ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα φαινομενικά παράδοξο: ὁ Θεός κλείνει τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ μόνο στή Μαρία. Γιατί παράδοξο; Διότι ὁ Θεός μέ τήν ᾽Εκκλησία Του δέχεται κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο κοντά Του. ῾Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω᾽ εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 6, 37). Καί πῶς θά μποροῦσε νά γίνει κάτι τέτοιο, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἦλθε γι᾽ αὐτό: νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια; Κάθε λοιπόν ἁμαρτωλός, πού πλησιάζει τόν Θεό καί τήν ᾽Εκκλησία, γίνεται ἀπό Αὐτόν ἀποδεκτός. ῎Αλλωστε στήν ᾽Εκκλησία ὅλοι ἔτσι προσερχόμαστε, ἤ τουλάχιστον πρέπει νά προσερχόμαστε: ὡς ἁμαρτωλοί πού ἔχουμε ἀνάγκη σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας ποτέ δέν κάνει τό διαχωρισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ἁμαρτωλούς καί μή ἁμαρτωλούς. Διότι ἀπολύτως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. ῾Πάντες ἥμαρτον καί πάντες ὑστεροῦναι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ᾽ (ἀπ. Παῦλος). Πῶς ὅμως τότε ὁ Θεός ἔκλεισε τήν εἴσοδο γιά τήν Μαρία τήν ἁμαρτωλή, πού προσερχόταν κοντά Του; ᾽Ακριβῶς, διότι ἐρχόταν στό ναό, χωρίς τή διάθεση νά ἔλθει κοντά Του. Ἡ Μαρία θέλησε δηλ. νά μπεῖ στό ναό, χωρίς μετάνοια, χωρίς ἀπόφαση ἀλλαγῆς γιά τή ζωή της. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή λειτούργησε θετικά γιά τήν Μαρία. Τήν συγκλόνισε καί τήν ὁδήγησε σέ μετάνοια. Μόλις πῆρε λοιπόν τήν ἀπόφαση γι᾽ ἀλλαγή τρόπου ζωῆς, ἀμέσως ἡ εἴσοδος ἀνοίχθηκε καί γι᾽ αὐτήν. ῎Ετσι, βεβαίως ὁ Θεός καλεῖ τούς πάντες και ἀποδέχεται τούς πάντες, ὅσο ἁμαρτωλοί κι ἄν εἶναι, μέ μόνη ὅμως τήν προϋπόθεση νά μετανοήσουν. Καί τοῦτο γιατί μιά σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, χωρίς μετάνοια, θά σημάνει τήν καταδίκη καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν προσφέρει τή χάρη Του μαγικῷ τῷ τρόπῳ. Ζητᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία κυρίως ἐκφράζεται ὡς μετάνοια. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ κόλαση κάπως ἔτσι ὁρίζεται ἀπό τούς ἁγίους μας: ὡς σχέση μέ τόν Θεό, ἀλλά σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο λειτουργεῖ ἀρνητικά, δηλαδή ὡς κόλαση. ῎Ετσι τό ἀντίδοτο γιά ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μας, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἀποτελεῖ τό κλειδί πού μᾶς ἀνοίγει τήν εἴσοδο τοῦ Οὐρανοῦ.

3) Θά θέλαμε ὅμως νά κάνουμε καί μιά τρίτη παρατήρηση. Ὁ Θεός θέλησε νά πάρει τήν ὁσία Μαρία ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὅταν ἐκείνη ὁλοκλήρωσε καί τελειοποίησε τή μετάνοιά της. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν ἐξομολόγησή της καί τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Εἶναι πράγματι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι γιά τήν Μαρία 47 χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς ἦταν χρόνια προετοιμασίας. Καθάρισε ὅσο ἦταν δυνατόν σ᾽ αὐτήν τόν ἑαυτό της. Ὑπερέβη τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες της. Κι ὅμως τό τέλειο - μέσα πάντα στά ἀνθρώπινα πλαίσια - ἦλθε μέ τήν ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία. ᾽Απόδειξη: μόλις κοινώνησε, κοιμήθηκε κι ἡ ψυχή της φτερούγισε στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. Αὐτό βεβαίως σημαίνει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τελειοποιηθεῖ, νά θεωθεῖ κατά πιό θεολογική ὁρολογία, ἄν δέν συμμετάσχει στή δραστική χάρη τῶν μυστηρίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί μάλιστα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι θέμα αὐτοδυναμίας του, ἀλλά συνεργασίας του μέ τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ.

      Ἡ μετάνοια εἶναι μονόδρομος. ῎Αλλος δρόμος γιά τήν ἔνταξή μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Κι εἶναι τοῦτο ἡ μεγαλύτερη παρηγοριά μας. Μέ δεδομένα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἁμαρτωλότητά μας ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τό συνδετικό κρίκο τῶν δύο δεδομένων. Δέν ἔχουμε παρά νά βαδίζουμε σ᾽ αὐτόν τό δρόμο μαζί μέ τούς ἁγίους μας, μαζί μέ τήν σήμερα ἑορταζομένη ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία. Εἶναι ὁ δρόμος πού σέ κάθε βῆμα μᾶς φέρνει σέ ἄμεση σχέση μέ τόν Χριστό.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ


«Χαίρε κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις»
(Χαίρε Παναγία που κυοφορείς τον οδηγό σ’ αυτούς που πλανώνται)
 
1. Η αμαρτία ως εκτροπή από το θέλημα του Θεού οδήγησε τον άνθρωπο στην πλάνη: να μην μπορεί να προσανατολιστεί σωστά, να μην μπορεί να σχετισθεί ορθά με τον συνάνθρωπό του, με τον εαυτό του, με την ίδια τη φύση. Κι αυτό γιατί διαγράφοντας ο άνθρωπος το φως της ζωής του, τον Πατέρα και Δημιουργό του, οδηγείται στο σκοτάδι της άγνοιας: στον σκοτασμό του νου, με αποτέλεσμα αντί του Κτίστη να λατρεύει τα κτίσματα, αντί της αγάπης να εχθρεύεται τον συνάνθρωπο, αντί της συναίσθησης των κτιστών ορίων του να καυχάται και να υπερηφανεύεται, αντί της αίσθησης της διακριτικής βασιλικής εξουσίας του να φοβάται ως δούλος και αυτήν τη φύση.
Ο απόστολος Παύλος με θεόπνευστο τρόπο επισημαίνει την τραγική αυτή κατάσταση της πτώσεως στην αμαρτία: «(Οι άνθρωποι) ενώ γνώρισαν τον Θεό μέσα από τη δημιουργία, ούτε Τον δόξασαν ούτε Τον ευχαρίστησαν ως Θεό. Αντίθετα, η σκέψη τους ακολούθησε λαθεμένο δρόμο, και η ασύνετη καρδιά τους βυθίστηκε στο σκοτάδι της πλάνης. Έτσι ενώ θριαμβολογούσαν για τη σοφία τους, κατάντησαν ανόητοι, ως το σημείο αντί για τον Δημιουργό αθάνατο Θεό, να προσκυνούν είδωλα…Γι’ αυτό τους παρέδωσε ο Θεός στις βρωμερές επιθυμίες τους…» (Ρωμ. 1, 21 εξ.).

2. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ερχόμενος στον κόσμο μέσα από το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου αποκαθιστά τον άνθρωπο καθώς αίρει την αμαρτία του και κάνει τον άνθρωπο κομμάτι δικό Του. Φωτίζεται έτσι εν Χριστώ ο νους του ανθρώπου με αποτέλεσμα να αποκτά την αληθινή γνώση του Θεού και να αποκαθιστά και όλες τις σχέσεις του: μπορεί να ζει πια με αγάπη προς τον συνάνθρωπο και τον εαυτό του, να είναι προσγειωμένος με επίγνωση της θέσης του, να βλέπει τη φύση ως δημιουργία του Θεού. Στο πρόσωπο δηλαδή του Χριστού βλέπει ο άνθρωπος τα όρια του αληθινού ανθρώπου. Ο Χριστός γίνεται ο οδηγός του για την αληθινή ζωή, όπως άλλωστε ο Ίδιος το απεκάλυψε και το βεβαίωσε: «Εγώ είμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή». Έκτοτε το κήρυγμα των αγίων αποστόλων προς κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο είναι το «Εν Αυτώ (τω Χριστώ) περιπατείτε».

3. Προϋπόθεση βεβαίως για τη χαρισματική αυτή πραγματικότητα είναι ο άνθρωπος να παραμένει εν Χριστώ. Όσο ο άνθρωπος εν πίστει παραμένει προσκολημμένος σ’ Εκείνον: με τα μυστήρια της Εκκλησίας και τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών, τόσο ξέρει πού και πώς να βαδίζει, τόσο η διάκριση στη ζωή του ως γνώση κάθε φορά περί του πρακτέου γίνεται το χαρακτηριστικό γνώρισμά του. Αν όμως ο πιστός περιέλθει σε λήθη, αν ξεχαστεί σ’ αυτό που συνιστά την προτεραιότητα της ζωής του: την αδιάκοπη προσήλωσή του στον Χριστό και τη ζωή Του, τότε δυστυχώς χάνεται η διάκριση αυτή, το φως του Χριστού τον εγκαταλείπει και η πλάνη επανέρχεται δριμύτερη στον σκοτεινιασμένο και πάλι νου του. Από την άποψη αυτή πλανεμένος δεν θεωρείται μόνον κατά φυσικό τρόπο ο προ Χριστού άνθρωπος, αλλά και ο μετά Χριστόν, ακόμη και  ο θεωρούμενος πιστός, ακριβώς διότι χάνει την επαφή του με τον Κύριο.

4. Η λύση συνεπώς είναι μία σε κάθε περίπτωση: να κρατάμε διαρκώς ζωντανή τη σχέση μας με τον Κύριο, που θα πει να επιμένουμε να λειτουργούμε κατά εκκλησιαστικό τρόπο ως μέλη Χριστού. Η επιμονή αυτή γινόμενη εν υπομονή μάς κάνει να ξέρουμε κάθε στιγμή πού βρισκόμαστε από πλευράς πνευματικής στον κόσμο τούτο, δηλαδή πάντοτε βρισκόμαστε έχοντας τον οδηγό ενώπιόν μας.  Αλλά κι όταν έλθουν στιγμές θόλωσης της διανοίας μας, ακόμη και τότε δεν χανόμαστε: αφενός ο Κύριος μάς έχει δώσει εκείνους που μας φανερώνουν το άγιο θέλημά Του: τους πνευματικούς πατέρες μας («επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι» λέει ο λόγος του Θεού γι’ αυτές τις περιπτώσεις), αφετέρου η απλή ερώτηση που μπορεί να θέτουμε στον εαυτό μας με ειλικρίνεια: τι θα έκανε ο Κύριος στη θέση μας; θα μας δείχνει την ορθή κατεύθυνση.

5. Η εκκαθάριση αυτή στη ζωή μας προκαλεί μεγάλη χαρά. Και δοξολογούμε τον Θεό και για την παρουσία Εκείνης, της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας, η οποία Τον έφερε στον κόσμο ως άνθρωπο, που σημαίνει γέννησε Εκείνον που ήταν, είναι και θα είναι ο απόλυτος οδηγός σε όλους τους πλανεμένους ανθρώπους, συνεπώς η Ίδια κατέχει τη θέση της μοναδικής Οδηγήτριας που παραπέμπει πάντοτε προς τον Χριστό. Αλλά και πέραν τούτου: γινόμαστε κι εμείς συνέχεια της Παναγίας και αφορμή δοξολογίας του Θεού, γιατί ζώντας εν Χριστώ μπορούμε να λειτουργούμε και οι ίδιοι ως οδηγοί για άλλα πλανεμένα αδέλφια μας.  

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (27 ΜΑΡΤΙΟΥ)





῾῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της᾽.


Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. ῾῾Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε᾽᾽(῾῾Νουν θείον αληθώς και σοφόν και θεόφρονα συ έχουσα διαλάμπεις εν χορεία μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε᾽᾽) (ωδή ε´). ῾῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)᾽᾽ (῾῾Ωρυομένη και μέθη βεβακχευμένη και τω θυμώ σφαδάζουσα η δυσσεβεστάτη᾽᾽) (ωδή δ´). ῾῾Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο᾽᾽ (῾῾Ρώμη τη θεία, Ματρώνα, δυναμουμένη, νυν της πικράς Δεσποίνης εξέφυγες δουλείαν, γνώμην αταπείνωτον· ψυχής γαρ εκέκτησο μόνω τω Δεσπότη δουλεύουσα᾽᾽) (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού.῾῾Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ᾽᾽. Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: ῾῾Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας᾽᾽ (῾῾Ου δούλος εν Χριστώ ουκ ελεύθερος κρίνεται, αλλ᾽ αρετής ευμορφία, ευεβείας τρόποις κεκοσμημένη᾽᾽). Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. ῾῾Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας᾽᾽ (῾῾Ο δούλου καταξιώσας δέξασθαι μορφήν Χριστός ο Θεός, ελευθερώσαι ταύτην βουληθείς εκ φθοράς και θανάτου δεσμών, από ζυγού δουλείας σε, Μάρτυρα Νύφην εμνηστεύσατο᾽᾽) (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. ῾῾Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε᾽᾽ (῾῾Μετ᾽ευμενείας και παρρησίας προσεχώρησας όντως πος τον σον, πανεύφημε, εραστήν᾽᾽) (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και ῾῾είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού᾽᾽ (῾῾Ωραίος ο στέφανος, ον νυν εστέφθης, ένδοξε, ζωαρχική δεξιά του Παντοκράτορος᾽᾽) (ωδή η´ ). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ



῾Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.
Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681 μ.Χ.) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο᾽.

Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι ῾πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον᾽: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: ῾Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών᾽. Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του᾽. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. ‘Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα᾽. Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ (26 ΜΑΡΤΙΟΥ)



Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.
Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, ῾Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες᾽.

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: ῾Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)᾽ (῾Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς... φῶς τό τρισήλιον καθορῶν καί βλέπων... τό θεῖον καί φρικῶδες μυστήριον εὐηγγελίσατο, τῇ Παρθένῳ ἀφικόμενος᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ). ῾Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...᾽ (῾Φωτός ὤν ἀνάπλεως ἀεί, καί ποιῶν τό θέλημα καί ἐκτελῶς τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ἀγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ). ῾Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο᾽ (῾Νοός κατά μέθεξιν τοῦ πρώτου φωτιζόμενος, δεύτερον ὡράθης φῶς κραυγάζων, σύν ταῖς ἀπείροις ἀγγέλων τάξεσιν: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονον᾽) (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. ῾Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ᾽ (῾Τό μέγα μυστήριον τό πρίν τοῖς ἀγγέλοις ἄγνωστον καί πρό αἰώνων ἀπόκρυφον, μόνος πεπίστευσαι, Γαβριήλ᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ). ῾᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε᾽ (῾Μεγίστης εὐκλείας ἠξιώθης, τό μέγα μυστήριον ἡμῖν ἀνακαλύψας, μέγιστε ἀγγέλων᾽) (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (῾῞Ιστασο...Γαβριήλ ἀξιάγαστε, καταφαιδρύνων τόν προφήτην Δανιήλ καί ἐντιθείς τήν δήλωσιν τῶν ἀγνοουμένων ἐν πνεύματι᾽) (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (῾῾Ο θεῖος ὡς εἶδέ σε, καιρῷ τοῦ θυμιάματος, πάλαι συνεστῶτα Ζαχαρίας, μένει κωφεύων. Οὐ γάρ ἐπίστευσε σοῦ τῇ ἀγγελίᾳ τῇ φρικτῇ, ἥν περ ἐξεφώνησας, Γαβριήλ ἀρχιστράτηγε᾽) (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῾Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...᾽(῾῾Η περικαλής δυάς καί περίδοξος, Μιχαήλ καί Γαβριήλ, θρόνῳ παριστάμενοι τῆς θείας δόξης...᾽) (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, τόσο πού ὅπως εἴπαμε τόν χαρακτηρίζει διαρκῶς ῾λόγω τῆς μετοχῆς του στό ἀϋλότατο φῶς τοῦ Θεοῦ...φῶς δεύτερον᾽ (ὠδή γ´), δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως ὅπως ἤδη εἴδαμε σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. ῾Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;᾽ (῾᾽Απεστάλη ἐξ οὐρανοῦ Γαβριήλ ὁ ἀρχάγγελος, εὐαγγελίσασθαι τῇ Παρθένῳ τήν σύλληψιν. Καί ἐλθών εἰς Ναζαρέτ, ἐλογίζετο ἐν ἑαυτῷ τό θαῦμα ἐκπληττόμενος, ὅτι πῶς ὁ ἐν ὑψίστοις ἀκατάληπτος ὤν, ἐκ Παρθένου τίκεται! ῾Ο ἔχων θρόνον οὐρανόν καί ὑποπόδιον τήν γῆν, ἐν μήτρᾳ χωρεῖται γυναικός! ῟ῼ τά ἑξαπτέρυγα καί πολυόμματα ἀτενίσαι οὐ δύνανται, λόγῳ μόνῳ ἐκ ταύτης σαρκωθῆναι ηὐδόκησε! Θεοῦ ἐστι Λόγος ὁ παρών. Τί οὖν ἵσταμαι καί οὐ λέγω τῇ Κόρῃ; Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ᾽.

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ: δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: ῾᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου᾽.  Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα᾽ (῾Τί σου τό εἶδος τό πύρινον; Τῷ Γαβριήλ ἡ Σεμνή, μετ᾽ ἐκπλήξεως ἔφησε. Τί σου τό ἀξίωμα, καί τῶν λόγων ἡ δύναμις;  Παιδοποιΐαν προσεπαγγέλλῃ μοι, ἐγώ δέ πεῖραν ἀνδρός οὐ κέκτημαι. ῎Απιθι πόρρωθεν, μή πλανήσῃς ἄνθρωπε, ὥσπερ τό πρίν Εὔαν τήν προμήτορα, ὄφις ὁ δόλιος᾽) (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων᾽ (῾Βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τήν πίστην τήν ὀρθόδοξον κράτυνον, παῦσον τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, ταῖς πρός τόν Κτίστην πάντων σοῦ παρακλήσεσι᾽) (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. ῾᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...᾽(κοντάκιο).