«Χαίρε στερρόν της πίστεως έρεισμα».
Η σύναξη των πιστών επ’ ευκαιρία των αγαπημένων Χαιρετισμών της Θεοτόκου συνιστά
μία από τις πιο μεγάλες προκλήσεις πνευματικής προκοπής και αγιασμού μας, αφενός διότι η αναφορά σ’ Αυτήν παραπέμπει πάντοτε στον Υιό
και Θεό Της – Χριστός και Παναγία συνθεωρούνται στην πίστη μας – αφετέρου διότι
προβάλλεται κάθε φορά ενώπιόν μας Εκείνη η οποία αποτελεί το αιώνιο πρότυπό μας:
στο πρόσωπο της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου βλέπουμε το όριο προς
το οποίο κατατείνουμε ως άνθρωποι, δηλαδή το σημείο συντονισμού
μας με τον Τριαδικό Θεό μας, την εν αγάπη και ελευθερία
υπακοή μας στο άγιο θέλημά Του.
Η σημερινή πρόκληση έρχεται με τον παραπάνω
χαιρετισμό: χαίρε Εσύ που είσαι το στέρεο και σταθερό
στήριγμα της πίστεως.
1. Θα πρέπει καταρχάς να θυμηθούμε ότι ως πίστη εννοείται όχι μόνο η αγαθή
διάθεση της ψυχής μας που αποδέχεται και ομολογεί την αποκάλυψη του Θεού εν
προσώπω Ιησού Χριστού, αλλά και η ίδια η Εκκλησία. Πολύ συχνά στα κείμενα της
Εκκλησίας η ίδια χαρακτηρίζεται πίστη, βασιλεία, οδός κ.λπ. Έτσι η Παναγία,
κατά τον χαιρετισμό, αποτελεί το στέρεο στήριγμα της χριστιανικής πίστεως, κατ’
επέκταση δε και όλης της Εκκλησίας.
Δεν προσκρούει ασφαλώς η πραγματικότητα αυτή στην πίστη μας στον Χριστό.
Διότι Εκείνος κατ’ ακρίβεια είναι το στήριγμα και το θεμέλιο της Εκκλησίας, ο «ακρογωνιαίος λίθος» της και η «κεφαλή»
της. Αλλά είναι γνωστό ότι η ορθή πίστη στον Χριστό σημαίνει και την αποδοχή
της Παναγίας ως Θεοτόκου. Αν ο Χριστός μας είναι ο Θεός που ενανθρώπησε «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου»,
και τούτο «εξ άκρας συλλήψεως», η
Παναγία συνιστά ακριβώς τη Θεοτόκο, συνεπώς είναι και αυτή «αντικείμενο»
πίστεως που φανερώνει την ορθή πίστη και για τον Υιό και Θεό της. Δεν είναι
τυχαίο ότι πάνω στον όρο «Χριστοτόκος»
ή «Θεοτόκος» αναμετριόταν η πίστη
έναντι του Χριστού ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου χωρίς αμαρτίας. Από την
άποψη αυτή η ομολογία της Παναγίας ως Μητέρας του Θεού είναι ομολογία και της
θεανθρωπότητος του Κυρίου, όπως και το αντίστροφο.
2. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το δικαίωμα να χαρακτηρίζουμε και την Παναγία
ως στήριγμα της Εκκλησίας μάς το έδωσε ο ίδιος ο Κύριος. Εκείνος απαντώντας στον
απόστολο Πέτρο, όταν ομολόγησε αυτός με φωτισμό Θεού «συ εί ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος», είπε ότι πάνω σ’ αυτήν
την πέτρα της ομολογίας του (ότι είναι ο
Υιός του Θεού) θα στηρίξει την Εκκλησία του και «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Και η Παναγία αποτελεί μία
διαρκή εξαγγελία της αλήθειας αυτής.
3. Έτσι λόγω του Θεανθρώπου Χριστού τα πάντα στην Εκκλησία είναι
θεανθρώπινα, δηλαδή ούτε μόνο θεϊκά ούτε μόνο ανθρώπινα. Γι’ αυτό και
αντίστοιχα κινείται πάντοτε η Εκκλησία. Θεωρεί κάθε τι ανθρώπινο δικό της,
γιατί ανήκει στον Χριστό, αγωνιζόμενη να το απαλλάξει από την όποια αμαρτία του
που αλλοιώνει την αληθινή φύση του – η αμαρτία συνιστά διαστροφικό επιγέννημα στην
ανθρώπινη φύση – και να το ενώσει ορθά με τον Θεό. Δεν είναι λοιπόν πολυτέλεια
για την Εκκλησία, αντίθετα είναι ανάγκη της, να ενδιαφέρεται για κάθε διάσταση
της ζωής του ανθρώπου και να της δίνει τον σωστό της προσανατολισμό. Αν δεν το
κάνει αυτό, εκφεύγει του προορισμού και της αποστολής της, δηλαδή παύει να
λειτουργεί ως σώμα Χριστού.
4. Κι ίσως κάποτε πρέπει να πιστέψουμε σ’ αυτό που είναι η Εκκλησία: όχι
ένας απλός επίγειος οργανισμός, εξαρτημένος από τα πράγματα του εδώ κόσμου,
αλλά το σώμα του ζώντος Χριστού, η συνέχεια Εκείνου, που έχει ως σκοπό ό,τι και
ο Χριστός: τη μεταμόρφωση πνευματικά του κόσμου και την εκκλησιοποίησή του προς
σωτηρία του.
Το στήριγμα και η βάση της Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Ούτε ο
εαυτός μας ούτε η Πολιτεία ούτε οι πλούσιοι ούτε κι οι μορφωμένοι. Σ’ αυτό μας
προσανατολίζουν διαρκώς οι άγιοί μας και πιο πολύ η Παναγία μας. Η προβολή
Αυτής μάλιστα με την ακολουθία των Χαιρετισμών αποτελεί την πιο έντονη προβολή
του Χριστού και τη μεγίστη διδασκαλία των δογμάτων της πίστεως. Κι αν τα
δόγματα μας παραπέμπουν πάντοτε και στην ορθή πράξη της ζωής, άρα η Παναγία
σημαίνει την αδιάκοπη εξαγγελία της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας.