῾῾Ο ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς πού πρέσβευαν τήν ὀρθή πίστη, μέ τήν ὁποία ἀνατράφηκε κι αὐτός ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου, (υἱοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου). ῞Οταν ὁ ἐπίσκοπος ῾Ιεροσολύμων ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὁ μακάριος αὐτός ἀξιώθηκε τήν ἐπισκοπική χάρη τῆς πόλεως, ὑπερμαχώντας προθύμως γιά τά ἀποστολικά δόγματα. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ᾽Ακάκιος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἀποκηρύχθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς διότι δέν ἀνεχόταν νά ὁμολογεῖ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιον μέ τόν Πατέρα, καί δέν εἶχε ἀποδεχθῆ τήν καθαίρεσή του ἀπό αὐτήν ἀλλά βρισκόταν ὡς τύραννος ἀκόμη στόν θρόνο του, κατεβίβασε τόν μακάριο Κύριλλο ἀπό τόν δικό του θρόνο τῶν ῾Ιεροσολύμων καί τόν ἐκδίωξε ἀπό αὐτά, ἐπειδή ἦταν γνωστός τοῦ ἀρειονόφρονος βασιλιᾶ Κωνσταντίου καί ἔπαιρνε ἀπό ἐκεῖ τήν ἐξουσία.
῾Ο Κύριλλος τότε πῆγε στήν Ταρσό καί βρέθηκε μαζί μέ τόν θαυμάσιο Σιλουανό. Κι ὅταν μάλιστα συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Σελεύκεια ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ ᾽Ακάκιος σηκώθηκε καί ἔφυγε καί ἔτρεξε πρός τήν Κωνταντινούπολη. Μέ ὅσα εἶπε στόν βασιλιά τόν ἐξόργισε κατά τοῦ Κυρίλλου, τόν ὁποῖο μάλιστα κατεδίκασε σέ ἐξορία. ῞Οταν λοιπόν ἀπέθανε ὁ Κωνστάντιος καί τόν διαδέχθηκε στήν βασιλεία ὁ ᾽Ιουλιανός, αὐτός θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν εὔνοια ὅλων τῶν ἐπισκόπων πού εἶχαν ἐξορισθῆ ἀπό τόν Κωνστάντιο διέταξε νά ἐπανέλθουν αὐτοί στίς ᾽Εκκλησίες τους. Μαζί μέ ὅλους λοιπόν ἔλαβε καί πάλι τόν θρόνο του ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ διαποίμανε καλῶς καί θεοφιλῶς τό ποίμνιο πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ ἡ ᾽Εκκλησία καί ἄφησε ὡς μνημόσυνό του σ᾽ αὐτήν τίς Κατηχήσεις πού φέρουν τό ὄνομά του, λίγο χρόνο μετά τήν ἐπάνοδό του ἀναπαύθηκε μακαρίως.
῏Ηταν δέ κατά τόν τύπο τοῦ σώματος μέτριος στό ἀνάστημα, ὠχρός, μέ πλούσια κόμη, μέ μικρή μύτη, μέ τετράγωνο τό πρόσωπο, μέ φρύδια εὐθέα καί ἴσια, μέ γένια λευκά, δασιά καί χωρισμένα στά δύο, μοιάζοντας μέ ὅλο τό ἦθος του μέ ἀγροῖκο καί χωρικό ἄνθρωπο᾽.
Πολύφωτο ἀστέρι τῆς ᾽Εκκλησίας χαρακτηρίζει τόν ἅγιο Κύριλλο ὁ ὑμνογράφος του Θεοφάνης, κι ὄχι μία φορά. ᾽Αστέρι πού ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος, ὡς ῞Ηλιος, ἔβαλε στό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, προκειμένου νά φωτίζει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ τίς ἀκτίνες τῆς διδασκαλίας του. ῾᾽Αστέρα πολύφωτον Χριστός ὁ ῞Ηλιος ᾽Εκκλησίας ἐν τῷ ὕψει σε ἔθετο Κύριλλε, ἀκτῖσι δογμάτων ἱερῶν καταυγάζοντας καρδίας τῶν πιστῶν᾽ (ὠδή θ´). Αὐτό σημαίνει ὅτι τό φῶς τοῦ ἁγίου δέν ἦταν φῶς πού προερχόταν ἀπό κάτι δικό του. ῏Ηταν φῶς πού ἀντανακλοῦσε τόν ῞Ηλιο Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο μέ τά λόγια του, ἀλλά κυρίως μέ τήν ζωή του συνιστοῦσε τό καθοδηγητικό στοιχεῖο γιά τούς πιστούς, ἀκόμη καί γιά τούς Πατέρες πού συγκροτοῦσαν Σύνοδο. Μέ ἄλλα λόγια στό πρόσωπό του καί στίς διδαχές του ἔβλεπαν ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού ὁδηγοῦσε στήν κατά φυσικό τρόπο ἐξαφάνιση τῶν αἱρέσεων καί τοῦ σκοτασμοῦ πού πάντοτε προκαλοῦν αὐτές. ῾Τῇ σοφίᾳ τῶν λόγων σου καί τῷ φέγγει τοῦ βίου σου, ὡς ἀστήρ πολύφωτος, ἀξιάγαστε, μέσον Συνόδου διέλαμψας Πατέρων᾽ (στιχηρό ἑσπερινοῦ) (Μέ τήν σοφία τῶν λόγων σου καί μέ τό φέγγος τοῦ βίου σου, ἔλαμψες, ἀξιοθαύμαστε, σάν ἀστέρας πολύφωτος ἀνάμεσα στήν Σύνοδο τῶν Πατέρων). ῾῾Ως ἀστήρ ἀνατέταλκας καί πιστούς κατεφώτισας, ἱεραῖς λαμπρότησι τῶν δογμάτων σου, καί τάς αἱρέσεις ἐσκότασας καί τέλεον ἔτρεψας᾽ (στιχηρό ἐσπερινοῦ) (᾽Ανέτειλες σάν ἀστέρι καί καταφώτισες τούς πιστούς μέ τίς ἱερές λαμπρότητες τῶν δογμάτων σου, καί ὁδήγησες στό σκοτάδι τίς αἱρέσεις καί τίς διέλυσες ἐντελῶς).
῾Ο διπλός αὐτός φωτισμός τοῦ ἁγίου, μέ τίς διδασκαλίες του καί μέ τήν ζωή του, ἀπορροφᾶ πράγματι ὅλη τήν προσοχή τοῦ ὑμνογράφου στόν κανόνα του γι᾽ αὐτόν. Στά περισσότερο τροπάρια ἐπικεντρώνει στό διδασκαλικό χάρισμα τοῦ ἁγίου, γιά τό ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίσθηκε καί ὡς ὁ Κατηχητής. Οἱ Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἔχουν μείνει κλασικές στό εἶδος τους, ἔχοντας ὡς περιεχόμενο τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας καί τήν σημασία καί τό τυπικό τῶν μυστηρίων της, ἰδίως τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τοῦ ἁγίου χρίσματος καί τῆς θείας εὐχαριστίας. Καί προσφέροντας τήν πίστη κατ᾽ ἀνάγκη στρέφεται καί κατά ἐκείνων πού τήν διαστρέφουν, δηλαδή τῶν αἱρετικῶν. Γιά τόν ἱερό ποιητή ὁ ἅγιος Κύριλλος εἶναι ἡ λύρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναφώνησε τό μέλος τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, τῆς θείας δηλαδή ἐπιφανείας Του. ῾Λύρα ὤφθης Πνεύματος τοῦ παναγίου, θεόφρον, ἀναφωνοῦσα μέλος ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ᾽ (ὠδή γ´). ῾Η καρδιά του δέχθηκε τό ποτάμι τῆς ὑπερκόσμιας σοφίας, γι᾽ αὐτό καί ἔβγαλε ἄβυσσο διδασκαλίας πού βύθισε τούς νόες τῶν ἀσεβῶν. ῾῾Υπερκοσμίου τῆς σοφίας ρεῖθρον, ὅσιε, σοῦ ἡ καρδία δεξαμένη, ἐξηρεύξατο διδασκαλίας ἄβυσσον, νόας ἀσεβούντων βυθίζουσαν᾽ (ὠδή δ´).
᾽Αλλά ὁ ὑμνογράφος, εἴπαμε, ἐπικεντρώνει καί στό φῶς πού ἐκπέμπει καί ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ ἀγίου. Κι ἴσως γι᾽ αὐτό καί οἱ Κατηχήσεις του εἶχαν καί ἔχουν τόση μεγάλη σημασία καί δύναμη. Διότι προέρχονταν ἀπό ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος προσήγγιζε τήν πίστη ὄχι θεωρητικά καί νοησιαρχικά, ἀλλά ἐμπειρικά καί βιωματικά. ῾Η διδασκαλία δηλαδή τοῦ ἁγίου ἀποτελοῦσε καί τήν ἔκφραση τῆς ζωῆς του. Αὐτό πού ἔλεγε ἦταν – τό σημειώσαμε καί παραπάνω – τό ἀπαύγασμα τῆς παρουσίας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μέσα στήν κεκαθαρμένη ἀπό τήν ἄσκηση καρδιά του. ῾Κοσμήσας τήν ψυχήν ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, χαρισμάτων δεκτικήν τοῦ Πνεύματος αὐτήν τοῦ ῾Αγίου τετέλεκας. ῞Οθεν ἄβυσσον σοφίας ἐξηρεύξω αἰρέσεων τά πελάγη ξηραίνουσαν, Κύριλλε᾽ (ὠδή α´) (Κόσμησες τήν ψυχή σου μέ τίς ἰδέες τῶν ἀρετῶν, Κύριλλε, γι᾽ αὐτό καί τήν κατέστησες δεκτή τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾽Αποτέλεσμα ἦταν νά βγεῖ ἀπό ἐσένα ἡ ἄβυσσος τῆς σοφίας πού ξεραίνει τά πελάγη τῶν αἱρέσεων). ῾Ο ἱερός Θεοφάνης διατυπώνει αὐτό πού ὁ Κύριος καί ἀδιάκοπα ἡ ᾽Εκκλησία μας κηρύσσει: ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἔχει δύναμη, δηλαδή νά τρέφει τίς καρδιές τῶν πιστῶν καί νά ἐξαφανίζει τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, ἀπαιτεῖ κεκαθαρμένη καρδιά ἤ καρδιά πού ἀγωνίζεται νά ἐξαλείψει τά πάθη της. Τότε πράγματι ἀντιφεγγίζει τίς ἀκτίνες τοῦ Οὐρανοῦ καί δέν συνιστᾶ ἁπλῶς στοχαστικό λόγο ἤ ἀλλιῶς τεχνολογία, κατά τήν ἔκφραση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. ῾Ο ποιητής γι᾽ αὐτό καί ἐπιμένει: ῾῎Εχων πῦρ ἐν διανοίᾳ φόβου, Πάτερ, τοῦ Θεοῦ, ὕλην ἀπετέφρωσας τήν τῶν ἡδονῶν᾽(ὠδή ζ´) (Εἶχες στήν διάνοιά σου, Πάτερ, τήν φωτιά τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἀποτέφρωσες τήν ὕλη τῶν ἡδονῶν). ῾Δάκρυσι παθῶν τήν φλόγα σβέσας, Μάκαρ, τόν πυρσόν ἐτήρησας ἄσβεστον σοῦ τόν τῆς ψυχῆς᾽ (ὠδή ζ´) (῎Εσβησες, μακάριε, μέ τά δάκρυά σου τήν φλόγα τῶν παθῶν, γι᾽ αὐτό καί κράτησες ἄσβεστο τόν πυρσό τῆς ψυχῆς σου).
Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφος σημειώνει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀξιοποίησε στό ἔπακρο τό διδασκαλικό χάρισμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί τό αὔξησε σέ σημεῖο τέτοιο πού νά εἰσέλθει πανηγυρικά στόν Παράδεισο. ῾῾Ως δοῦλος τό δοθέν πλεονάσας σου τάλαντον, εὐηρέστησας τῷ Δεσπότῃ, θεόφρον, οὗ εἰς χεῖρας ἐναπέθου σου τό πνεῦμα τό ἱερώτατον, Κύριλλε᾽ (στιχηρό ἑσπερινοῦ) (῾Ως δοῦλος αὔξησες τό τάλαντο πού σοῦ δόθηκε, γι᾽ αὐτό καί εὐαρέστησες τόν Δεσπότη, θεόφρον, στά χέρια τοῦ ῾Οποίου ἐναπέθεσες τό ἱερότατο πνεῦμα σου, Κύριλλε). Λοιπόν ῾εἴσελθε ἐκ ταλάντων προσφέρων εἰς τήν χαράν, Κύριλλε, τοῦ σοῦ Κυρίου᾽ (στίχοι συναξαρίου) (εἴσελθε μέ τήν προσφορά τῶν ταλάντων σου, Κύριλλε, στή χαρά τοῦ Κυρίου σου).