Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

῾ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ' (10)



«...και πλατυσμόν εν ταις θλίψεσιν, Κόρη»

Ας φανταστούμε τη θλίψη κάποιου που κλείνεται στη φυλακή: βρίσκεται υπό περιορισμό, οι κινήσεις του είναι ελεγχόμενες, έχει χάσει το μεγαλύτερο δώρο που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, την ελευθερία. Κι ας φανταστούμε ακόμη περισσότερο τη στενοχώρια του εγκλεισμού του στην απομόνωση. Πρόκειται για ένα είδος σύνθλιψης της ανθρώπινης ύπαρξης, ένα είδος κόλασης. Κάτι παρόμοιο βεβαίως συμβαίνει και με τις θλίψεις που περνά ο άνθρωπος στη ζωή αυτή: τον περιορίζουν ψυχικά, τον κάνουν να μην μπορεί με άνεση να αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν θλιβόμαστε, λέμε ότι βρισκόμαστε σε στενοχώρια. Σαν να είμαστε ακριβώς σ’  ένα στενό χώρο.
Κι ας φανταστούμε τώρα ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος μας παίρνει από τον περιορισμό και τον εγκλεισμό του στενού χώρου, είτε τον φυσικό είτε τον ψυχικό, και μας οδηγεί σε ένα άπλωμα, σε μία πλατεία, όπου εκεί έχουμε τη δυνατότητα να κινηθούμε ελεύθερα, με άνεση, να νιώσουμε ότι είμαστε πράγματι ελεύθεροι.
Κάπως έτσι είναι το σκεπτικό του υμνογράφου, όταν υμνεί μεταξύ των άλλων την Παναγία ως εκείνην που αποτελεί τον πλατυσμό του αθρώπου στίς θλίψεις του: η Παναγία από τη στενοχωρία της καρδιάς, μας μεταφέρει στην πλατεία της άνεσης. Για τον υμνογράφο βεβαίως και για όλη τη χριστιανική πίστη, η θλίψη και η στενοχωρία προκαλούνται ναι μεν από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής αυτής, κυρίως όμως από τις αμαρτίες μας. Η αμαρτία είναι εκείνη που πάντοτε φέρνει τον άνθρωπο σε μία τέτοια δύσκολη ψυχική κατάσταση. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Είναι πάντοτε το τίμημα που εισπάττει ο άνθρωπος, όταν χαλαρώνει πνευματικά και δεν θέτει ως κέντρο και άξονα της ζωής του το θέλημα του Θεού. Η Παναγία μας λοιπόν, ως Μητέρα του ενανθρωπήσαντος Θεού μας και Μεγάλη Μάνα δική μας, έχει τη δυνατότητα μεταβολής της θλίψεώς μας και απαλλαγής μας από αυτήν, διότι ακριβώς με τη μεσιτεία της στον Κύριο μάς παρέχει τη χάρη Του και τις ευεργεσίες Του, συνεπώς η χάρη Εκείνου λειτουργεί ως θεραπεία της στενότητάς μας αυτής.  
Μη ξεχνάμε όμως ότι συνήθως ο πλατυσμός αυτός και η μεταβολή των θλίψεων  δεν σημαίνει πάντοτε και απαλλαγή μας από τις θλίψεις. Οι θλίψεις θα παραμένουν πάντοτε το βασικό γνώρισμα του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, που σημαίνει ότι όσο υπάρχει κόσμος η θλίψις  θα υφίσταται και αυτή. Η πλήρης απαλλαγή θα έρθει με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, όπου τα πάντα θα υποταχτούν σε Εκείνον και η χαρά Του θα γίνει χαρά και όλων των μετανοημένων ανθρώπων. Όμως με τον Κύριο και με την Παναγία Μητέρα Του, οι θλίψεις στον κόσμο τούτο μεταβάλλονται, ο άνθρωπος δηλαδή απαλλάσσεται από αυτές, με την έννοια ότι τις βλέπει και τις βιώνει με διαφορετικό βλέμμα από ό,τι πριν. Χωρίς Χριστό και χωρίς πίστη η θλίψη είναι πάντοτε θλίψη και στενοχώρια. Με τον Χριστό, με την Παναγία, η θλίψη αντιμετωπίζεται ως μέσον προαγωγής του ανθρώπου, ως παιδαγωγία που του δίνει ώθηση για πνευματική άνοδο. «Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών».
Και το πιό σημαντικό είναι ότι κάτω από την οπτική αυτή, η θλίψη χάνει την «έκτασή» της: μικραίνει στις διαστάσεις της, τίθεται  κάτω από τον έλεγχο του ανθρώπου, τη βλέπει ο άνθρωπος κυριολεκτικά «στα μέτρα του». Ας θυμηθούμε μεταξύ πολλών άλλων το περιστατικό με την αγία Μαρίνα: στη φυλακή ευρισκομένη αντιμετωπίζει έναν τρομακτικό δράκοντα, ένα τεράστιο φίδι, που το παρουσίαζε ο διάβολος. Στον τρόμο της η αγία ρίχνεται στην προσευχή και βλέπει το φίδι με τη δύναμη πια του Χριστού. Και πώς το βλέπει; Ως ένα μικρό μαύρο σκυλί, που το έπιασε από τις τρίχες του και το εξολόθρευσε αμέσως. Να βλέπουμε τις στενοχώριες και τα «βουνά» των θλίψεών μας εν Χριστώ: ο όγκος τους από τον παραμορφωτικό φακό των παθών μας θα μειωθεί στο ελάχιστο. Γιατί θα έχουμε «φορέσει» τα γυαλιά της πίστεως, που μας δίνουν την αληθινή όραση του κόσμου.