«Οι άγιοι ζούσαν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και ήταν τέκνα ευσεβών γονέων. Και ο μεν Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Καθώς λοιπόν ανακρινόταν, παρουσιάστηκε από μόνη της και η αδελφή του Ζηνοβία. Κτυπώνται λοιπόν κα οι δύο και ρίχνονται σε λέβητα πίσσας. Διατηρήθηκαν όμως με τη χάρη του Χριστού αβλαβείς, οπότε και δέχονται τον διά ξίφους θάνατο».
Οι άγιοι μάρτυρες Ζηνόβιος και Ζηνοβία έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου, πνίγοντας μέσα στο αίμα τους τον πονηρό διάβολο. «Έγιναν αυτοί υπέρμαχοι της αγίας Τριάδος. Και στο στάδιο με ανδρεία απέπνιξαν τον αόρατο εχθρό διάβολο μέσα στο σεπτό αίμα τους και έλαβαν έτσι ένδοξα το στεφάνι της νίκης». Η επισήμανση είναι σπουδαιότατη. Διότι, πράγματι, δεν υπάρχει, κατά την πίστη μας, ισχυρότερο όπλο που κατακαίει τον διάβολο, από το αίμα των μαρτύρων. Όπου δορυφορούνται μάλιστα τα λείψανά τους, εκεί φυγαδεύεται η όποια δαιμονική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας εγκαινιασμένος ναός, στον οποίο τελείται η αναίμακτη λατρεία, η Θεία Ευχαριστία, θεωρείται ό,τι ισχυρότερο κατά του Πονηρού. Διότι ακριβώς εκεί υπάρχει το αίμα του Κυρίου μας – το απόλυτο όπλο – και μαζί με Αυτό τα λείψανα των μαρτύρων που είναι κατατεθειμένα μέσα στην αγία Τράπεζα. Μακάρι οι πιστοί να είχαμε επίγνωση των δυνάμεων που έχουμε μαζί μας, ιδιαιτέρως όταν βρισκόμαστε μέσα στον Ναό – ενισχυόμαστε για να ζούμε τον Σταυρό του Κυρίου ως προσωπικό γεγονός.
Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ συνδέει στενότατα την ιερωσύνη του αγίου Ζηνοβίου με το μαρτύριό του. Παριστάμενος ο Ζηνόβιος ενώπιον του θρόνου του Κυρίου φορεί την ιερατική του στολή έντονα κόκκινη λόγω και του αίματός του – «Αφού χρωμάτισες έντονα τη στολή σου, Ζηνόβιε, με το αίμα του μαρτυρίου σου, την έκανες ιερότερη με τη χάρη του Θεού». Κι ο υμνογράφος εν προκειμένω επισημαίνει μία βασική αλήθεια: τη μαρτυρική διάσταση της ιερωσύνης – ιερωσύνη και μαρτύριο βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, δείγμα ότι ο ιερέας του Χριστού βρίσκεται πάντοτε στον Σταυρό˙ η διακονία του είναι οδύνη και πάθος. Ορθά όμως βιούμενη αποκαλύπτει και την περικλειόμενη σ’ αυτήν ανάσταση. Κι είναι ευνόητο ότι τούτο πρέπει να το εννοήσουμε και ως προς την πνευματική ιερωσύνη του κάθε βαπτισμένου και χρισμένου πιστού. Μη ξεχνάμε ότι ο κάθε πιστός, έστω και ο απλός λαϊκός, είναι μέτοχος και αυτός της ιερωσύνης του Κυρίου.
Εκθέτοντας ο άγιος Ιωσήφ τα της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, μέσα στα πλαίσια της μαρτυρικής διαστάσεώς της στον κόσμο τούτο, αναφέρεται στον τρόπο ασκήσεώς της: «ιεράτευσεν ως άγγελος», με δύναμη προσευχής τέτοια υπέρ του ποιμνίου του, ώστε να γίνεται αυτή δεκτή από τον Κύριο «ως θυμίαμα». Κι αυτή «η δέησις της ενθέου ψυχής του» συνδυαζόταν με τη διδασκαλία του, η οποία λειτουργούσε ως ποτιστική βροχή στις καρδιές των πιστών που του ενεπιστεύθη Εκείνος. Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο άγιος ποιητής είναι πολύ ωραία: «Η γλώσσα σου, Ζηνόβιε, έγινε σαν σύννεφο που φέρνει βροχή και που βρέχει την ευσέβεια, ποτίζοντας τις καρδιές των πιστών και οδηγώντας τις διάνοιες για να καρποφορούν τις ενάρετες πράξεις». Έτσι η ιερατική διακονία του ευσεβούς Ζηνοβίου οδηγούσε σε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον: σώζονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αυξανόμενοι στον δρόμο της αρετής∙ Δεύτερον: διαρκώς και μειωνόταν η ασέβεια από την αύξηση της ευσεβείας, δηλαδή της αληθινής πίστεως. «Λιγόστεψες την ασέβεια, Μάρτυς, με την αύξηση της αληθινής ευσέβειας… και έσωσες αυτούς που θαλασσοδέρνονταν από τα κύματα της πλάνης».
Είναι ευνόητο πόσο σημαντική είναι αυτή η αλήθεια και για εμάς σήμερα: η μείωση της ασεβείας, ως αίρεσης και ως εγωιστικού τρόπου ζωής, έρχεται στον βαθμό που εμείς αυξάνουμε την ευσέβειά μας. Αν σήμερα υπάρχουν τόσες αιρέσεις και τόσες αποκλίσεις από τον ορθό τρόπο ζωής, σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται και στο δικό μας έλλειμμα ευσεβείας.