«Να κλείνεις τη θύρα του κελλιού σου (γράφε: του σπιτιού σου) για να μην εξέρχεται το σώμα σου, τη θύρα
της γλώσσας σου για να μην εξέρχονται λόγια, και την εσωτερική πύλη της ψυχής
σου για να μην εισέρχονται τα πονηρά πνεύματα» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος,
λόγ. κζ΄, α΄, 17).
Δηλαδή να είσαι ο
κύριος, ο αφέντης του σπιτιού και του εαυτού σου. Το σπίτι σου να σε ξέρει, η
γλώσσα σου να είναι υπό τον έλεγχό σου, η ψυχή σου να παραμένει μ’ εκείνον που
είναι ο νυμφίος της. Που σημαίνει: να ξέρεις γιατί ζεις και ποιος είναι ο
καθημερινός σκοπός σου, ώστε να χαίρεσαι
την παρουσία Κυρίου του Θεού σου. Γιατί μόνον ένας που είναι απολύτως συνειδητοποιημένος
ως προς τη χριστιανική του ζωή και έχει ενεργή τη χάρη του Θεού στην ύπαρξή του
μπορεί να υπομένει το σπίτι του και να δαμάζει τη γλώσσα του και να στέκεται
άγρυπνος φρουρός στην πύλη της ψυχής του.
Μήπως είναι υπερβολές
αυτά; Μα το βλέπουμε καθημερινά, σε μας και στους άλλους: πολύ συχνά «σκάμε» με
το να είμαστε στο σπίτι μας· τις περισσότερες δυστυχώς φορές μιλάμε ακατάσχετα,
έχοντας ένα απύλωτο στόμα· ο νους, το κέντρο της ψυχής μας, άπειρες φορές
γίνεται «μπάτε σκύλοι αλέστε»! Και το αποτέλεσμα; Να μην είμαστε ο εαυτός μας,
να είμαστε σαν κυνηγημένοι, να μας αποφεύγουν ακόμη κι οι φίλοι μας. Κι αυτό
γιατί τελικώς δεν έχουμε τον… Θεό μας!
Και δεν εννοεί ο όσιος
βεβαίως ότι δεν πρέπει να βγαίνουμε από το σπίτι μας! Αυτό είναι δεδομένο, εφόσον
είμαστε στον κόσμο τούτο, με τις υποχρεώσεις των εργασιών μας και με τις
ανάγκες της ψυχαγωγίας μας. Κι ασφαλώς θα βγαίνουμε λοιπόν, όταν μάλιστα ο
ίδιος ο Κύριος μάς έχει δώσει και μας δίνει συνεχώς τόσες ευκαιρίες με την
ομορφιά της φύσης Του και τη συναναστροφή των καλών φίλων και την κοινωνία και
επικοινωνία με τους άλλους εν Χριστώ αδελφούς μας, ιδίως στα θαυμαστά σκηνώματά
Του, τους άγιους Ναούς Του! Εννοεί ότι κάποια στιγμή, όταν πια δεν συντρέχουν
οι παραπάνω συνθήκες, να μπορούμε να βρίσκουμε καταφύγιο στο σπίτι μας: να
μένουμε με χαρά σ’ αυτό, αξιοποιώντας την παρουσία μας εκεί για να
συνομιλήσουμε με τον/τη σύζυγό μας, με τα παιδιά μας, με τους λοιπούς συγγενείς
μας, με τον ίδιο τον Κύριό μας εν προσευχή. Η χωρίς λόγο και αιτία απομάκρυνσή
μας είναι εκείνο που καταδικάζεται· αυτό δηλαδή για το οποίο έχει γραφεί, ότι ο
σημερινός άνθρωπος έχει χάσει τη δυνατότητα να είναι… βοσκός! Να μπορεί να
μείνει μόνος του, για να βρει περισσότερο τον εαυτό του, ενώπιον του Θεού του!
Για να γίνει όμως αυτό
χρειάζονται τα δύο επόμενα που σημειώνει ο όσιος: να ελέγχουμε τη γλώσσα μας –
ό,τι πιο δύσκολο, αφού ο έλεγχος αυτός θεωρείται χαρακτηριστικό του τελείου
ανθρώπου: «ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ» (άγιος Ιάκωβος) – και
να είμαστε φρουροί στην πύλη της ψυχής μας: με τη διαρκή επαγρύπνησή μας κι
έχοντας στα χείλη μας πάντοτε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!»
Τόσο θεωρούμενα απλά, μα και τόσο… τρομακτικά δύσκολα!