Η εντολή του Κυρίου «μη
αντιστήναι τω πονηρώ, αλλ’ όστις σε
ραπίσει επί την μίαν σιαγόνα στρέψον αυτώ και την άλλην» (μην αντισταθείτε στον
πονηρό, αλλά όποιος σε ραπίσει στη μία σου σιαγόνα στρέψε σ’ αυτόν και την άλλη) προκαλεί αντιδράσεις σε
πολλούς χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται να παίξουν τον ρόλο του
«καρπαζοεισπράκτορα», καθώς λένε, κι ούτε να δεχτούν την έσχατη αδικία: όχι
μόνο να μην αντιδράσουν στην πονηρή εναντίον τους στάση των άλλων αλλά να είναι
έτοιμοι και να υποστούν και τα χειρότερα. Και πράγματι, με τη λογική και την
όποια ανθρώπινη κατανόηση της δικαιοσύνης η εντολή του Κυρίου μοιάζει
ανεδαφική, κυρίως όμως άδικη - στην πρόκληση της αδικίας κάθε ψυχή αντιδρά.
Αλλ’ αυτό που φαίνεται λογικό και ανθρώπινα δίκαιο είναι και χριστιανικό; Η
απάντηση, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, είναι όχι. Διότι τότε θα έπρεπε να
αρνηθούμε όλη τη θεία οικονομία της σωτηρίας εν προσώπω Ιησού Χριστού: μπορεί η
λογική να «σηκώσει» την ενανθρώπηση του Θεού με τον τρόπο που έγινε και με τον
τρόπο που εξελίχτηκε; Ή μπορεί η ανθρώπινη δικαιοσύνη να «σηκώσει» το βάρος της
θείας δικαιοσύνης, κατά την οποία ο αθώος «τιμωρείται» και ο ένοχος σώζεται και
δικαιώνεται; Πού πρέπει δηλαδή να θέσουμε τον Σταυρό του Κυρίου, αν κριτήριό
μας είναι η λογική μας και η δικαιοσύνη μας;
Με άλλα λόγια η απάντηση
στο καίριο αυτό ανθρώπινο δύσκολο ερώτημα βρίσκεται στην αγάπη του Θεού μας,
όριο της οποίας είναι ο Σταυρός Του. Που θα πει: όταν κανείς αρχίζει να αγαπά
τον συνάνθρωπό του κατά το πρότυπο του Χριστού, τότε ξεπερνά τις όποιες
δεσμεύσεις της λογικής και τις αγκυλώσεις της δικής του έννοιας της
δικαιοσύνης. Πώς; Ενισχυόμενος από τη χάρη του Θεού, την οποία έλαβε και
λαμβάνει από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο βαπτισμένος χριστιανός δηλαδή ως
μέλος πια Χριστού, καθώς τρέφεται από το σώμα και το αίμα Εκείνου, παίρνει τη
δύναμη να ζει σαν κι Εκείνον, όπως καθορίζεται τούτο από την εντολή Του: «Αυτή
είναι η εντολή η δική μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας αγάπησα.
Μεγαλύτερη αγάπη από αυτή κανείς δεν έχει, ώστε να θυσιάσει κανείς τη ζωή του
για χάρη των φίλων του». Και: «αγαπάτε τους εχθρούς σας» - μία χαρισματική
υψηλή κατάσταση που δίνει όμως, πρέπει να σημειώσουμε, και το φως της διάκρισης να εκφραστεί μερικές φορές η
αγάπη και με άλλους τρόπους πέραν της φαινομενικής παθητικότητας!
Στο πνευματικό αυτό
επίπεδο ο χριστιανός κατανοεί τον εαυτό του ως προέκταση και συνέχεια του
Χριστού, προσβλέποντας πάντοτε και αδιάκοπα σ’ Εκείνον κι έχοντάς Τον ως διαρκή
αναφορά και προοπτική Του – το κέντρο βάρους του εαυτού του δεν είναι ο κόσμος
ο πεσμένος στην αμαρτία, αλλά ο ίδιος ο Θεός εν Χριστώ. Κι ακόμη: ξέρει ότι τα
όποια δίκια του που δεν διεκδικεί γιατί τα έχει αναθέσει στον Κύριο, θα βρουν
την απάντησή τους με τον τρόπο που Εκείνος μόνον καλύτερα από κάθε άλλον
γνωρίζει. «Μην παίρνετε εκδίκηση για τους εαυτούς σας», λέει και πάλι ο λόγος
του Θεού. Διότι «δική μου είναι η εκδίκηση, εγώ θα ανταποδώσω, λέγει Κύριος
Παντοκράτωρ». Ο χριστιανός έτσι, και μιλάμε εννοείται για τον αληθινό
χριστιανό, τον άγιο, έχει εναποθέσει τα πάντα στον Κύριο κι αυτή του η πίστη
στην Πρόνοιά Του τον καθοδηγεί και τον ησυχάζει.
Πέραν τούτου όμως: η εντολή «μη αντιστήναι τω πονηρώ» - κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που είναι πονηρός και όχι για τον Πονηρό διάβολο, μολονότι και για εκείνον από μία άποψη έχει ισχύ ο λόγος - έχει και τη διάσταση τού να μην μπεις στο ίδιο επίπεδο με τον άνθρωπο αυτό. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος, έχοντας μεγάλη εμπειρία της πονηρίας, θα σε οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο δικό του επίπεδο. Πας να αντιπαλέψεις με τα ίδια όπλα του πονηρού, αλλά βεβαίως υπερισχύει όποιος έχει τη μεγαλύτερη εμπειρία. Οπότε, χαμένος «από χέρι» που λένε. Γι’ αυτό και η αντίδραση του χριστιανού είναι η μεγαλύτερη δύναμη: η ταπεινή αγάπη, η οποία κινητοποιεί την παντοδυναμία του ίδιου του Θεού. Θυμίζει κάπως η παραπάνω επισήμανση μία αγγλική παροιμία. Τι λέει; «Δεν πρέπει να παλεύεις με γουρούνια. Διότι και σε κυλούνε στη λάσπη και το απολαμβάνουν».