Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (βάσει τῆς συντεθειμένης γι’ αὐτούς ἀκολουθίας τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου Πατρός Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου[1])

 

(Από την Εισαγωγή του βιβλίου μας: Ν Ε Ο Μ Α Ρ Τ Υ Ρ Ε Σ, εκδ. ἀκολουθεῖν, Μάρτιος 2021)

«Τῇ Β΄ Κυριακῇ μετά τήν τῶν Ἁγίων Πάντων, μνήμην ἐπιτελοῦμεν  ὅλων τῶν ἁγίων νεοφανῶν τοῦ Χριστοῦ μαρτύρων, πού μαρτύρησαν μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνταντινουπόλεως. Νέοι ἀθλητές κατέστρεψαν τή γερόντισσα Ἄγαρ. “Καί τώρα οἱ νέοι αὐτοί ζοῦν μαζί μέ τούς παλαιούς ἀθλητές”».

«Πάντοτε βεβαίως καί ὡς πρός ὅλα ὀφείλουμε, ἀδελφοί, νά ὑμνοῦμε καί νά θαυμάζουμε τά ἀνεξιχνίαστα κρίματα τῆς πρόνοιας τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀπέναντί μας, ὅπως ἐξίσου τό ὀφείλουμε καί γιά τήν πολυχρόνια αὐτή τυραννική αἰχμαλωσία τοῦ Γένους μας. Κι αὐτό γιατί αὐτή ἡ αἰχμαλωσία ἔγινε αἰτία γιά πολλά ἄλλα κατά τήν ψυχή ἀγαθῶν σ’ ἐμᾶς πού τυραννούμασταν, ἐξαιρέτως ὅμως γιατί δι’ αὐτῆς καί ἀπό αὐτήν ἀνεβλάστησε ὁ δοξασμένος καί ἀγαπημένος στόν Χριστό καί τῆς οὐράνιας ἀποθήκης ἄξιος καρπός, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τούς νεοφανεῖς μάρτυρες – αὐτούς πού τώρα πρόκειται νά τούς ὑμνολογήσουμε. Διότι αὐτοί οἱ καρτερόψυχοι, ἀφοῦ θωρακίστηκαν ἀπό τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὅλα τά τερπνά τοῦ βίου τά θεώρησαν σκουπίδια. Καί χωρίς νά λογαριάσουν καθόλου τή σάρκα, βγῆκαν στό στάδιο τῆς ἄθλησης, νικώντας θριαμβευτικά τήν ἀσέβεια τῶν Ἀγαρηνῶν ἀλλά καί διακηρύσσοντας μέ παρρησία καί θάρρος τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Γιά τήν πίστη αὐτή ὑπέμειναν μέχρι τέλους μέ γενναιότητα ποικίλα βασανιστήρια, ἐνῶ ἔλαβαν καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, φωνάζοντας δυνατά πρός Αὐτόν πού τούς στεφάνωσε: Ἐσύ, Χριστέ, εἶσαι τῶν μαρτύρων τό στερέωμα»[2] (οἶκος συναξαρίου).

Ὅ,τι μέ τρόπο συνοπτικό ἀναφέρει παραπάνω γιά τούς νεομάρτυρες ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τους μεγάλος νεώτερος Πατέρας Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (τοῦ ὁποίου σημειωτέον ἡ τεράστια προσωπικότητα καί τό ἔργο δέν ἔχουν ἀκόμη ἐκτιμηθεῖ ὅπως πρέπει ἀπό τούς θεολόγους μας, κατά λόγο τοῦ μακαριστοῦ σοφοῦ Πατρολόγου Στυλιανοῦ (μοναχοῦ Γερασίμου) Παπαδόπουλου), τό προσφέρει ἐκτενέστερα μέ τρόπο ποιητικό καί μεγαλοφυή μέσα ἀπό τήν συντεθειμένη ἀπό αὐτόν ἀκολουθία τους. Καί δέν ξέρει πράγματι κανείς, ἐρχόμενος σ’ ἐπαφή μέ τό ἀριστούργημα αὐτό, ἀπό ποῦ ν’ ἀρχίσει καί ποῦ νά τελειώσει. Διότι στήν ἀκολουθία τῶν νεοφανῶν μαρτύρων ὁ ἅγιος ἀποτυπώνει ὄχι μόνο τόν ἐγκωμιασμό τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντί τους - ὁ ὑμνογράφος λειτουργεῖ πάντοτε ὡς τό στόμα τῆς Ἐκκλησίας - ἀλλά μέ τρόπο βαθιά θεολογικό καί διεισδυτικό προβάλλει τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό ἴδιο τό μαρτύριο: πῶς πρέπει νά τό βλέπουμε σέ κάθε ἐποχή οἱ πιστοί χριστιανοί. Λοιπόν πῶς μᾶς παρουσιάζει καταρχάς ὁ ἅγιος τούς νεομάρτυρες;

«Πολύαθλοι μάρτυρες, καθώς παρίστασθε στούς οὐρανούς μαζί μέ τούς παλαιούς μάρτυρες, μπροστά ἀκριβῶς στόν Χριστό τόν Θεό τόν πρῶτο Μάρτυρα, εἶστε κατακοσμημένοι ἀπό λευκή στολή τῆς μακάριας δόξας Του, κρατώντας στό δεξί σας χέρι τόν Σταυρό καί στό ἀριστερό χέρι κλαδί ἀπό φοίνικα, ὡς σύμβολο τῆς νίκης πού στήσατε κατά τῶν τυράννων∙ καί στό κεφάλι σας φορᾶτε βασιλικό καί ἀμάραντο στεφάνι. Ἑνωμένοι λοιπόν καί συμβασιλεύοντες στούς αἰῶνες σάν κατά χάριν θεοί καί βασιλεῖς, μέ τόν κατά φύσιν Θεό καί Βασιλέα, πρεσβεύσατε χωρίς διακοπή γιά χάρη μας, πού τελοῦμε μέ πόθο τά μνημόσυνά σας»[3] (ἰδιόμελο ὄρθρου). Κατά χάριν λοιπόν θεοί καί βασιλεῖς οἱ νεομάρτυρες, στεφανωμένοι ἀπό τόν Θεό, μέ λευκή στολή, μέ Σταυρό καί φοίνικα στά χέρια – μία εἰκόνα πού παραπέμπει πράγματι στούς πιό δοξασμένους ἀπό τούς δοξασμένους μάρτυρες καί τό βλέπουμε ὡς παρόμοια εἰκόνα, ὅπως καί στόν προκείμενο ὕμνο, στούς μεγαλομάρτυρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τόν ἅγιο Γεώργιο, τόν ἅγιο Δημήτριο καί τούς ἄλλους[4].

Καί δέν τελειώνει ἐδῶ ἡ προβολή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Ἡ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου δοξολογική «παράσταση» τῶν ἁγίων νεομαρτύρων μαζί μέ τούς παλαιούς μάρτυρες συμπληρώνεται  μέ τήν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ὡς μητέρας πού κρατάει στήν ἀγκαλιά της, ἀπό τή μία καί ἀπό τήν ἄλλη, τά δύο ἀγαπημένα της παιδιά, τά ὁποῖα ἐξίσου γεμάτη χαρά τά προσφέρει στόν Κύριο. «Νά ἀγάλλεσαι καί νά χορεύεις, Ἐκκλησία πού εἶσαι ἡ ἐκλεκτή νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Καί σάν μάνα πού ἀγαπάει τά παιδιά της, βαστάζοντας καί στίς δύο πλευρές τῆς ἀγκαλιᾶς της τούς δύο πολυαγαπημένους της υἱούς, τούς παλαιούς δηλαδή καί τούς νέους σου Μάρτυρες, κατά τρόπο προφητικό φώναξε δυνατά στόν νυμφίο σου Χριστό: ἰδού ἐγώ καί τά παιδία πού μοῦ ἔδωσες, Κύριε. Αὐτά τά παιδιά μέ τή χάρη Σου πνευματικά τά γέννησα, μέ τό γάλα τῆς εὐσέβειας τά ἐξέθρεψα καί ἀνέδειξα ἔτσι γιά χάρη τοῦ ὀνόματός Σου περισσότερους Μάρτυρες»[5] (λιτή).

Γιά τόν ἅγιο ὑμνογράφο λοιπόν δέν ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν παλαιῶν καί τῶν νέων μαρτύρων. Ὅ,τι βάσανα πέρασαν οἱ πρῶτοι γιά χάρη τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τά ἴδια πέρασαν καί οἱ δεύτεροι, γι’ αὐτό καί ἰσοστάσιοι καί ἰσότιμοι μεταξύ τους χαρακτηρίζονται. «Νεοφανεῖς ἀθλητές, συγκρίνεστε μέ τούς παλαιούς μάρτυρες, καί στή στέρεα ὁμολογία τῆς πίστεως, καί στά εἴδη τῶν βασανιστηρίων καί στά σημεῖα καί θαύματα»[6] (στιχ. ἑσπ.). Καί: «Ὑπέρ μιᾶς θεοσεβείας πολυειδῆ ὑπέστητε κολαστήρια», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος γιά τούς χρονικά νεώτερους, δηλαδή γιά τή μία πίστη τοῦ Θεοῦ ὑποστήκατε πολυειδή βασανιστήρια, γι’ αὐτό καί «μέ τά αἵματά σας τιμήσατε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ»[7] (δοξαστικό αἴνων). Καί οἱ πρῶτοι λοιπόν καί οἱ μετέπειτα, ξεπερνώντας τό σαρκικό φρόνημα μέ τή θυσία τους, συμπεριφέρθηκαν σάν ἄγγελοι, σέ βαθμό πού  ἡ μόνη διαφορά μέ ἐκείνους εἶναι τό ὄνομα καί ὄχι ἡ ζωή. «Γιατί ὅλοι αὐτοί ἄν κι ἔφεραν σῶμα θνητό σάν ἄγγελοι ἀθλήθηκαν, καί ἔδειξαν ἔμπρακτα ὅτι διακρίνονται οἱ ἄγγελοι καί οἱ μάρτυρες μόνο ὡς πρός τά ὀνόματα»[8] (αἶνοι).

Κι ἀκόμη: ἀκριβῶς λόγω τῆς ἰσοτιμίας τους ὁ κάθε μάρτυρας, παλαιός καί νέος, ἀσπάζεται τόν ἄλλον, ὅπως καί ὅλοι μαζί τόν καθένα[9] (αἷνοι). Καί τί λέμε γιά τόν ἀλληλοασπασμό τῶν μαρτύρων μεταξύ τους; Ἡ ἴδια ἡ ἁγία Τριάδα, μᾶς λέει ὁ μεγαλοφυής ποιητής, ἀσπάζεται τούς νέους, ἑνώνοντάς τους μέ τούς παλαιούς. «Ἡ Ἁγία Τριάδα ἀσπάζεται τούς δικούς Της ἱερούς νεομάρτυρες καί τούς κατακοσμεῖ μέ στεφάνια καί τούς ἑνώνει μέ τούς παλαιούς μάρτυρες καί τούς δοξάζει στά πέρατα τῆς Οἰκουμένης»[10] (στιχ. ἑσπερ.).

Κι αὐτό γιατί; Διότι ἐπέδειξαν καί οἱ νέοι, ὅπως καί οἱ παλαιοί μάρτυρες, τή θερμότατη ἀγάπη καί τόν ἔρωτά τους πρός τόν Θεό μέχρι βαθμού θυσίας τοῦ ἑαυτοῦ τους. Πρόκειται ὡς γνωστόν γιά τήν κεντρικότερη ἀλήθεια πού διέπει κάθε βίο ἁγίου καί συνιστᾶ τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς παράδοξης στόν κόσμο τοῦτο πορείας του. Κανείς μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ νά ἐξηγήσει τήν πορεία ἑνός χριστιανοῦ, πού εἶναι ἕτοιμος νά προσφέρει καί τή ζωή του γιά χάρη τοῦ Κυρίου του (καί κατ’ ἐπέκταση γιά τήν εἰκόνα Του τόν ἄνθρωπο), ἄν δέν λάβει ὑπ’ ὄψιν του ἀκριβῶς τή σάν φλόγα ἀγάπη του ἀπέναντι σ’ Ἐκεῖνον. Καί βεβαίως ἡ ἀγάπη αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη στόν κόσμο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, προσφέροντας τόν ἑαυτό Του «ὡς λύτρον ἀντί πολλῶν»[11]. Χωρίς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο κανείς ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε νά ἀγαπήσει τόν Θεό. «Καίγονταν ἀπό τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ»[12] (στιχ. ἑσπ.) σημειώνει καί πάλι ὁ ἅγιος Νικόδημος. Κι ἀλλοῦ ἐνδεικτικά: «τήν ἀσύγκριτον ἀγάπην πρός τόν Λυτρωτήν ἐπεδείξασθε προθύμως» (ἀπόστ. ἑσπ.). 

Γιά νά προχωρήσει στή συνέχεια σέ κάτι πού εἶναι μέν γνωστό, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει κατανοητό οὔτε καί ἀπό τούς χριστιανούς. Ὅτι τά ὅποια βάσανα πού ὑφίσταται ἕνας μάρτυρας λόγω τῆς ἀγάπης του στόν Θεό, ἐξαφανίζουν τόν ὅποιο πόνο καί τήν ὅποια σωματική ὀδύνη, ἀποκαλύπτοντας ἐν προκειμένῳ τίς ὑπερφυσικές καταστάσεις πού ζεῖ τή στιγμή τοῦ μαρτυρίου ἕνας μάρτυρας. «Θεωρήσατε τά βάσανα ὡς πολυτέλεια καί ἡδύτητα, τά μαστίγια ὡς ἁπαλά τριαντάφυλλα, τή φωτιά ὡς δροσερή αὔρα, τή φυλακή ὡς Παράδεισο. Τά δέ ξίφη ὡς στεφάνι καί τόν θάνατο τόν ἀποδεχτήκατε σάν γλυκειά ζωή, Νεομάρτυρες Κυρίου»[13] (στιχ. ἑσπ.).  Ἀξίζει κανείς στό σημεῖο αὐτό νά ἀκούσει αὐτό πού ἔλεγε ὁ μέγας Γέρων ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Ἄκουσα σήμερα, (σημ. 20-8-1990), τήν ἱστορία ἑνός Ρώσου ἱερέως, ὁ ὁποῖος βασανίστηκε ἀπό τή σταλινική μυστική ἀστυνομία. Ἔπεσα καί ἐγώ ὁ ἴδιος στά χέρια τους γιά ἕνα μήνα. Ὅπως τόν Μάξιμο τόν ὁμολογητή, τόν εἶχαν ξαπλωμένο στή γῆ καί τόν κλωτσοῦσαν. Αὐτός ὅμως προσευχόταν γι’ αὐτούς πού τόν κλωτσοῦσαν καί δέν αἰσθάνθηκε κανέναν πόνο. Σᾶς μιλῶ μέ τρόπο ἀκατάστατο, ἀλλά αὐτό πού σᾶς λέω εἶναι πολύ σοβαρό. Ἄν δεχθοῦμε τόν πόθο τοῦ Θεοῦ, ἕναν πόθο βαθύ πού κατέχει ὅλο τό εἶναι μας, ἡ ζωή μας γίνεται σάν πανηγύρι, σέ σημεῖο πού νά μποροῦμε νά ποῦμε, ὅπως ὀ Ἀπόστολος, «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε»[14].

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπανειλημμένως τονίζει αὐτό πού συνηθίζουν νά ἀναφέρουν σέ κάθε ἀκολουθία γιά μάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι οἱ ὑμνογράφοι: ὅτι τά πάθη καί οἱ ὀδύνες τῶν μαρτύρων συνιστοῦν τελικῶς συμμετοχή στό Πάθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τοῦ πρώτου Μάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας. «Οἱ νέοι ἀθληταί... καί Χριστόν ἐκήρυξαν καί τοῦ Πάθους ἐκοινώνησαν Αὐτοῦ» (στιχ. μικροῦ ἑσπερ.). «Ἄς ὑμνολογήσουμε τούς δυνατούς νεομάρτυρες... πού δόξασαν τόν Χριστό μέ τά (σωματικά) μέλη τους καί βάστασαν τά σεπτά στίγματά Του»[15] (στιχ. ἑσπ.). Ἀλλά ὁ ἅγιος κατά μοναδικό θά λέγαμε τρόπο – προσωπικῶς δέν ἔχουμε συναντήσει τέτοια ἔνταση καί τέτοια καθαρότητα ἐξαγγελίας τῆς ἀλήθειας αὐτῆς σέ ὑμνολογικό κείμενο - ἔρχεται μέ τή γραφίδα του καί «ἀναλύει» θεολογικά τή συμμετοχή αὐτή. Νομίζουμε πώς ὁ συγκεκριμένος ὕμνος του ἀπό τή λιτή σέ ἦχο β΄ προβάλλει ἐπακριβῶς τή θεολογία τοῦ χριστιανικοῦ μαρτυρίου τῆς κάθε ἐποχῆς καί μᾶς κάνει νά κατανοήσουμε σέ βάθος τή διαφορά αὐτοῦ ἀπό κάθε ἄλλο μαρτύριο θρησκευτικῆς, φιλοσοφικῆς ἤ ἐθνικῆς τάξεως. Ἄς τό ἀπολαύσουμε ὡς μέτοχοι τῆς πνευματικῆς τραπέζης πού μᾶς παραθέτει ὁ ἐμπνευσμένος ποιητής.

«Καλλίνικοι νεομάρτυρες, ἔχοντας γίνει ἕνα μέ τόν Χριστό διά τῆς ἀγάπης καί φέροντάς Τον ὡς ἔνοικο τῆς ψυχῆς σας διά τῆς πίστεως, κι ἐσεῖς ἀθληθήκατε ἑνωμένοι μαζί Του, ἀλλά καί ὁ Χριστός ἀθλήθηκε  ἑνωμένος μέ ἐσᾶς καί μέσα ἀπό ἐσᾶς, θεωρώντας καί ἀποδεχόμενος, (γιατί εἶναι ἡ κεφαλή ἀπέναντι στά μέλη Του), ὡς δικά Του τά δικά σας πάθη καί τόν θάνατο. Διότι ἐσεῖς ἀναπληρώσατε τά ὑστερήματα τῶν παθῶν Ἐκείνου. Γι’ αὐτό καί τά λείψανά σας ἀποδιώχνουν τούς Δαίμονες καί θεραπεύουν κάθε νόσο, γιατί ἀπέκτησαν τήν τιμή (καί τή χάρη) τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. Αὐτά τά λείψανα προσκυνώντας ἐμεῖς σᾶς παρακαλοῦμε νά πρεσβεύετε ἀδιάκοπα ὐπέρ τῶν ψυχῶν μας»[16].

Τί λέει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος; Ὅτι τελικῶς τό μαρτύριο ἑνός πιστοῦ χριστιανοῦ συνιστᾶ μαρτύριο τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ πιστός,  διά τοῦ ἁγίου ἐν ὕδατι καί Πνεύματι βαπτίσματος, πολλῶ δέ μᾶλλον μέ τήν ἐπίταση αὐτοῦ διά τοῦ ἐν αἵματι βαπτίσματος, ἔχει γίνει μέλος Ἐκείνου – «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε»[17]. Ἐνδεδυμένος τόν Χριστό λοιπόν ὁ πιστός, Χριστός κατά χάριν καί αὐτός, ζεῖ τή ζωή Ἐκείνου, ὅπως καί Ἐκεῖνος ζεῖ τή ζωή τοῦ πιστοῦ μέλους Του. Συνεπῶς τό μαρτύριο ἑνός πιστοῦ, γιά χάρη βεβαίως τοῦ Κυρίου, ἀντανακλᾶ σ’ Αὐτόν τόν Ἴδιο, ἐνῶ ὁ Ἴδιος ζώντας μέσα στόν πιστό Του ζεῖ καί τίς ὀδύνες αὐτοῦ. Πρόκειται γιά τή μεγαλειώδη θεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, καί ὅλων βεβαίως τῶν ἀποστόλων, κατά τήν ὁποία ὁ χριστιανός εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό στόν βαθμό πού ἔχει συσταυρωθεί μέ Ἐκεῖνον, ὁπότε καί στή δική του ὕπαρξη διαιωνίζεται ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ἀπό τήν ἄποψη αὐτή αὐτό πού ἔχει εἰπωθεῖ πώς ὁ Κύριος θά βρίσκεται ἀενάως στόν κόσμο τοῦτο Ἐσταυρωμένος: οἱ πιστοί μέ τά πάθη καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς αὐτῆς ἀναπληρώνουν τά ὑστερήματα τοῦ Πάθους Του[18]. «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[19] ἀποκαλύπτει τό ἐσωτερικό του βίωμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ τοῦ ἴδιου ἀποστόλου, ὅπως μόλις προηγουμένως ἀναφέραμε, εἶναι ἀκριβῶς καί ἡ θεολογία περί ἀνταπληρώσεως τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου μέσα ἀπό τούς πιστούς Του.

Κι εἶναι ἀκριβῶς ἡ θεολογία αὐτή πού ἔδινε δύναμη καί κουράγιο στούς μάρτυρες τῆς κάθε ἐποχῆς, γιατί ἤξεραν ἐν χάριτι ὅτι δέν εἶναι μόνοι στά μαρτύρια καί στά βάσανα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός τους στόν Ὁποῖο εἶχαν ἐναποθέσει τή ζωή τους ἦταν μαζί τους καί τούς ἐνίσχυε μέ ὑπέρ φύσιν τρόπο. Σέ ἄλλα μαρτυρολόγια ἔχουμε τήν ἀναφορά ὅτι Ἐκεῖνος κατά νοητό τρόπο μεταποιεῖται σέ ὅ,τι φαίνεται νά χάνει ὁ μάρτυρας: χέρι, πόδι, ὁποιοδήποτε μέλος[20]! Καί ἡ θεολογία τοῦ μαρτυρίου εἶναι πού ἐξίσου δίνει δύναμη καί κουράγιο καί σέ κάθε χριστιανό, πού ταλαιπωρεῖται καί ὀδυνᾶται μέσα στίς θλίψεις τῆς παρούσης ζωῆς. «Ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἕξετε»[21]. Γιατί κι αὐτός γνωρίζει ὅτι δέν εἶναι μόνος. Σέ κάθε πειρασμό καί δοκιμασία, μαζί του σηκώνει τό βάρος ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος «οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δυνάμεθα»[22]. Μπορεῖ νά κρύβεται κάποιες φορές καί νά ἐγείρεται τό παράπονο πολλῶν χριστιανῶν γιά τή διαπιστούμενη ἀπό αὐτούς «ἀπουσία» Του, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀλήθεια. Πρόκειται καί πάλι γιά συμμετοχή στό πάθος Ἐκείνου, στοιχεῖο τοῦ Ὁποίου εἶναι καί ἡ «ἀπουσία» τοῦ Πατέρα. «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες;»[23] Ὴλθε ὅμως ἡ Ἀνάσταση, πού θά πεῖ ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καί ἡ κώφευσή Του καί στίς δικές μας κραυγές τῆς ὀδύνης καί τοῦ πάθους ἀποτελοῦν μία ἄλλη μορφή παρουσίας καί εὐήκοου ὠτός πρός ἐμᾶς.

Πέραν τῶν παραπάνω. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, χωρίς νά φαίνεται ὅτι ἐπικεντρώνει τήν προσοχή του πρός τά ἐκεῖ, βρίσκει τήν εὐκαιρία μέσα ἀπό τόν ἐγκωμιασμό τῶν νεομαρτύρων νά τονίσει καί τή διάσταση τῆς ἐλευθερίας τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Οἱ νεομάρτυρες δηλαδή ἀγωνιζόμενοι γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία, ἀνεπίγνωστα ἴσως τίς περισσότερες φορές, τόνωναν καί τό ἐθνικό φρόνημα τῶν συμπατριωτῶν τους[24]. Διότι μέ τό μαρτύριο αὐτῶν «ἡ πίστις χριστιανῶν νῦν ἀνυψοῦται καί πίπτει ἀσέβεια». «Δοξάζεται ὁ Χριστός καί οἱ τῆς πλάνης προστάται αἰσχύνονται» (στιχ. ἑσπ.). Καί ἡ ἀσέβεια εἶναι τῶν Ἀγαρηνῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς προστάτες τῆς πλάνης ἔκαναν τούς πιστούς συχνά νά λιποθυμοῦν ἀπό τίς καταπιέσεις τους. Ὁ ποιητής εἶναι σαφέστατος: «οἱ νεομάρτυρες εἶναι οἱ αὖρες πού φέρνουν τή ζωή καί ἀναψύχουν τούς χριστιανούς πού λιποθυμοῦν κάθε ὥρα κάτω ἀπό τόν ζυγό τῆς ἁλώσεως»[25] (ἀπόστ. ἑσπ.). Κι ὄχι μόνο ἀναζωογονοῦν τούς χριστιανούς, ἀλλά μέ τήν ὕπαρξή τους καί τό μαρτύριό τους κατά μυστικό τρόπο ὁδηγοῦν σέ πνευματική ἀνύψωση ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἔχουμε κι ἐδῶ μία ἐπισήμανση ἰδιαίτερα βαρυσήμαντη ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο. Ἐνῶ, λέει, φαίνεται ὅτι τό μαρτύριό τους γίνεται ἕνα ἀποτρόπαιο θέαμα – καί πῶς ἡ ἀποκοπή τῆς κεφαλῆς ἤ ὁ βασανισμός τοῦ σώματος μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ διαφορετικά; - παρ’ ὅλα αὐτά θεωρεῖ ὅτι τό ἀποτρόπαιο τοῦ πράγματος λόγω τῆς ὑπάρχουσας χάρης τοῦ Θεοῦ μηνύει στήν οἰκουμένη κάτι πού τήν ἐπηρεάζει θετικά: τήν ὀδηγεῖ σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. «Σήμερα ἀναφάνηκαν στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας νεοφανεῖς ἀστέρες, φέρνοντας ὡς μήνυμα ὄχι τά ἀποτρόπαια ἀποτελέσματα, ἀλλά τίς ἀγαθές ἐπιρροές στήν οἰκουμένη»[26] (δοξαστικό ἑσπ.).

Ὁ ἅγιος ποιητής βεβαίως δέν μπορεῖ παρά νά ὁλοκληρώνει τόν κάθε ὕμνο του μέ ἀναφορά πρός ὅλους τούς πιστούς: οἱ νεομάρτυρες ἔζησαν καί μαρτύρησαν γιά τόν Χριστο, εἰσῆλθαν θριαμβευτικά στόν Παράδεισο, δοξάζονται αἰωνίως∙ ἀλλά καί δέν παύουν ἀκριβῶς λόγω τῆς σχέσης τους μέ τόν Χριστό νά πρεσβεύουν διαρκῶς καί γιά τούς περιλειπομένους. «Τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», εἶναι ἡ φράση τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου πού σέ ὅλα τά ἔργα του δέν παύει νά θυμίζει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος. Γι’ αὐτό ἀσφαλῶς καί τούς παρακαλοῦμε νά μᾶς βοηθοῦν, ἀσφαλῶς καί προστρέχουμε σάν σέ ἰατρεῖο πρός αὐτούς καί τά ἅγια λείψανά τους, μά ἡ παρακαταθήκη τους εἶναι πρωτίστως ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ πού καί αὐτοί ἐπιμελῶς μέχρι τέλους πορεύθηκαν. Τή μετάνοια προβάλλουν ὡς δρόμο ζωῆς καί γιά ἐμᾶς, πού σημαίνει πορεία πάνω στίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου. Στό δοξαστικό τοῦ (μικροῦ) ἑσπερινοῦ ὁ ἅγιος μᾶς ὐπενθυμίζει: «Ὡς νοητοί φωστῆρες ἀνέτειλαν γιά ὅλους μας οἱ θεῖοι νεομάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, καθοδηγώντας μας ἀπλανῶς πρός τούς ἴσιους δρόμους τῶν σωτήριων ἐντολῶν Αὐτοῦ. Διότι καθώς φωτιζόμαστε ἀπό τό φῶς τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας αὐτῶν καί ἀπό τό φῶς τῆς ἀκριβοῦς τήρησης τῶν θείων νόμων, βάζουμε κι ἐμεῖς μέσα στήν ψυχή μας τή θεία χάρη τῆς ἔξοχης πρός τόν Χριστό ἀγάπης, ἀλλά καί παίρνουμε ἀπό τόν Θεό στίς ψυχές μας τό μέγα ἔλεός Του»[27].


[1] Ἀκολουθία πάντων τῶν Νεοφανῶν Μαρτύρων, στό: Νέον Μαρτυρολόγιον τοῦ Ἀγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἀθῆναι 1961, γ΄ ἔκδ.

[2] «Ἀεί μέν, καί ἐν πᾶσιν ὀφείλομεν, ἀδελφοί, ἐξυμνεῖν καί θαυμάζειν τῆς περί ἡμᾶς τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ προνοίας τά ἀνεξιχνίαστα κρίματα, οὐχ ἦττον δέ, καί ἐπί τῇ πολυχρονίῳ ταύτῃ τοῦ ἡμετέρου γένους τυραννικῇ αἰχμαλωσίᾳ, αὕτη καί γάρ, πλείστων τε ἄλλων κατά ψυχήν ἀγαθῶν ἡμῖν τοῖς τυραννουμένοις παραίτιος γέγονε, καί ἐξαιρέτως, δι’ αὐτῆς καί ἐξ αὐτῆς ὁ εὐκλεής οὖτος, καί Χριστῷ πεφιλημένος, καί τῆς οὐρανίου ἀποθήκης ἄξιος καρπός ἀνεβλάστησεν, οἱ Νεοφανεῖς, λέγω μάρτυρες∙ οἱ νῦν εἰς εὐφημίαν προκείμενοι∙ οὗτοι γάρ, οἱ καρτερόψυχοι, τῇ τοῦ Χριστοῦ δυνάμει θωρακισθέντες, πάντα τά τοῦ βίου τερπνά, ὡς σκύβαλα ἐλογίσαντο∙ καί σαρκός μηδόλως φεισάμενοι, εἰς τό στάδιον τῆς ἀθλήσεως ἀπεδύσαντο, τήν μέν τῶν Ἀγαρηνῶν ἀσέβειαν θριαμβεύσαντες, τήν δέ τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐν παρρησίᾳ ἀνακηρύξαντες∙ ὑπέρ ἧς, καί πολυειδέσι βασάνοις ἀνδρείως, μέχρι τέλους ἐνεκαρτέρησαν, καί τόν τοῦ μαρτυρίου ἀνεδήσαντο στέφανον, πρός τόν Στεφανίτην ἀναβοῶντες∙ σύ τῶν μαρτύρων, Χριστέ, τό στερέωμα».

[3] «Τῷ πρωτομάρτυρι Χριστῷ τῷ Θεῷ, σύν τοῖς παλαιοῖς Μάρτυσιν ἀμέσως ἐν οὐρανοῖς παριστάμενοι, πολύαθλοι Νεομάρτυρες, στολῇ λευκῇ τῆς μακαρίας δόξης κατακοσμεῖσθε, ἐν μέ τῇ δεξιᾷ χειρί τόν Σταυρόν, ἐν δέ τῇ ἀριστερᾷ ὄρπηκα κατέχοντες φοίνικος, σύμβολον νίκης, ἥν κατά τῶν τυραννούντων ἐστήσατε∙ καί ἐπί κεφαλῆς, στέφανον φοροῦντες βασιλικόν, καί ἀμάραντον∙ θεοί οὖν Θεῷ, καί βασιλεῖς Βασιλεῖ, τῷ κατά φύσιν οἱ κατά χάριν, ἑνούμενοί τε καί εἰς αἰῶνας συμβασιλεύοντες, πρεσβεύσατε ἀπαύστως ὑπέρ ἡμῶν, τῶν ἐκ πόθου τελούντων ὑμῶν τά μνημόσυνα».

[4] Γιά παράδειγμα, ἀπό τήν ὑμνολογία τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου: ««Ὡς πορφυρίδι κεκοσμημένος τῷ σῷ αἵματι, ἔχων ἀντί σκήπτρου, ἔνδοξε, τόν Σταυρόν, τῷ Χριστῷ συμβασιλεύεις νῦν».

[5] «...Ἀγάλλου καί χόρευε, ἡ ἐκλεκτή νύμφη τοῦ Χριστοῦ∙ καί οἷα φιλόπαις μήτηρ, ὡς δύο φιλτάτους υἱούς, τούς παλαιούς καί τούς νέους σου Μάρτυρας, ἐν ἀμφοτέραις ταῖς ἀγκάλαις βαστάζουσα, προφητικῶς τῷ νυμφίῳ σου Χριστῷ ἀναβόησον∙ ἰδού ἐγώ καί τά παιδία, ἅ μοι ἔδωκας, Κύριε, ἅ διά τῆς χάριτός σου πνευματικῶς γεννήσασα, καί γάλακτι εὐσεβείας ἐκθρέψασα, πλείους ὑπέρ τοῦ ὀνόματός σου ἀνέδειξα Μάρτυρας».

[6] «Νεοφανεῖς ἀθληταί, τοῖς παλαιοῖς παραβάλλονται Μάρτυσιν ἔν τε τῇ ὁμολογίᾳ, τῇ στερρᾷ τῆς πίστεως, ἐν βασάνοις ἰδέαις, ἐν σημείοις τε καί θαύμασιν».

[7] «ὄντως τοῖς αἵμασιν ὑμῶν, τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἐτιμήσατε».

[8] «Καί γάρ οὗτοι πάντες σῶμα θνητόν φέροντες, ὥσπερ Ἀσώματοι ἤθλησαν καί ἔδειξαν ἔργῳ μόνοις τοῖς ὀνόμασιν ὅτι Ἄγγελοι καί Μάρτυρες διῒστανται».

[9] «νῦν κατασπάσασθε ἄλλος ἄλλον μάρτυρα καί πάντες ἕκαστον, συνωνύμους συνώνυμοι, παλαιοί τούς νέους, τούς ὁμοίους οἱ ὅμοιοι».

[10] «Ἀσπάζεται ἡ Τριάς τούς ἑαυτῆς ἱερούς Νεομάρτυρας, καί κατακοσμεῖ στεφάνοις καί συνάπτει Μάρτυσι παλαιοῖς καί δοξάζει Οἰκουμένης εἰς τά πέρατα».

[11] Μάρκ. 10, 45.

[12] «Τῷ πυρί ἐκκαιόμενοι τῆς Χριστοῦ ἀγαπήσεως».

[13] «Ὡς τρυφάς τά βάσανα ἐλογίσασθε, ὡς ἁπαλά ρόδα μάστιγας∙ πῦρ ὡς αὔραν ἔνδροσον, ὡς Παράδεισον εἱρκτήν∙ τά δέ ξίφη ὡς στέφανον, καί τόν θάνατον ὡς ζωήν κατησπάσασθε γλυκεῖαν Νεομάρτυρες Κυρίου».

[14] Ὁσίου Σωφρονίου Ἔσσεξ, Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Α΄, σελ. 432.

[15] «Εὐφημήσωμεν τούς στερρούς νεομάρτυρας... τούς Χριστόν δοξάσαντας ἐν τοῖς μέλεσι τοῖς ἑαυτῶν, καί βαστάσαντας Αὐτοῦ σεπτά στίγματα».

[16] «Τῷ Χριστῷ δι’ ἀγάπης συγκεκραμένοι, καλλίνικοι Νεομάρτυρες, καί τοῦτον ἔνοικον διά τῆς πίστεως φέροντες, καί ὑμεῖς ἐν Χριστῷ ἐνηθλήσατε, καί ὁ Χριστός ἐν ὑμῖν καί δι’ ὑμῶν ἤθλησεν, ὡς κεφαλή τά τῶν μελῶν, οἰκεῖα τά ὑμέτερα πάθη καί τόν θάνατον λογιζόμενος∙ ὑμεῖς γάρ τά ὑστερήματα τῶν παθῶν τούτου ἀνεπληρώσατε∙ ὅθεν τά λείψανα ὑμῶν Δαιμόνων φυγαδευτήρια καί παντοίας νόσου λυτήρια γίνονται, ὡς ἐν τῇ ἑνώσει τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τετιμημένα∙ ἅ πιστῶς προσκυνοῦντες, δεόμεθα πρεσβεύειν ἀπαύστως ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

[17] Γαλ. 3, 27.

[18] Κολ. 1, 24: «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστε­ρήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία».

[19] Γαλ. 2, 20.

[20] Βλ. π.χ. μαρτύριο ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἰακώβου Πέρσου: ««Εἰ καί τά μέλη μου αἰσθητά ὄντα τέμνετε, ἀλλ’ ἔχω Χριστόν, νοητῶς μοι τά πάντα γινόμενον»∙ ἤ ἐπίσης ἀπό τόν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τόν στρατηλάτη: «Νικηφόρος ὡράθης, ἄρτιος ὁλόκληρος μετά τήν σταύρωσιν καί τήν ἄλλην πᾶσαν  τῶν μελῶν συγκοπήν τε καί νέκρωσιν, ὁ νικήσας κόσμον∙ σέ γάρ Χριστός χειρί ἀγγέλου, ὡς ζωῆς ἀρχηγός, ἀνεζώωσεν».

[21] Ἰωάν. 16, 33.

[22] Α΄ Κορ. 10, 13.

[23] Ματθ. 27, 46.

[24] «Στήν πραγματικότητα ὅμως ὅλοι οἱ νεομάρτυρες εἶναι καί ἐθνομάρτυρες, γιατί ἡ πίστη, γιά τήν ὁποία μαρτύρησαν δέν ἀποτελοῦσε ἕνα ἐπιμέρους στοιχεῖο, ἀλλά τόν συνεκτικό δεσμό τῆς ταυτότητας τοῦ γένους» (Καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης).

[25] «...αὗραι αἱ ζωηρόταται, πιστούς ἀναψύχουσαι, λειποθυμοῦντας καθ’ ὥραν, ὑπό ζυγόν τῆς ἁλώσεως...».

[26] «Νεοφανεῖς ἀστέρες σήμερον, ἐν τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνέτειλαν στερεώματι, οὐκ ἀποτροπαίους ἐκβάσεις, ἀλλ’ ἀγαθῶν ἐπιρροάς τῇ οἰκουμένῃ μηνύοντες...».       

[27] «Φωστῆρες νοητοί ἐξανέτειλαν πᾶσιν ἡμῖν οἱ θεῖοι τοῦ Χριστοῦ Νεομάρτυρες, ἀπλανῶς ὁδηγοῦντες πρός τάς εὐθείας τρίβους τῶν σωτηρίων αὐτοῦ ἐντολῶν∙ τῶ γάρ τῆς αὐτῶν ἀληθοῦς μετανοίας φωτί, καί τῆς ἀκριβοῦς τῶν θείων νόμων τηρήσεως φωτιζόμενοι, τῆς τε πρός τόν Χριστόν ὑπερεξόχου ἀγάπης τήν θείαν χάριν ἐν ἑαυτοῖς εἰσοικίζομεν, καί τό μέγα ἔλεος κομιζόμεθα παρά Θεοῦ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν».