«Οι
άγιοι αυτοί έζησαν επί της βασιλείας του Δεκίου, όταν ηγεμόνας ήταν ο
Κουμβρίκιος, ο οποίος κίνησε διωγμό κατά των Χριστιανών στα μέρη της
Νικομηδείας και της Νίκαιας και της Καισαρείας της Βιθυνίας. Ο άγιος Λεύκιος
από μόνος του προσήλθε στον ηγεμόνα, ομολογώντας την πίστη του στον Χριστό και
διακωμωδώντας τη ματαιότητα των ειδώλων. Κρεμάστηκε λοιπόν με την προσταγή του
ηγεμόνα, καταξέστηκαν οι σάρκες του με φοβερό τρόπο, κι επειδή επέμενε με
σταθερότητα στην ευσεβή πίστη των Χριστιανών, του κόψανε το κεφάλι. Έπειτα,
καθώς πορεύτηκε ο ηγεμόνας στον Ελλήσποντο, ο μέγας αθλητής Θύρσος
τον συνάντησε, ανακηρύσσοντας με παρρησία ότι ο Χριστός είναι Θεός και
ελέγχοντας τον τύραννο ότι απονέμει σεβασμό κατά παράλογο τρόπο σ’ αυτούς που
δεν είναι θεοί. Γι’ αυτό γρονθοκοπείται, του σπάνε τα πλευρά, του
δένουν και του συντρίβουν τα χέρια και τα πόδια, του τρυπάνε τα βλέφαρα των
οφθαλμών και τους ίδιους του οφθαλμούς, του σπάνε με χάλκινους στρόβιλους τα
πόδια και του χύνουν καυτό μολύβι στην πλάτη. Το μολύβι που χύθηκε μάλλον
έβλαψε τους υπηρέτες παρά τον άγιο. Επειδή με τη χάρη του Χριστού διαφυλάχτηκε
αβλαβής από όλα τα φοβερά που του έκαναν, τον έδεσαν με σιδερένια δεσμά.
Καταστρέφει όμως με την προσευχή του όλα τα σεβάσματα των ειδώλων. Έπειτα τον
έβαλαν με το κεφάλι κάτω μέσα σε κάποιο αγγείο γεμάτο νερό, το οποίο
όμως έσπασε αμέσως. Τον έριξαν στη συνέχεια από ένα ψηλό τοίχο, ενώ είχαν βάλει
στο μέρος που θα έπεφτε, μυτερά καρφιά και σίδερα, αλλά και από αυτά με τη
δύναμη του Χριστού διαφυλάχτηκε πάλι αβλαβής.
Αργότερα,
αφού έφυγαν από τη ζωή αυτή με άσχημο τρόπο ο Κουμβρίκιος και ο Σιλβανός, ήλθε
στην ηγεμονία ο Βάβδος. Αυτός βλέποντας τον άγιο να μένει σταθερός ακόμη στην
πίστη του Χριστού, τον έβαλε μέσα σε σάκο και τον έριξε στη
θάλασσα. Έσπασε όμως ο σάκος με τη δύναμη αγγέλου και οδηγήθηκε ο
άγιος στην ξηρά. Έπειτα τον κτύπησαν με σφοδρότητα, αλλά αυτός και πάλι με την
προσευχή του έριξε κάτω τα ξόανα, ενώ όταν τον έβαλαν για να φαγωθεί από άγρια
θηρία, αυτά δεν του έκαναν τίποτε. Και πάλι τον κτύπησαν τόσο πολύ, ώστε να
κομματιαστούν οι σάρκες του και να πέφτουν στη γη. Τότε τράβηξε στην
πίστη του Χριστού και τον άγιο Καλλίνικο, που ήταν ιερέας των ειδώλων, γιατί
σκέφτηκε αυτός ότι μεγαλύτερος από όλους είναι εκείνος ο Θεός, που με την επίκλησή
Του πέφτουν τα είδωλα. Φτάνοντας ο άγιος Θύρσος στην Απολλωνία, τράνταξε τους
ναούς των ματαίων θεών με την προσευχή και τα έριξε στη γη. Το ίδιο
θαυματούργησε και ο άγιος Καλλίνικος, ο οποίος αφού έριξε το είδωλο,
δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Ο δε άγιος Θύρσος, αφού τον έβαλαν μέσα σε
κιβώτιο, ώστε να τον κομματιάσουν με πριόνι, κι επειδή οι υπηρέτες δεν μπόρεσαν
να μετακινήσουν το πριόνι, ο άγιος παρέμεινε και πάλι αβλαβής. Εκεί παρέδωσε
την ψυχή του στον Θεό, ενώ ακούστηκε από τον ουρανό εκείνη την ώρα φωνή σ’
αυτόν, που του φανέρωνε τα αγαθά που του έχουν ετοιμαστεί. Τελείται δε η σύναξη
των αγίων στο Μαρτυρείο τους, που είναι κοντά στους Ελενιανούς».
Η αγία Εκκλησία μας
σήμερα, επί τη μνήμη των αγίων αυτών μαρτύρων, μας προσφέρει ένα μπουκέτο από
λουλούδια ευωδιαστά, που ευωδιάζουν τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για
την ευωδία που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι πιστοί στον Χριστό
αποτελούν οσμή ζωής, την οποία όμως μπορούν να οσφρανθούν μόνον οι επίσης
πιστοί, ενώ η ίδια αυτή ευωδία λειτουργεί ως οσμή θανάτου για
εκείνους που έχουν αποστρέψει το πρόσωπό τους από τον Θεό, λόγω της μεταποίησης
που προκαλεί στις πνευματικές αισθήσεις τους η «χαλασμένη» διάνοιά
τους. Με απλά λόγια, η αγιότητα άλλους, τους πιστούς, τους ωθεί σε
δοξολογία του Θεού, ενώ άλλους, τους απίστους και μη καλοπροαιρέτους ανθρώπους,
τους ωθεί σε βλασφημία και δυσανασχέτηση. Την αλήθεια αυτή προβάλλει απαρχής
σχεδόν η ακολουθία των σημερινών αγίων μας. «Οι ένδοξοι άγιοι άνθησαν σαν
ωραιότατα άνθη μέσα στον κήπο των μαρτύρων, στέλνοντας τη θεϊκή ευωδία του
αγίου Πνεύματος, και ευωδιάζοντας τις διάνοιες αυτών που τους τιμούν κάθε χρόνο
με πίστη».
Ποια είναι η ωραιότερη
ευωδία που μας έρχεται από την αγία ζωή των μαρτύρων; Ασφαλώς εκείνη που
φανερώνει και το «μυστικό» τους, να μπορούν δηλαδή να αντέχουν τα βάσανα και
όλες τις θλίψεις τους με τρόπο που κυριολεκτικά μας καταπλήσσει: ο πόθος της
θεϊκής ομορφιάς, τέτοιος που όλα τα τερπνά και ωραία του βίου αυτού τα θεώρησαν
ως ένα τίποτε. «Ποθώντας το θεϊκό κάλλος, όλα τα τερπνά της ζωής αυτής τα
θεωρήσατε σαν ένα μηδενικό, αθλοφόροι του Χριστού». Κι είναι εύλογο: ποιος
λογικός άνθρωπος, έχων σώας τας φρένας του, καθώς λέμε, μπορεί να θέσει σε ίση
μοίρα αυτά που προσφέρει ο κόσμος αυτός με αυτά που προσφέρει ο ίδιος ο Δημιουργός;
Όταν μάλιστα γνωρίζει ότι οι ομορφιές του κόσμου υφίστανται ως δωρεές του Θεού
προκειμένου μέσω αυτών να αναχθούμε σ’ Εκείνον; Αν υπάρχει τόση
ωραιότητα στον κόσμο, ας φανταστούμε την απείρως μεγαλύτερη ωραιότητα Εκείνου
που την δημιούργησε. Κι ακόμη: όλα τα τερπνά του βίου αυτού είναι φθαρτά και
παρερχόμενα, οι προσφορές όμως του Κυρίου είναι αιώνιες και αθάνατες. Αν λοιπόν
αυτονομηθούν τα τερπνά του βίου, χωρίς αναφορά στον Δημιουργό, ποιο το νόημά
τους; Και βεβαίως ο πόθος αυτός των σημερινών αγίων για τον Χριστό,
που αποτελεί κοινό τόπο σε όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας, στοιχεί στο
επίπεδο ζωής του αποστόλου Παύλου, ο οποίος πρώτος εξ όλων διακήρυσσε: «Ηγούμαι
πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια,
προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.
Ο άγιος υμνογράφος, ο
Θεοφάνης, επισημαίνει όμως και κάτι ακόμη, που πράγματι και αυτό έρχεται ως
ευωδία αγιασμού. «Το σώμα, λέει, ξέοντες δεινώς οι του σκότους
προστάται, λογισμού σου τον τόκον ουκ εχαύνωσαν, στοργή τη
θεϊκή δυνατώς εν αγάπη, Θύρσε, κρατυνόμενον». (Ξύνοντας το σώμα σου με
φοβερό τρόπο οι προστάτες του σκοταδιού, Θύρσε, δεν μάραναν τον
τοκετό του λογισμού σου, ο οποίος ενισχυόταν δυνατά με αγάπη, από τη
θεϊκή στοργή). Η αλήθεια που προβάλλει εν προκειμένω ο άγιος Θεοφάνης είναι
πράγματι εξόχως σημαντική: ο πιστός χριστιανός πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε
μία κατάσταση τοκετού των λογισμών του, δηλαδή να γεννά, να προεκτείνει την
αγάπη του Θεού που (πρέπει να) διακατέχει την ύπαρξή του.
Με άλλα λόγια, ο λογισμός μας, αν είμαστε,
χριστιανοί, πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στην αγάπη προς τον Θεό και τον
συνάνθρωπο. Οι λογισμοί μας πρέπει να είναι αδιάκοπα σε κατάσταση «εγκυμοσύνης»
του καρπού του αγίου Πνεύματος. Να μη γινόμαστε στείροι και άκαρποι. Πρόκειται
για διαφορετική διατύπωση της εικόνας που απεκάλυψε ο ίδιος ο
Κύριος, ότι Εκείνος είναι το αμπέλι και ο Θεός Πατέρας ο γεωργός. «Και παν
κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον καθαίρει
αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη». Κάθε κλήμα, κάθε χριστιανός δηλαδή, που δεν
μένει ενωμένο με το αμπέλι που είναι ο Χριστός, ο Θεός Πατέρας το κόβει και το
πετά. Ενώ κάθε κλήμα που μένει ενωμένο με το αμπέλι, το καθαρίζει, ώστε να
φέρει περισσότερο καρπό. Είναι μία εικόνα, που τον Χριστιανό δεν τον αφήνει σε
ησυχία. Καλούμαστε να βρισκόμαστε πάντοτε σε αέναη πορεία αυξήσεως και
καρποφορίας. Δεν το κάνουνε; Δεν γεννάμε αυτό που μας προσφέρει ο Χριστός;
Δυστυχώς, αυτό που μας περιμένει είναι το σάπισμα και το πέταμα.