«Όταν λαμβάνουμε μερίδα του Σώματος του Χριστού και μερικές ρανίδες του
Αίματός Του, εκπλησσόμαστε τότε ώς ποιον βαθμό ήθελε Αυτός να ενωθεί μαζί μας!»
(όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ).
Επανειλημμένως ο όσιος
Γέρων Σωφρόνιος αναφέρεται στο βαθύ και ακατάληπτο μυστήριο της Θείας
Λειτουργίας και μάλιστα του Μεγάλου Βασιλείου. Πρόκειται, κατά τον λόγο του,
για «την παγκόσμια λειτουργία, (όπου) όλη η ομολογία της πίστεώς μας εκτίθεται
εκεί με περιεκτική μορφή. Η θεολογία όμως αυτή είναι το περιεχόμενο της
προσευχής μας». Έχει τέτοιο βάθος, σημειώνει, που κατά καιρούς «με καταλάμβανε
μυστική φρίκη μπροστά στο μεγαλείο (αυτού) του μυστηρίου». Και δικαιολογημένα.
Γιατί, όπως εξηγεί, «μας χρειάζεται πολλή άσκηση, προκειμένου να διανοίξουμε το
αυθεντικό, υπαρκτικό περιεχόμενό της». Φτάνει μάλιστα στο σημείο να ομολογεί
ότι ακόμη και «πολλοί μοναχοί δεν είναι σε θέση να εννοήσουν τη Λειτουργία,
νυστάζουν ψυχικά και η ίδια η Λειτουργία δεν ενεργεί τόσο δυνατά σε αυτούς».
«Κλειστό» λοιπόν το
περιεχόμενο της Θείας Λειτουργίας, κατά τον μεγάλο όσιο θεολόγο, για τους
περισσοτέρους χριστιανούς, ακόμη και για πολλούς μοναχούς. Και ποιο είναι
εκείνο μπροστά στο οποίο κατεξοχήν ιλιγγιά ο νους του; «Το απίστευτο θαύμα»,
του «πώς Εκείνος, ο οποίος δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του, θέλει να ζήσει
με τον άνθρωπο!» Η άπειρη αγάπη του Θεού με άλλα λόγια, εκείνη που έκανε τον
Θεό να κλίνει ουρανούς και να κατέβει ως άνθρωπος, αυτό είναι το μέγιστο
μυστήριο – ό,τι σημειώνει ο απόστολος Παύλος και το χαρακτηρίζει ως όντως μέγα
μυστήριο: «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας (πίστεως δηλαδή) μυστήριο∙
Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Και γιατί το θεωρεί τόσο «κλειστό» γεγονός ο όσιος
Σωφρόνιος, αφού έχουμε τόσους χριστιανούς που το πιστεύουν και το αποδέχονται;
Γιατί, όπως μας λέει, έχει υπόψη του όχι μία θεωρητική αποδοχή του μυστηρίου
που «περνάει» μέσα από την αποδοχή της νόησης, αλλά την «υπαρκτική» αποδοχή που
είναι και η μόνη «αυθεντική»∙ αυτή που κινητοποιεί όλη την ύπαρξη του ανθρώπου
με κέντρο την καρδιά του – μία βιωματική συμμετοχή στο μυστήριο.
Έτσι για τον όσιο
Σωφρόνιο η θεία Λειτουργία είναι η συνέχεια της ενσάρκωσης του Χριστού, όπου
Αυτός μάς συναντά – εμάς που βαπτιστήκαμε και γινήκαμε δικά Του μέλη - και μας προσφέρεται για να μας θρέψει υπό τα
είδη του άρτου και του οίνου. Η μερίδα του άρτου είναι η μερίδα του Σώματός Του
και οι ρανίδες του οίνου είναι οι ρανίδες του Αίματός Του. Και τι σημαίνει
αυτό; Πέρα από το «αυτονόητο» γεγονός ότι πρόκειται για Σώμα και Αίμα Χριστού,
ζούμε το θάμβος και την έκπληξη του μυστηρίου, όπως είπαμε, της άπειρης αγάπης
του Θεού μας: «ώς ποιον βαθμό ήθελε Αυτός να ενωθεί μαζί μας!» Ο όσιος Γέρων δεν
μπαίνει στη διαδικασία οποιασδήποτε λογικής εξήγησης – τι λογική μπορεί να
υπάρχει σ’ αυτό που συνιστά μυστήριο του Θεού; Υπάρχει όμως κατανόηση, μας
λέει. Αλλά αυτή έρχεται μ’ έναν τρόπο που δεν μπορεί να τον προσδιορίσει ο
άνθρωπος. «Με την τέλεση του μυστηρίου αυτού ο συνηθισμένος κτιστός άρτος
μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού, κατά τον δημιουργικό λόγο του Θεού. Έρχεται
στιγμή, κατά την οποία αυτό γίνεται σαφές, χωρίς εξήγηση». Κι αυτή η στιγμή,
μας είπε παραπάνω, προϋποθέτει «πολλή άσκηση».
Έτσι ο όσιος μάς
καθοδηγεί στο πέλαγος αυτό της αγάπης του Θεού που συνιστά και το κέντρο της
Εκκλησίας μας, για να μας πει από την εμπειρία του και την πίστη στους αγίους
Πατέρες ότι με τη θεία Λειτουργία «φέρουμε στη συνείδησή μας την οδό του Θεού,
που οδηγεί στη δημιουργία των θεοειδών ανθρώπων». Με το γεγονός αυτό δηλαδή
βρισκόμαστε πάνω στην Οδό, πάνω στον Ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: Αυτός είναι «η
Οδός», οπότε πορευόμαστε μέσα στην προοπτική του σκοπού που μας έθεσε απαρχής ο
Θεός, της ομοίωσής μας με Αυτόν. Χωρίς τη συμμετοχή μας στη Θεία Λειτουργία ο
σκοπός της ζωής του χριστιανού, και κάθε ανθρώπου βεβαίως, δεν υφίσταται – ο άνθρωπος
βαδίζει ως τυφλός και ανόητος στον κόσμο. Γι’
αυτό και στη Θεία Λειτουργία, τα μυστήρια αυτά της Εκκλησίας, έχουμε την
κατεξοχήν δράση του Τριαδικού Θεού μας, έχουμε τη ζωντανή παρουσία Του στον
απόλυτο δυνατό βαθμό για τον άνθρωπο. Οπότε καταλαβαίνει κανείς ότι όταν
υπάρχει έστω και μικρή επίγνωση του μεγαλείου αυτού βρίσκεται διαρκώς
κατειλημμένος από έκπληξη∙ ζει μέσα στη διαρκή ανανεωτική ατμόσφαιρα της Χάρης
και του Πνεύματος του Θεού – «ιδού, καινά ποιώ πάντα»!
Και να, η επιβεβαίωση
από τον άγιο. Παρ’ όλη τη δυσκολία που νιώθει για να εκφράσει το ανέκφραστο που
ζει, αποκαλύπτει: «Να ένα αληθινά παράδοξο πράγμα: Ζω ήδη μέσα στο ράσο εξήντα επτά
χρόνια, (σημ.: την ομιλία αυτή εκφώνησε στις 25 Μαῒου 1992), και κάθε φορά η
Λειτουργία είναι για μένα κάτι νέο, μοναδικό! Είναι αδύνατον να την
συνηθίσουμε!» Γιατί; Διότι ακριβώς ζει την παρουσία του ζωντανού Τριαδικού Θεού
πάντοτε στη ζωή του – «η πολλή άσκηση» που έκανε – ιδίως όμως στη Θεία
Λειτουργία. Αλλά συνεχίζει και με κάτι άλλο εξίσου πολύ σημαντικό ο όσιος
Γέρων: «Και όταν βρίσκουμε ανάπαυση στη βαθειά καρδιά μας από την εγγύτητα του
Θεού, τότε βεβαίως μάς είναι ευκολότερο να υπηρετήσουμε τους ανθρώπους».
Κατά συνέπεια, ο Γέρων
Σωφρόνιος ζούσε τη Θεία Λειτουργία με επίγνωση, ζούσε δηλαδή την παρουσία του
Χριστού που κομματιάζεται για να μας προσφέρει τον Εαυτό Του, εκπλησσόταν από την ακατανόητη αυτή αγάπη του
Θεού που «τρέχει» να ενωθεί μαζί μας, σαν να μην υπάρχει τίποτε ανώτερο σ’
Αυτόν από το να είναι μαζί με τους κατ’ εικόνα Του δημιουργημένους ανθρώπους,
κι αυτή η εγγύτητα του Θεού που βίωνε εμπειρικά τού έδινε την ανάπαυση της
βαθειάς καρδιάς, εκεί που πράγματι κατά τον Κύριο πραγματοποιείται η συνάντηση
του ανθρώπου με τον Θεό, με αποτέλεσμα να μπορεί να διακονεί και να υπηρετεί
ευκολότερα τους ανθρώπους. Λίγο παρακάτω στον λόγο του, εξηγεί καλύτερα τη φοβερή
αυτήν πνευματική πραγματικότητα: «Ακούγοντας τις προσευχές αυτές (της
Λειτουργίας) που εκθέτουν τα δόγματα της πίστεώς μας, πραγματικά εισερχόμαστε
βαθμηδόν στις αληθινές διαστάσεις της Λειτουργίας. Ακόμη και η ίδια η φύση μας
αλλάζει: από εγωιστική γίνεται φύση που ανταποκρίνεται στις εντολές του Χριστού
Θεού. Ο μακάριος Σιλουανός το εξέφρασε αυτό με τους λόγους: “Ο αδελφός μας
είναι η ζωή μας”. Ο ίδιος ο Κύριος στη Φοβερά Κρίση θα πει ότι ο κάθε μικρός
άνθρωπος είναι ο εαυτός Του».
Γιατί χαρακτηρίσαμε φοβερή
την πραγματικότητα αυτή; Διότι εύκολα λέμε και ακούμε τα σχετικά με την αγάπη
για τον συνάνθρωπο – όλοι μιλάμε για την αγάπη. Αλλά αγάπη με έδρα τον εγωισμό
δεν υπάρχει, είναι οξύμωρο! Για τον όσιο Σωφρόνιο λοιπόν, τότε κανείς μπορεί
πράγματι να διακονήσει τον συνάνθρωπό του, να τον αγαπήσει πραγματικά δηλαδή,
όταν διάγει ασκητική ζωή, με την έννοια της εγκρατείας και της διαρκούς
αναφοράς στον Θεό, κι όταν ζει εκκλησιαστικά και ευχαριστιακά τη ζωή του. Τότε
βρίσκει την αληθινή ανάπαυση, η οποία
αποτελεί τον όρο και της γνήσιας και ανιδιοτελούς αγάπης. Γιατί τελικά ανάπαυση σημαίνει ότι «αναπαύεται»
σ’ αυτόν ο Θεός. Οπότε, προσφέρεις ό,τι έχεις!