«Αἰνέα, ἰᾶταί σε, Ἰησοῦς ὁ Χριστός»
(Πρ. Ἀπ. 9,34)
Κατ’ ἀντιστοιχία μέ
τή θεραπεία τοῦ παραλύτου ἀπό τόν Κύριο στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἡ Ἐκκλησία μας
θέτει καί τή θεραπεία τοῦ παραλύτου Αἰνέα ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο στή Λύδδα τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ λόγος πού ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικός.
1. (α) Πρόκειται στήν
οὐσία γιά μιά μικρή ὁμολογία πίστεως, ἀφοῦ ὁ ἀπόστολος ὁμολογεῖ τή
θεανθρωπότητα τοῦ Κυρίου: ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς, ἀλλά εἶναι καί ὁ
Χριστός, ὁ Μεσσίας, ὁ ἀναγγελθείς ὑπό τῶν προφητῶν Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Υἱός
τοῦ Θεοῦ πού «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»· ὁμολογία πού προϋποθέτει τήν
πνευματοφορία τοῦ ἁγίου Πέτρου – μόνον ἐν Πνεύματι μπορεῖ κανείς νά ὁμολογήσει
τόν Χριστό ὡς Θεό καί ἄνθρωπο. «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ».
(β) Ἡ πίστη αὐτή τοῦ ἀποστόλου φανερώνεται ἔτι
πλέον ἀπό τόν ἐνεστωτικό λόγο του: «ἰᾶται σε, Ἰησοῦς ὁ Χριστός». Ὁ Χριστός
δηλαδή δέν εἶναι γιά τόν ἀπόστολο κάποιος πού ἁπλῶς ἔζησε πρίν μερικά χρόνια, ἕνα
ἱστορικό πρόσωπο, ἔστω καί πολύ σπουδαῖο, ἀλλά εἶναι ὁ ἄχρονος Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι
«χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»· εἶναι «ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος»·
«ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν». Ἐνώπιον τοῦ παρόντος Θεανθρώπου Χριστοῦ λοιπόν
θέτει τόν Αἰνέα ὁ ἀπόστολος, γιατί αὐτή ἦταν καί ἡ δικιά του τοποθέτηση.
2. Ὁ ἀπόστολος μέ τόν
λόγο του φανερώνει τή μεγάλη ταπείνωσή του, πού ἀποτελεῖ τή βάση καί τῆς ἀληθοῦς
πίστεως στόν Χριστό. Ἐνῶ ἔχει ἐπίγνωση τῶν δυνάμεων πού ὁ Κύριος τοῦ εἶχε
δώσει, καί σ’ αὐτόν βεβαίως καί στούς ἄλλους μαθητές, ὅμως δέν καυχᾶται γι’ αὐτές,
δέν μιλάει σάν νά ἐκπορεύεται ἀπό ἐκεῖνον ἡ ὅποια θεραπευτική δύναμη. Ὁ Χριστός
θεραπεύει, ἁπλῶς μέσω τοῦ ἀποστόλου Του ἐν προκειμένῳ, συνεπῶς καί ἡ ὅποια δόξα
μπορεῖ νά προσποριστεί ὁ ἀπόστολος ἀνάγεται σ’ Ἐκεῖνον. «Τί ἔχω ὅ οὐκ ἔλαβον», εἶναι σάν νά
λέει ὁ ἅγιος Πέτρος παρεμφερῶς μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, «εἰ δέ καί ἔλαβον πῶς
καυχηθήσομαι ὡς μή λαβών»;
3. Ἡ θεραπεία τοῦ Αἰνέα
φαίνεται νά εἶναι σωματικῆς φύσεως – θεραπεύεται ἡ σωματική του παραλυσία – μά γνωρίζουμε
ὅτι εἶναι και ψυχικῆς πνευματικῆς φύσεως. Διότι ὁ Κύριος εἶναι «ὁ ἰατρός τῶν
ψυχῶν καί τῶν σωμάτων»· καί πάντοτε ἡ προσφορά τῆς σωματικῆς ἴασης ἀποτελοῦσε ἐπισφράγισμα
τῆς ψυχικῆς πρωτίστως ἴασης πού πρόσφερε. Μία σωματική ἴαση χωρίς τήν ψυχική ὡς
πρόκληση μετανοίας γιά εὕρεση τοῦ Θεοῦ τί νόημα ἄλλωστε θά εἶχε; Κι εἶναι κάτι
πού χωλαίνουμε πολύ συχνά οἱ χριστιανοί: ζητᾶμε νά θεραπευθοῦμε σωματικά, ἀλλά
γιά νά… συνεχίσουμε δυστυχῶς τόν ἐγωϊστικό καί ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς μας.
4. Ἀπαιτεῖται ὅμως
καί ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στήν προσφορά αὐτή θεραπείας. Ὁ ἀπόστολος ὡς ὄργανο
τοῦ Κυρίου θεραπεύει τόν Αἰνέα, ἕναν ἁπλό καί ἄσημο ἄνθρωπο στήν περιοχή τῆς
Λύδδας, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας – βρισκόταν ἀνάμεσα στούς
πιστούς. Κι ἡ ἔνταξή του αὐτή στήν Ἐκκλησία ἔδειχνε ἀκριβῶς ὅτι πρόσβλεπε κι αὐτός
στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἄγκυρα τῆς ψυχῆς του.