Ὁ καπετάν Ἀνδρέας ἔσπρωξε
τή σφηνωμένη ἀπό τήν ὑγρασία πόρτα τοῦ
μικροῦ παλιοῦ καπηλειοῦ, ἡ ὁποία σήμανε κι ἕνα μικρό καμπανάκι, κι ἀμέσως τόν
συνεπῆρε ἕνα κύμα θερμότητας ἀνακαταμένης μέ καπνούς. Μία ἐλαφριά ὀχλοβοή ἀπό
τούς θαμῶνες, πού διακοπτόταν ἀπό κάποια τρανταχτά γέλια προερχόμενα ἀπό
κάποιον μεσήλικα μ’ ἕνα γεμάτο ποτήρι κρασί στό χέρι, τόν ἔκανε νά καταλάβει ὅτι
βρέθηκε σέ μέρος πού ἔσφυζε ἀπό ζωή τῆς καθημερινότητας. Ἔριξε ἕνα γύρο τή
ματιά του προσπαθώντας νά ξεκρίνει πρόσωπα καί θέσεις, εἶδε ἕνα ἄδειο τραπεζάκι
δίπλα ἀπό ἕνα παράθυρο καί ἔσπευσε νά καθήσει. Ἔβγαλε τό καπέλο καί τό ζακέτο
πού φοροῦσε κι ἔκανε νόημα στόν κάπελα, ὁ ὁποῖος ἀνταποκρίθηκε καί πῆγε κοντά
του νά πάρει παραγγελία, χαιρετίζοντάς τον καί καθαρίζοντας γιά μία ἀκόμη φορά
τό τραπεζάκι.
«Ἕνα ζεστό τσάι, σᾶς
παρακαλῶ, καί ὅ,τι πρόχειρο σάν πρόγευμα ἔχετε», εἶπε εὐγενικά. «Κι ἀκόμη…»,
κοντοστάθηκε λίγο, «…θά ἤθελα ἔπειτα νά σᾶς ρωτήσω γιά κάτι συγκεκριμένο, γιά
τό ὁποῖο ἦλθα στά μέρη σας».
«Δέν εἶστε ἀπό δῶ, ἔτσι
δέν εἶναι;» εἶπε ὁ καλοκάγαθος κάπελας, δείχνοντας μεγάλη ἐπιθυμία νά μάθει τά σχετικά
μέ τόν νέο πελάτη του. «Ἀλλά πρῶτα νά ἑτοιμάσω τήν παραγγελιά σας κι ἀμέσως
μετά εἶμαι στή διάθεσή σας».
Ὁ Ἀνδρέας κάθισε ἀναπαυτικότερα
στήν καρέκλα, ἡ ὁποία ἔτριξε ὄχι ἀπό τό βάρος τοῦ λιπόσαρκου ἔτσι κι ἀλλιῶς
νεοφερμένου, ἀλλά ἀπό τήν… ἀρχαιολογία της, καί χωρίς νά τό θέλει ἄρχισε νά ἀκούει
τήν ἱστορία πού ἔλεγε ἀρκετά δυνατά στούς φίλους του ἕνας τυφλός ἀπ’ ὅ,τι τελικῶς
κατάλαβε ἀπό τό διπλανό τραπέζι.
«Φίλοι μου», ἔλεγε,
προφανῶς γιά πολλοστή φορά, γιατί κάποιο «ὤχ!» ἑνός ἀπό τούς… φίλους ἀκούστηκε,
«φίλοι μου, ὅπως σᾶς ἔχω ξαναπεῖ, ἐγώ δέν ἤμουνα τυφλός ἐκ γενετῆς. Ἔγινα
τυφλός πολύ ἀργότερα, στά νειᾶτα μου, λόγω τοῦ ἐπαγγέλματός μου. Τό ξέρετε δά ὅτι
ἤμουνα ναυτικός…» - ὁ Ἀνδρέας στό ἄκουσμα τοῦ ναυτικοῦ γύρισε τό βλέμμα του μέ μεγάλο
ἐνδιαφέρον καί προσπάθησε νά κοιτάξει τόν τυφλό ἄνδρα, τόν… συνάδελφο, ἐνῶ τά αὐτιά
του τεντώθηκαν στό ἔπακρο γιά νά μή χάσει καμιά κουβέντα του – «ἤμουνα λοιπόν
ναυτικός καί ταξιδεύαμε ἔξω ἀπό τήν Ἀφρική…».
«Τό τσαγάκι καί ὅ,τι
καλούδι σᾶς ἑτοίμασα», τόν σταμάτησε ἀπό τό ἄκουσμα ὁ κάπελας, ὁ ὁποῖος ἦρθε ἀπό
πάνω του κι ἀπίθωσε μέ μαεστρία τό περιεχόμενο τοῦ δίσκου του. «Ἀλήθεια, ποιό
τό ὄνομά σας;» εἶπε μέ ἐνδιαφέρον, κι ἔσπρωξε μιά καρέκλα νά καθήσει λίγο μαζί
μέ τόν πελάτη του. «Ἀνδρέας», ἀπάντησε, «κι εἶμαι ἀπό τήν Κύπρο». «Καί πῶς ἀπό
τά μέρη μας, ἄν ἐπιτρέπετε, καί συγγνώμη γιά τό θάρρος, μά ἐσεῖς πρό ὀλίγου μοῦ
εἴπατε ὅτι θέλετε νά μάθετε κάποια πράγματα».
«Ναί», συμφώνησε ὁ Ἀνδρέας,
ὁ ὁποῖος λίγο δυσανασχέτησε πού ἔχασε τή συνέχεια τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ ἄνδρα.
«Πράγματι, θέλω νά σᾶς ρωτήσω γιά ἐκεῖνο πού ἔκανα τόν κόπο καί ἦλθα στήν
περιοχή σας, ἐδῶ στήν Ἀπάμεια τῆς Συρίας. Μά, προηγουμένως, θέλω νά μάθω ποιός
εἶναι αὐτός ὁ τυφλός ἄνδρας δίπλα στό τραπέζι – κι ἔκανε νόημα μέ τά μάτια του
– γιατί μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τό γεγονός ὅτι ἦταν ναυτικός στά νειᾶτα του κι ἐκεῖ,
λέει, τυφλώθηκε, κατά τή διάρκεια ἑνός ταξιδιοῦ του. Καί τό ρωτάω, γιατί κι ἐγώ
ναυτικός ἤμουν, τώρα ἔχω σταματήσει βεβαίως λόγω ἡλικίας, μά, καταλαβαίνετε πώς
κάθε τι πού ἀναφέρεται σέ συναδέλφους μοῦ προκαλεῖ τό ἐνδιαφέρον. Καί μάλιστα
γιά τήν τύφλωση ἑνός ναυτικοῦ…».
«Μεγάλη ἱστορία», εἶπε
ὁ Ἰωάννης, ὁ κάπελας, ὁ ὁποῖος δήλωσε κι αὐτός τό ὄνομά του στόν Ἀνδρέα. Ἔριξε
μιά ματιά στούς θαμῶνες, μήπως κάτι θέλει κάποιος, εἶδε ὅτι ὅλοι εἶναι ἀπορροφημένοι
ἀπό τά… τσιμπολογήματά τους καί τίς συζητήσεις τους, καί στράφηκε καί πάλι στόν
καπετάν Ἀνδρέα. «Λοιπόν, καπετάνιο μου», εἶπε, «μεγάλη ἱστορία. Αὐτός πράγματι ἦταν
ναυτικός ἐδῶ καί χρόνια, ταξίδευε καί στήν Ἀφρική, ὅπως καί σέ ἄλλα βεβαίως
μέρη, μά κάποια φορά πού τό καράβι του ἔπλεε ἔξω ἀπό τήν Ἀφρική, ἔπαθε, ὅπως μᾶς
ἔχει πεῖ, ὀφθαλμία. Καί μή ξέροντας πῶς νά θεραπευτεῖ, γιατί οὔτε ὁ καπετάνιος
του οὔτε καί κανένας ἄλλος γνώριζε κάτι συγκεκριμένο γιά τήν πάθηση αὐτή,
σκέπασαν τά μάτια του λευκώματα κι ἔτσι τυφλώθηκε».
«Ναί», ἔκανε μέ
μεγάλη συμπόνια ὁ Ἀνδρέας. «Ξέρω γιά τήν πάθηση αὐτή, πού πράγματι ὁδηγεῖ ἄν
δέν ἀντιμετωπιστεῖ ἄμεσα σέ τύφλωση. Πρόκειται γιά μιά βαριά φλεγμονή τοῦ ματιοῦ,
ἡ ὁποία εἶναι σάν νά πυορροεῖ καί ὀφείλεται εἴτε σέ κάποια μόλυνση εἴτε σέ
τραυματισμό εἴτε σέ κάποιο σῶμα πού μπαίνει στό μάτι καί παραμένει ἐκεῖ χωρίς
νά βγεῖ. Τόν καημένο… Ἀλήθεια πῶς τόν λένε;» «Γεώργιο, καπετάνιε, Γεώργιο. Ἔκανε
μάλιστα τότε πού τό ἔπαθε πολλά τάματα στόν ἅγιο μεγαλομάρτυρα, μά δέν ἔγινε
τίποτε. Ὁ ἅγιος δέν ἀνταποκρίθηκε…», ἔσκυψε τό κεφάλι του ὁ καλός μαγαζάτορας
καί ξεφύσηξε μέ δύναμη. «Τέλος πάντων, τό συνήθισε ὁ ἄνθρωπος, τό ξεπέρασε καί
τώρα, μέ τή βοήθεια τῶν δικῶν του, χαίρεται ὅσο μπορεῖ τή ζωή του. Νά ‘ναι
καλά. Εἶναι τακτικός πελάτης τοῦ μαγαζιοῦ μου, τόν ἀγαπᾶνε ὅλοι, ἁπλῶς τόν
ξέρουμε ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μήν πεῖ μέ τήν πρώτη εὐκαιρία καί πάλι τήν
ἱστορία του».
«Τά πάθια μας ἀνακυκλώνουμε
ὅλοι μας», εἶπε θυμόσοφα ὁ καπετάνιος. «Τά πάθια μας…». «Φαίνεστε νά ἔχετε
περάσει κι ἐσεῖς πολλά, καπετάνιο. Ἀλήθεια, καί συγγνώμη γιά τό θάρρος, μά μοῦ
τό δίνει ἡ ἀγαθωσύνη πού βλέπω στό πρόσωπό σας καί τό ἄνοιγμά σας μέ τήν
κουβέντα μας, τί εἶναι ἐκεῖνο πού θά χαρακτηρίζατε ἐσεῖς ὡς τό πιό παράδοξο καί
ἰδιαίτερο ἀπό τή ναυτική ζωή σας; Ἐσεῖς οἱ ναυτικοί βλέπετε πολλά, παθαίνετε
πολλά καί ἔχετε πάντα νά διηγηθεῖτε ξεχωριστά περιστατικά πού μερικές φορές ὅταν
τά ἀκούει κανείς τοῦ φεύγει τό…
τσερβέλο, πού λένε».
Ὁ Ἰωάννης, ὁ κάπελας,
στήλωσε τά μάτια του στόν καπετάν Ἀνδρέα. Ἦταν βέβαιος ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἄγνωστου αὐτοῦ
ἄνδρα πού μπῆκε στό καπηλειό του, τοῦ ἄνδρα πού ἀπέπνεε καλωσύνη – αὐτό ὀσμιζόταν
ἀπό αὐτόν, μέ τόσα χρόνια ἐπαφῆς μέ πλῆθος ἀνθρώπων πού μπαινόβγαινε στό μαγαζί
του - εἶχε πολλές διακυμάνσεις, εἶχε ζήσει πολλά, τό εἶπε ἄλλωστε ὁ ἴδιος: γιά
«πάθια» μίλησε, κι ἀπό τήν ἄλλη ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε νά μάθει κάτι, πού γι’ αὐτό
τό κάτι ἦλθε στήν περιοχή του, στήν Ἀπάμεια τῆς Συρίας.
«Ναί, πράγματι, πολλά
μοῦ συνέβησαν ὅλα τά χρόνια πού ταξιδεύω κι ἐγώ σέ ὅλες τίς θάλασσες, μά τό πιό
συγκλονιστικό θά ἔλεγα, ἐκεῖνο πού χάραξε τή ζωή μου καί δέν μπορῶ νά τό
ξεχάσω, εἶναι μέ μία γυναίκα ὀνόματι «Μαρία». «Τί συνέβη, καπετάνιο;» εἶπε ὁ
κάπελας· «καμιά… ἐρωτοδουλειά μήπως; Κανένας μεγάλος ἔρωτας;» ἔκανε καί τά
μάτια του λίγο πῆραν ν’ ἀστράφτουν. «Μακάρι νά ἦταν αὐτό», ξεστόμισε θλιμμένα ὁ
Ἀνδρέας. «Μακάρι! Δυστυχῶς ὅμως τά πράγματα ἦταν ὅ,τι χειρότερο συνάντησα στή
ζωή μου. Μιλᾶμε γιά μία πραγματική τραγωδία, πού ὅμοιά της συναντάει κανείς
στίς ἀρχαῖες ἑλληνικές τραγωδίες, σάν τήν περίπτωση τῆς Μήδειας ἀπό τήν ἑλληνική
μυθολογία».
«Δηλαδή;» - τό ἐνδιαφέρον
τοῦ κάπελα εἶχε ἐξαφθεῖ τόσο, πού ἀγνόησε τίς φωνές κάποιων πού τόν καλοῦσαν.
«Δηλαδή; Πές μου, καπετάνιο, γιατί δέν θά μπορέσω νά ἡσυχάσω».
«Ἡ Μαρία αὐτή, ἦταν
μία νέα γυναίκα, κοντά τριάντα χρονῶν, πού κατέφυγε στό καράβι μου, κυνηγημένη ἀπό
τίς ἀρχές καί κυρίως ἀπό τή συνείδησή της. Εἶχε παντρευτεῖ, εἶχε κάνει δύο
παιδιά, ζοῦσε εὐτυχισμένη. Μά πέθανε ὁ ἄνδρας της, ἔμεινε νεαρή χήρα, καί
σκεπτόμενη τό μέλλον της μέ τά μικρά παιδιά της καί χωρίς δουλειά ἔφτασε σέ ἀπόγνωση.
Τότε ἦταν πού ἐρωτεύτηκε ἕναν νεαρό στρατιωτικό πού ἔμενε κοντά στό σπίτι της. Ἐκείνη
τόν ἐρωτεύτηκε, ὄχι ἐκεῖνος. Περνοῦσε ἀπό μπροστά της, δέν τῆς ἔδινε σημασία κι
ἐκείνη ἔλιωνε ἀπό τό πάθος της. Κάποια στιγμή πῆρε τό θάρρος νά πάει στό σπίτι
του καί νά τοῦ ἐκμυστηρευτεῖ τόν ἔρωτά της γι’ αὐτόν. Ὁ νεαρός στρατιωτικός ἀντέδρασε.
Τῆς εἶπε ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση νά κάνει κάτι μαζί της, μολονότι τῆς ὁμολόγησε
ὅτι δέν τοῦ ἤτανε ἀδιάφορη, γιατί ἤτανε χήρα γυναίκα μέ μικρά παιδιά. Δέν μποροῦσε
νά ἀναλάβει ἕνα τέτοιο βάρος στό ξεκίνημα τῆς δικῆς του ζωῆς. Τήν ἔδιωξε, κι ἐκείνη,
θολωμένη καί ἀπελπισμένη, σκέφτηκε νά… καθαρίσει τό ἔδαφος. Σκότωσε τά παιδιά
της, τά ἔθαψε σ’ ἕνα μικρό περιβόλι πού εἶχε, καί πῆγε καί πάλι νά τοῦ πεῖ τά
καθέκαστα, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει πιά τό ἐμπόδιο τῶν παιδιῶν…».
«Κάπελα, τί θά γίνει;
Θά ἔλθεις καμιά φορά;» ἄρχισαν νά ὀργίζονται ὁρισμένοι πού ζητοῦσαν καινούργια
παραγγελία καί φρέσκο κρασί. «Τώρα ἀμέσως», φώναξε. «Ἔρχομαι!». Στράφηκε στόν
καπετάνιο. «Μήν τυχόν καί φύγεις, καπετάνιο. Σ’ ἕνα λεπτό εἶμαι πίσω». Ἔνευσε
συγκαταβατικά ὁ καπετάνιος, ὁ ὁποῖος εἶχε βυθιστεῖ καί πάλι στό νέφος τῶν ἀναμνήσεων,
κάνοντας προσπάθεια νά κατεβάσει τό ὑπόλοιπο τοῦ ροφήματός του καί νά τσιμπήσει
κάτι ἀπό τό λιγοστό πρωϊνό του.
«Λοιπόν, λοιπόν;» ἄκουσε
τή φωνή τοῦ Ἰωάννη. «Τί ἔγινε στή συνέχεια; Πές μου, σέ παρακαλῶ, καπετάνιο,
δέν ἀντέχω».
«Ὁ νέος ἄνδρας, μόλις
ἔμαθε τί εἶχε κάνει ἡ γυναίκα, ἔφριξε καί πάνιασε. Σάν νά ζαλίστηκε ἀπό τό ἄκουσμα,
συγκρατήθηκε, ἀνέκτησε τίς δυνάμεις του καί τήν ἔδιωξε μέ τόν χειρότερο τρόπο. “Τί
ζωή μποροῦμε πιά νά κάνουμε οἱ δυό μας;” τῆς εἶπε. “Θά μᾶς κυνηγάει πιά ἡ ἐνοχή
γιά τά ἀδικοχαμένα παιδιά σου. Πῶς τόλμησες καί τό ἔκανες; Πῶς τόλμησες;». Ἡ
Μαρία ἔφυγε παραπατώντας. Τότε ἄρχισε νά συνειδητοποιεῖ τό μέγεθος τοῦ ἀνομήματός
της· καί ἀντέδρασε σάν τό πληγωμένο ζῶο πού ψάχνει μέρος νά κρυφτεῖ. Ἔβλεπε ὅτι
ὅλοι θά τήν ἀποπαίρνουν καί θά τήν φτύνουν, κυρίως ὅμως ὅτι θά τήν συλλάβουν καί θά τήν κλείσουν στή
φυλακή. Κι αὐτό δέν τό ἄντεχε. Σάν τρελή κατέβηκε στήν παραλία καί μπῆκε στό πρῶτο
καράβι πού συνάντησε γιά ταξίδι. “Νά φύγω, νά φύγω νά γλυτώσω”, ἐπανελάμβανε
συνέχεια μέσα της. Κάπου στό κατάστρωμα βρῆκε μιά γωνιά κι ἐκεῖ ζάρωσε».
Σταμάτησε γιά λίγο ὁ
καπετάνιος καί τότε κατάλαβε ὅτι οἱ θαμῶνες τοῦ διπλανοῦ τραπεζιοῦ εἶχαν
σταματήσει κι αὐτοί νά μιλοῦν καί εἶχαν στραφεῖ σ’ ἐκεῖνον γιά νά τόν ἀκοῦνε. Ἦταν
τόσο τραγική ἡ ἱστορία, πού κι αὐτός ὁ τυφλός δέν μίλαγε πιά. Οἱ στιγμές
φαίνονταν βαριές.
«Τότε», πῆρε νά
συνεχίζει ὁ Ἀνδρέας, «ἄρχισαν τά πιό δύσκολα καί τά πιό συγκλονιστικά». «Πιό
δύσκολα ἀπ’ ὅ,τι μέχρι τώρα μᾶς εἶπες;» ἔκανε ὁ κάπελας. «Τί χειρότερο μποροῦσε
νά συμβεῖ; Κι ἀλήθεια, καπετάν Ἀνδρέα, ἐσύ πῶς τά ἔμαθες ὅλα αὐτά γιά τή
Μαρία;»
«Μή βιάζεσαι, φίλε
μου», ἔκανε ὁ Ἀνδρέας. «Ὅλα τά ἔμαθα, γιατί δέν μποροῦσα νά μήν τά μάθω. Ἀκοῦστε
λοιπόν τή συνέχεια καί θά… φρίξετε! Τό καράβι μου ἔφυγε τήν προβλεπόμενη ὥρα, ἔκανε
κάποιες ὧρες ταξίδι, καί ξανοιχτήκαμε στό πέλαγος. Καί τότε ἦταν πού τό καράβι…
κόλλησε!» «Τί σημαίνει «κόλλησε», καπετάνιο;» ἀκούστηκε μία φωνή ἀπό τό διπλανό
τραπέζι. «Κόλλησε σέ κάποια ξέρα;» «Ὄχι, δέν ἦταν ξέρα οὔτε ὁτιδήποτε ἄλλο πού
θά μποροῦσε κανείς νά ἐξηγήσει τήν ἀκινησία τοῦ καραβιοῦ. Σάν μία δύναμη, πέρα ἀπό
τά ἀνθρώπινα, νά μήν ἐπέτρεπε στό καράβι νά συνεχίσει τήν πορεία του. Κάναμε τά
πάντα, κοιτάξαμε τά πάντα, τίς μηχανές, κάτω ἀπό τό καράβι, τίποτε… Ἐνῶ δέν
φαινόταν κάτι ὡς πρόβλημα, τό καράβι δέν κινιόταν».
«Καί τί ἔγινε; Πῶς
ξεκολλήσατε;» Τά μάτια ὅλων κρέμονταν ἀπό τά χείλη τοῦ Ἀνδρέα. Ὄχι μόνο τό
διπλανό τραπέζι, ἀλλά ὅλα τά τραπέζια εἶχαν σταματήσει καί περίμεναν τή
συνέχεια τῆς ἱστορίας – δέν εἴχανε ξανακούσει κάτι παρόμοιο, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού
τό διηγεῖτο δέν φαινόταν νά εἶναι παλαβός. «Ἐγώ ὡς καπετάνιος, πού εἶχα τήν εὐθύνη
τόσων ἀνθρώπων - ἄλλοι πήγαιναν Κωνσταντινούπολη, ἄλλοι Ἀλεξάνδρεια, ὅλοι στίς
δουλειές τους – εἶχα κυριολεκτικά λιώσει πού λένε. Ἀποτραβήχτηκα στήν καμπίνα
μου, γονάτισα καί ἄρχισα νά προσεύχομαι. Μέ πόνο ψυχῆς, μέ κλάματα… Δέν ἄντεχα
αὐτό τό ἀκατανόητο… Καί τότε, ἄκουσα μία φωνή, δέν ξέρω κι ἐγώ ἀπό ποῦ ἦλθε: “Ρίξε
τή Μαρία στή θάλασσα, καί θά φύγετε”. Δέν καταλάβαινα, ἀλλά ἡ ἴδια φράση ἀπό
τήν ἴδια φωνή ἐπαναλήφθηκε τρεῖς φορές. Βγῆκα ἔξω στό κατάστρωμα. Ποιά μπορεῖ νά εἶναι ἡ Μαρία;
Ὑπῆρχαν ἄνδρες στό πλοῖο μά καί γυναῖκες. Γιά ποιά Μαρία ἔκανε λόγο ἡ φωνή; Καί
τότε φωτίστηκα καί φώναξα: «Μαρία! Μαρία!» Κανένας δέν ἀπάντησε, παρά μία
ξεψυχισμένη φωνή ἀπό μία γωνιά τοῦ καταστρώματος. Ἤτανε ἡ Μαρία πού σᾶς εἶπα, ἡ
μοναδική μέ τό ὄνομα αὐτό, ἡ ὁποία σέρνοντας παρουσιάστηκε. Τήν πῆρα στήν
καμπίνα μου καί τῆς διηγήθηκα τί εἶχε προηγηθεῖ. Συγκλονίστηκε καί τρέμοντας μοῦ
ἐξομολογήθηκε τή ζωή της. Ἀπό κεῖ βεβαίως ἔμαθα ὅ,τι σᾶς εἶπα πρίν. Δέν πήγαινε
ὅμως ἡ καρδιά μου νά τή ρίξω στή θάλασσα. Καί ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε καί πάλι νέο
φωτισμό. Τῆς πρότεινα νά μποῦμε καί οἱ δύο σέ ξεχωριστές φελοῦκες, νά μᾶς
κατεβάσουν στή θάλασσα, ὁπότε ἡ κρίση θά εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἐγώ ἤμουν ὁ φταίχτης,
θά καταποντιζόμουνα. Ἄν ἐκείνη, θά ἔδειχνε ὁ Θεός. Δέχτηκε. Ὅ,τι ἔγινε στή
συνέχεια ἦταν σάν ἔργο ἀπό σκηνή ἀρχαίας τραγωδίας - οἱ πάντες κάτασπροι σάν τό
πανί νά παρακολουθοῦν, κρατώντας καί τήν ἀναπνοή τους. Μπῆκα πρῶτος στή
φελούκα. Μέ κατέβασαν στή θάλασσα. Περίμενα, περίμενα, τίποτε. Μέ ξανανέβασαν.
Μπῆκε ἡ Μαρία στή δική της φελούκα. Τήν κατεβάσαμε στή θάλασσα. Καί τότε συνέβη
αὐτό πού ἀνθρώπινο μυαλό δέν θά μποροῦσε ποτέ νά διανοηθεῖ, γι’ αὐτό καί εἶπα
προηγουμένως ὅτι δέν μοῦ ἔλαχε ποτέ κάτι παρόμοιο στή ζωή μου».
«Σάν τί, καπετάνιο;» ἡ
ἐρώτηση ἦλθε ἀπό πολλές μεριές. Ἡ ἔνταση εἶχε φτάσει στό ἀπροχώρητο. «Μόλις ἡ
φελούκα μέ τή Μαρία μέσα ἀκούμπησε στή θάλασσα, ἡ φελούκα ἔκανε ἀπότομα πολλές
στροφές γύρω ἀπό τόν ἑαυτό της καί πῆγε κατευθεῖαν στόν πάτο. Δέν ξαναφάνηκε
ποτέ. Ὅλοι κοιταζόμασταν χωρίς νά μιλᾶμε. Οἱ καρδιές μας σταμάτησαν καί νά χτυπᾶνε.
Ἐπιχειρήσαμε νά ξεκινήσουμε. Κι ὄχι μόνο πῆραν μπρός οἱ μηχανές, ἀλλά τό πλοῖο ἄρχισε
νά γλιστράει στή θάλασσα μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε μία ἀπόσταση δεκαπέντε ἡμερῶν
τήν κάναμε μέσα σέ τρεῖς ἡμέρες».
Ὁ καπετάνιος δέν ἄντεξε
καί ξέσπασε σέ δάκρυα. «Τόσα χρόνια ἔχουν περάσει», εἶπε, «καί δέν μπορῶ νά
ξεχάσω ὅ,τι συνέβη. Πιστεύω ὅτι ὁ Θεός ξέπλυνε τά ἁμαρτήματα τῆς Μαρίας μ’ αὐτόν
τόν τρόπο, ὅταν μάλιστα αὐτή ἔδειξε πράγματι ὅτι εἶχε συναισθανθεῖ τό μέγεθος τῆς
ἀνομίας της. Ἀλλά ποιός ξέρει ἀπό τήν ἄλλη τίς βουλές τοῦ Θεοῦ;».
Σηκώθηκε βαρύθυμα ὁ
κάπελας. Πῆγε στή θέση του καί ἄρχισε νά καθαρίζει ἀσυναίσθητα τόν πάγκο
μπροστά του· νά ἀλλάζει θέση στά ποτήρια· νά δείχνει χαμένος ἀπό τίς εἰκόνες τῆς
ἱστορίας πού μόλις εἶχε ἀκούσει. Ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι· στράφηκαν μεταξύ τους
καί ἄρχισαν νά σχολιάζουν τά γενόμενα.
Ἡ ὥρα πέρασε. Ὁ
καπετάν Ἀνδρέας θυμήθηκε τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶχε πάει στήν Ἀπάμεια. «Κύριε
Γιάννη», φώναξε. «Ἦλθε ἡ ὥρα νά ρωτήσω αὐτό γιά τό ὁποῖο καί βρέθηκα στά μέρη
σας». «Ναί, καπετάνιο μου», εἶπε πρόθυμα. «Ὁλόκληρο ταξίδι κάνατε, καί τελικά
δέν μάθατε αὐτό πού σᾶς ἀπασχολεῖ». «Πρόκειται γιά ἕνα μοναστήρι ἐδῶ στά μέρη αὐτά»,
ἄρχισε νά λέει ὁ καπετάνιος, «τό ὁποῖο κτίστηκε πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια μετά ἀπό
ἕνα θαυμαστό γεγονός πού συνέβη ἐκεῖ». Τά μάτια τοῦ κάπελα ἄστραψαν. «Ἄ, ναί!
Τό θαῦμα μέ τά παιδιά», εἶπε. «Θέλω νά πάω στό μοναστήρι αὐτό. Ἄκουσα τί
συνέβη, ὁπότε ἡ δική μου ἱστορία πού σᾶς διηγήθηκα, μᾶλλον… χωλαίνει μπροστά
στήν ἱστορία τῶν παιδιῶν». Ὁ μαγαζάτορας πλησίασε καί κάθισε πάλι. «Δέν εἶναι
πολύ κοντά μας τό μοναστήρι», ἔκανε. «Ἀπέχει σαράντα μίλια καί… Ἀλλά,
καπετάνιο, ἀξίζει τόν κόπο. Ὑπάρχουν ἐδῶ στήν περιοχή μας ἄνθρωποι πού ἔζησαν ἀπό
κοντά τό θαυμαστό πράγματι γεγονός, πού ὅταν τό ἀκοῦς σοῦ σηκώνεται ἡ τρίχα ὄρθια.
Ἔχω πάει κι ἐγώ στό μοναστήρι αὐτό, τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτήρα τό εἴπανε, καί ὅποιος
πάει νιώθει κάτι τό ἰδιαίτερο. Καί περισσότερο ὅταν βλέπεις τά ἴδια αὐτά παιδιά
πού μετεῖχαν στήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ὡς καλόγερους πιά. Γιατί μετά ἀπό ὅ,τι ἔγινε
ἤτανε μονόδρομος νά καλογερέψουν τά παιδιά».
«Τό ἔμαθα, ἀδελφέ μου
Ἰωάννη. Γι’ αὐτό καί θεώρησα ὄχι ὑποχρέωση, μά ἀνάγκη νά ἔλθω νά προσκυνήσω. Τό
εἶδα σάν κάτι παρόμοιο μέ τήν καιομένη βάτο τοῦ Μωϋσῆ, ἐκεῖ στό Σινᾶ. Ἀρκετό
καιρό μελετοῦσα τό ταξίδι μου αὐτό, καί τώρα μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία. Ὑπάρχει
κανείς πού μπορεῖ νά μέ καθοδηγήσει;»
(Συνεχίζεται...)