Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

ΑΠΑΝΩΤΑ... ΘΑΥΜΑΤΑ! (2)


Ὁ καπετάν Ἀνδρέας χτύπησε τό ρόπτρο ἀπό τή μεγάλη βαριά ξύλινη θύρα τοῦ μοναστηριοῦ. Οἱ ὁδηγίες καί ἡ βοήθεια τοῦ κάπελα Ἰωάννη ἦταν πολύτιμες καί ἀποτελεσματικές. Τοῦ βρῆκε ἄνθρωπο νά τόν συνοδέψει στό μοναστήρι, τοῦ βρῆκα ἁμαξᾶ. Ὁ καπετάνιος ἔνιωσε ὅτι βρῆκε ἕναν ἄνθρωπο πού μπορεῖ νά ἐπικοινωνήσει καρδιακά, ἕναν φίλο.
Ἡ θύρα ἔτριξε μετά ἀπό λίγο καί φάνηκε ἕνας νέος σχετικά καλόγερος. «Μπορῶ νά προσκυνήσω;» εἶπε ὁ Ἀνδρέας κι ἔνιωσε μία θέρμη καί μία ἀγαλλίαση στήν καρδιά του. Κοίταξε προσεκτικά τόν καλόγερο· «μήπως εἶναι ἕνα ἀπό τά…ἱερά παιδιά;» ἀναρωτήθηκε. «Κύριε», ὕψωσε τόν νοῦ του στόν Θεό, «εὐλόγησε τό προσκύνημά μου. Γνωρίζεις ὅτι δέν ἔρχομαι ἀπό ἁπλή περιέργεια· Ἐσένα ἀναζητῶ καί τά σημάδια τῆς παρουσίας Σου». Τό μοναστήρι φαινόταν ἰδιαιτέρως φροντισμένο καί μέ μία μεγαλοπρέπεια πού δέν περίμενε κανείς στόν ἀπομακρυσμένο ἐκεῖνον τόπο. Βουνά μέ ἀρκετή βλάστηση περιέκλειαν τήν περιοχή, βράχια πού σχημάτιζαν κάποιες περίεργες σπηλιές, ἐνῶ ὁ Ναός ἦταν ἐκεῖνος πού δέσποζε σέ σχέση μέ τά ὑπόλοιπα κτίσματα.
Ὁ καλόγερος ὁδήγησε τόν Ἀνδρέα καί τόν συνοδό του στόν λαμπρό Ναό νά προσκυνήσουν. Ἔκαναν μέ εὐλάβεια τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, φίλησαν τίς εἰκόνες, καί… προσήλωσαν τό βλέμμα τους στό Ἱερό, τό Ἄγιο Βῆμα. Ὁ καπετάν Ἀνδρέας ἔνιωσε ἕνα τρέμουλο. «Ναί», ἄκουσε τή φωνή τοῦ καλόγερου, πού εἶχε καταλάβει ὅτι οἱ προσκυνητές ἦταν ἐνημερωμένοι. «Ἐδῶ εἶναι τό σημεῖο πού ἔπεσε ἡ φωτιά καί ἔκαψε τά πάντα ἀπό αὐτά πού εἶχαν κάνει τά παιδιά ὡς Θεία Λειτουργία παίζοντας».
Ὁ Ἀνδρέας εἶχε μάθει ὄντως συγκεκριμένα τήν ἱστορία τῶν παιδιῶν. Τοῦ τήν εἶχαν πεῖ κάποιοι γνωστοί του ἤδη ἀπό τήν πατρίδα του τήν Κύπρο, τοῦ τή διηγήθηκε καί ὁ καλός ταβερνιάρης Ἰωάννης, ἦλθε ἡ ὥρα νά τήν «ψηλαφήσει» καί ὁ ἴδιος στόν τόπο πού συνέβη.
Βοηθοῦσαν μερικά παιδιά τούς γονεῖς τους στό ἀπόμακρο λίγο χωριό τους, τή Γοταγόνα τῆς Συρίας, βόσκοντας τά πρόβατά τους. Καί κάποια στιγμή, σάν παιδιά, θέλησαν νά παίξουν. Καί ἔπαιξαν αὐτό πού συνήθιζαν νά κάνουν καί ἄλλες φορές: τάχα ὅτι κάνουν λειτουργίες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ γονεῖς τους ἤτανε πιστοί ἄνθρωποι, δέν ἔλειπαν ποτέ ἀπό τόν Ναό τοῦ χωριοῦ τους, τά παιδιά ἤτανε ἐκεῖνα πού πρῶτα βρίσκονταν δίπλα στό ἅγιο Βῆμα, νά ἀκοῦνε καθαρά τίς εὐχές τῶν ἱερέων, νά κοινωνοῦν πρῶτα αὐτά μετά τούς ἱερεῖς. Λοιπόν ἀπό τή συνεχή ἐπανάληψη ἔμαθαν ἀπέξω τίς εὐχές· μποροῦσαν κι αὐτά νά τίς ἐπαναλάβουν· νά παίζουν τούς ἱερεῖς. Καί νά τώρα, τούς δόθηκε ἡ εὐκαιρία, χωρίς περισπασμούς, νά «τελέσουν» τή Θεία Λειτουργία. Ἕνας λεῖος βράχος πού βρῆκαν θά ἦταν ἡ ἅγια τράπεζά τους· ὁ ἕνας τους θά ἦταν ὁ παπάς, ἄλλοι δύο οἱ διάκονοι καί τά ὑπόλοιπα παιδιά τό ἐκκλησίασμα. Εἴχανε μαζί τους ψωμί, ἔτυχε νά ἔχουν καί κρασί, ἀπό αὐτό πού κρύβουν οἱ μεγάλοι στά μέρη πού πηγαίνουν γιά βοσκή. Κι ἄρχισαν τή Λειτουργία. Φτάσανε καί στήν ἁγία ἀναφορά. Ὁ «παπάς» εἶπε τήν εὐχή, οἱ «διάκονοι» ρίπιζαν μέ τά καπέλα τους. Καί πρίν τεμαχίσουν τόν ἄρτο γιά νά «κοινωνήσουν» ὅλα τά παιδιά, ἔζησαν τό γεγονός πού τούς σφράγισε καί τούς ἄλλαξε γιά πάντα τή ζωή: φωτιά ἔπεσε ἀπό τόν Οὐρανό πού κατέκαψε καί κατέφαγε ὅλα ὅσα προσκόμισαν. Ὁ βράχος κατακάηκε – δέν ἔμεινε τό παραμικρό ἴχνος οὔτε ἀπό αὐτόν οὔτε κι ἀπό αὐτά πού τά παιδιά εἶχαν προσφέρει.
Ὅλα ἔγιναν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Τά παιδιά ἔνιωσαν τέτοιο συγκλονισμό, ὥστε ἔπεσαν κατάχαμα ἀπό τόν φόβο τους μή μπορώντας οὔτε μιλιά νά βγάλουν ἀπό τό στόμα τους ἀλλ’ οὔτε καί νά σηκωθοῦν. Δέν ξέρουν πόση ὥρα πέρασε. Σημασία εἶχε ὅτι δέν ἐπέστρεψαν στήν προβλεπόμενη ὥρα στό χωριό τους, οἱ γονεῖς καί οἱ χωριανοί ἀνησύχησαν, τούς ἔψαξαν, τούς βρῆκαν καί… κόντεψαν κι αὐτοί νά πάθουν  συγκοπή. Γιατί τά παιδιά ἤτανε χαμένα: ὄχι μόνο δέν μποροῦσαν νά σηκωθοῦν, μά οὔτε και νά μιλήσουν, ὅπως καί δέν ἔδειχναν νά καταλαβαίνουν αὐτά πού τούς ἔλεγαν καί τούς ρωτοῦσαν οἱ μεγάλοι. Τά κουβάλησαν στό χωριό. Μά ἡ ἔκπληξή τους καί ὁ φόβος τους συνεχίστηκαν ὅλη τήν ἡμέρα, ὅλη τή νύχτα, μέχρι τήν ἑπομένη τό πρωί, γιατί δέν ὑπῆρξε καμία διαφορετική ἀντίδραση ἀπό τά παιδιά. Οἱ γονεῖς κόντευαν νά τρελαθοῦν. Κι ὅταν ἔφτασε ἡ ἑπομένη ἡμέρα, τότε ἄρχισαν σιγά σιγά τά παιδιά νά λένε τό τί συνέβη. Πῆραν τά παιδιά καί τά πῆγαν, ὅλο τό χωριό, στό μέρος πού τά βρῆκαν. Κι εἶδαν πράγματι τόν τόπο πού συνέβη τό θαυμαστό γεγονός, ὅπως καί τά ἴχνη ἀπό τά ὑπολείμματα τῆς φωτιᾶς.
Ἦλθε ἡ ὥρα τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ Ἐπισκόπου. Οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν τό αὐτονόητο: ἔτρεξαν στήν πόλη καί διηγήθηκαν τά πάντα στόν Ἐπίσκοπο. Σ’ αὐτόν πού εἶναι ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας· σ’ αὐτόν πού τοῦ ἔχει δοθεῖ ἡ χάρη νά διακρίνει τά πνεύματα «εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι» ἤ ὄχι. Ὁ Ἐπίσκοπος κρίνοντας ὅτι πρόκειται περί σοβαροῦ γεγονότος, κινητοποίησε ὅλο τόν κλῆρο του, πῆγε στόν τόπο τοῦ θαύματος, εἶδε τά παιδιά, ἄκουσε ἀπό αὐτά ὅ,τι συνέβη. Κι ὅταν μάλιστα εἶδε καί τά σημάδια τῆς οὐράνιας φωτιᾶς, δέν τοῦ ἔμεινε ἡ παραμικρή ἀμφιβολία: κατάλαβε ὅτι πρόκειται περί ἐπέμβασης τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ, περί «σημείου» τῆς παρουσίας Του, συνεπῶς ἐκεῖ, στόν τόπο αὐτόν τόν φοβερό, θά ἔπρεπε νά στηθεῖ κτίσμα πού θά θυμίζει ἐσαεί τό γεγονός. Ὅ,τι ἔκαναν οἱ προφῆτες καί οἱ μεγάλοι Πατριάρχες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: στούς τόπους πού «σημαδεύονταν» ἀπό τόν Θεό ἔκτιζαν θυσιαστήρια· ὅ,τι ἔκαναν οἱ ἅγιοι Κωνσταντίνος καί Ἑλένη, ὅπως καί οἱ χριστιανοί αὐτοκράτορες: σέ ὅλους τούς ἅγιους τόπους ἔκτιζαν ναούς λαμπρούς· τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἅγιος αὐτός Ἐπίσκοπος. Στόν συγκεκριμένο τόπο ἔκτισε λαμπρό μοναστήρι, ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ἐνῶ πάνω στόν βράχο πού ἔπεσε ἡ φωτιά ἔστησε τό ἅγιο θυσιαστήριο, τήν ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ.
Μέ φωτισμό Θεοῦ ὅμως, μέ ταπείνωση καί ἀγάπη στράφηκε καί πρός τούς γονεῖς τῶν παιδιῶν. «Νομίζω», εἶπε, κι ὁ λόγος του ἀκούστηκε ὡς ἐπίσης φωνή ἐξ Οὐρανοῦ, «νομίζω ὅτι τά παιδιά αὐτά δέν μποροῦν νά συνεχίσουν τή ζωή τους ὅπως πρῶτα. Ἔγιναν μέτοχα ἑνός συγκλονιστικοῦ γεγονότος, ἦταν σάν νά τά ξεχώρισε ὁ Κύριος, προκειμένου νά ἀφιερωθοῦν σ’ Αὐτόν. Θεωρῶ ὅτι ἐδῶ βρισκόμαστε σέ μία ἄμεση κλήση τοῦ Θεοῦ, ὥστε τά παιδιά, ἐφόσον τό θελήσουν, νά γίνουν καλόγεροι στό μοναστήρι πού θά κτιστεῖ. Σκεφτῆτε το, ἀλλά μᾶλλον ὁ δρόμος αὐτός εἶναι μονόδρομος».
Τά παιδιά, συγκλονισμένα ἀκόμη, δέχτηκαν ἀμέσως τήν πρόκληση καί τήν πρόσκληση. Κατάλαβαν ὅτι αὐτό πού ἔζησαν τούς σφράγισε καί τούς καθόρισε τή ζωή. Ἄλλωστε εἶχαν τόν χρόνο, μέχρι νά γίνει τό μοναστήρι, νά τό ξανασκεφτοῦν. Οἱ γονεῖς, πιστοί καί εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, θεώρησαν τήν κλήση αὐτή ὡς εὐλογία ὄχι μόνο γιά τά παιδιά τους, μά καί γιά τούς ἴδιους καί ὅλη τήν οἰκογένειά τους. Κι ἦλθε ἡ ὥρα, μετά ἀπό ὁρισμένα χρόνια πού τά παιδιά, ἀφοῦ εἶχαν ξεκινήσει ἤδη τή δοκιμή τους στόν δρόμο αὐτόν τῆς ἀφιέρωσης, νά γίνουν πράγματι καλόγεροι. Ἡ περαιτέρω ζωή τους ἐπιβεβαίωσε πλήρως τήν κλήση διά τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Κυρίου: ἀναδείχτηκαν ἀληθινοί μαθητές τοῦ Κυρίου μέ τή χάρη Του νά λάμπει στά πρόσωπα καί τήν ὅλη ζωή τους.
Ὁ καπετάν Ἀνδρέας παρέτεινε τό προσκύνημά του στό μοναστήρι. Ὁ ἡγούμενος ἐκτιμώντας τήν εὐλάβεια καί τήν πίστη του τόν ἄφησε ὅσο χρόνο ἤθελε. Καί βεβαίως ἐκεῖ πού ἔζησε τή χάρη καί τήν ἀλλοίωση τῆς καρδιᾶς του γιά μία ἀκόμη φορά, ἦταν ὅταν γνώρισε ἀπό κοντά τά παιδιά, καλογέρους ὥριμους τώρα.  Τό κάθε σημεῖο τοῦ μοναστηριοῦ ἔγινε γι’ αὐτόν σάν τούς Ἁγίους Τόπους – καί ἡ παραμικρή πέτρα μιλοῦσε βαθιά στήν ψυχή του. Γι’ αὐτό καί δέν ἄργησε πολύ, ἐφόσον μάλιστα δέν εἶχε ἀξιωθεῖ νά κάνει οἰκογένεια, νά ζητήσει ἀπό τόν ἅγιο ἡγούμενο νά παραμείνει διά παντός στόν εὐλογημένο αὐτόν τόπο. Ὁ ἡγούμενος τοῦ ἐξήγησε τίς δυσκολίες, καί λόγω τῆς ἡλικίας του. Τοῦ εἶπε ὅτι ἄλλο εἶναι νά εἶσαι προσκυνητής, ξέροντας ὅτι ἀνά πᾶσα στιγμή μπορεῖς νά φύγεις γιά τόν κόσμο, καί ἄλλο νά δέσεις τόν ἑαυτό σου στήν ὑπακοή διά παντός, ὅμως ἐκεῖνος, ἔμπειρος πιά στήν πνευματική ζωή, ἦταν ἕτοιμος. Ἡ κουρά του σέ μοναχό ἔγινε μέσα σέ κλίμα βαθιᾶς κατάνυξης. Ὁ καπετάν Ἀνδρέας ἔγινε μοναχός Μωϋσῆς. Κι ἦταν πολύ συγκινητική ἡ στιγμή πού ἀπό τούς πρώτους πού τοῦ εὐχήθηκαν καί τόν ἀγκάλιασαν στή νέα του ζωή ἦταν ὁ κυρ-Γιάννης, ὁ κάπελας στήν Ἀπάμεια τῆς Συρίας. «Θά ἔρχομαι συχνά νά σέ βλέπω καί νά τά λέμε», τοῦ εἶπε μέ δάκρυα στά μάτια. «Εὔχου καί ὑπέρ ἐμοῦ καί τῆς οἰκογένειάς μου».
(Ἀφορμές ἀπό "Λειμωνάριον" Ἰ. Μόσχου, κεφ. 76, 77, 196)