Βγῆκε
ἀπό τό σπήλαιο πού ἀσκήτευε καί προχώρησε πρός τό γειτονικό του κελλί, τοῦ ἀββᾶ
Ἰάκωβου. Τά λιγοστά του τρόφιμα τελείωναν κι ἔπρεπε νά ἐξασφαλίσει τά τῆς ἐρχόμενης
ἑβδομάδας: λίγα παξιμάδια, λίγη φακή, λίγα ἀγριόχορτα. Ἀσκητικός στό ἔπακρο ὁ Ἰσαάκ
ζοῦσε μέ ἐλάχιστα, ὅπως ἄλλωστε κι ὅλοι οἱ ἄλλοι Πατέρες πάνω σ’ αὐτό τό εὐλογημένο
βουνό πού βρίσκονταν, ἕξι μίλια μακριά ἀπό τήν πόλη Λυκώ τῆς περιοχῆς τῆς Θηβαΐδας
τῆς Αἰγύπτου, ἀλλά αὐτά τά ἐλάχιστα ἔπρεπε νά τά ἔχουν. Κι ὁ ἕνας ἐνίσχυε τόν ἄλλον,
ὁ ἕνας ἐξυπηρετεῖτο ἀπό τόν ἄλλον.
Τό
βουνό ἀπό παλιά εἶχε κατοικηθεῖ ἀπό ἡσυχαστές, πού ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν πλήρως
στόν Θεό. Ἄλλοι ἀξιοποίησαν τίς σπηλιές πού ἀπό φυσικοῦ του σχημάτιζε τό βουνό,
ἄλλοι ἔφτιαξαν πρόχειρες καλύβες καί κελλιά. Ἔφτιαξαν τελικά μία σκήτη καί στό
κέντρο της κατασκεύασαν τόν ναό τους, ἔτσι ὥστε τίς Κυριακές καί κάθε μεγάλη ἑορτή
νά συνάζονται καί νά εὐχαριστοῦν καί νά δοξολογοῦν τόν Κύριο. Νυχθημερόν
προσεύχονταν στόν Κύριο, ἡ προσευχή ἦταν τό κύριο ἔργο τους, ἐκεῖ ὅμως πού ἔνιωθαν
αἰσθητά τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους ἦταν ὅταν συνάζονταν στόν
ναό τους γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐκεῖ καταλάβαιναν ὅτι ἀποτελοῦν
μέλη τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι ἐπίσης ἀλλήλων μέλη, τήν ὥρα μάλιστα πού προσέρχονταν
ἐν μετανοία γιά νά λάβουν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κοινωνημένοι καί ἐνισχυμένοι ἔφευγαν μέ τό τέλος τῆς Λειτουργίας, νιώθοντας τήν
ψυχική ἀγαλλίαση ἀπό τή θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ καί τῶν συνασκητῶν τους,
χωρίς νά ξεφεύγουν σέ περιττά λόγια καί σέ ἀργολογίες. Ἡ ζωή τους ἔπειτα ἦταν ἡ
συνέχεια τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία γινόταν προσμονή γιά τήν ἑπόμενη καί
πάλι σύναξή τους.
Ὡς
ἄνθρωποι μέ σάρκα καί ὀστᾶ ὅμως ἔπρεπε νά ἐξασφαλίζουν καί τόν «ἐπιούσιον», γι’
αὐτό καί τό ἐργόχειρο ἦταν μέσα στά καθημερινά μελήματά τους. Τό ἐρχόγειρο τοῦ
καθενός κάλυπτε τίς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου, κι ὅ,τι ἔφτιαχναν παραπανίσιο τό
πήγαιναν στήν πόλη νά τό πουλήσουν, ὥστε νά μή τρῶνε «δωρεάν» τόν ἄρτο τους. «Ἐν
ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖ τόν ἄρτον σου», καθώς λέει καί ἡ Γραφή, ἀλλά καί
μέ τόν ἱδρώτα τους αὐτόν μποροῦσαν νά καλύψουν καί ἀνάγκες φτωχῶν καί πονεμένων
συνανθρώπων τους, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές κατάφευγαν σ’ αὐτούς μέσα στήν ἀπελπισία
τους.
Ὁ Ἰσαάκ ἦταν ἄνθρωπος πού τό 'λεγε ἡ καρδιά του
κι ἔπιαναν τά χέρια του, γι’ αὐτό καί ἐπέλεξε ἕνα ἀπό τά «δύσκολα» διακονήματα
τῆς περιοχῆς: νά πλέκει κουνουπιέρες, μικρές καί μεγάλες, οἱ ὁποῖες γίνονταν ἀνάρπαστες
στήν πόλη, καθώς μαστιζόταν ἀπό τά κουνούπια καί ἀπό ἄλλα πετούμενα. Μικρότερα ἐργόχειρά
του τά ἀντάλλασσε μέ τίς προσφορές καί τούς κόπους τῶν ἄλλων συνασκητῶν του, κι
ἔτσι ἡ ζωή του περνοῦσε «ἐν ἀφελότητι καρδίας», γεμάτη ἀπό τήν παρουσία τοῦ
Κυρίου, ὁ Ὁποῖος συχνά τοῦ πρόσφερε στιγμές τόσο μεγάλης ἀγαλλίασης πού ἔλεγε ὅτι
θά σπάσει ἡ καρδιά του. Τό «δόξα τῷ Θεῷ» καί τό «Κύριε ἐλέησον» ἦταν ἐκεῖνα πού
ἐνήλλασσαν διαρκῶς τά χείλη του, γι’ αὐτό καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται λίγο ἱκανοποιημένος
ἀπό τίς ἀσκητικές του ἐπιδόσεις. Ἄρχισε νά ἑδραιώνεται σιγά σιγά μέσα του ἡ
πεποίθηση ὅτι ὁ Πονηρός, ἄν δέν τοῦ ἀφήνεις χῶρο στήν καρδιά σου, δέν βρίσκει
περιθώριο οὔτε κἄν νά σέ πειράξει. Σύντομα θά ἔβλεπε τήν πλάνη του.
«Δι’
εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν», εἶπε φωναχτά, καθώς κτυποῦσε τήν πόρτα τοῦ
κελλιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἰάκωβου. «Ἀμήν!», ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ Γέροντα κι ἡ πόρτα ἄνοιξε
γιά τόν Ἰσαάκ. «Γιά τή φακή, ἀδελφέ;» εἶπε τό χαρωπό πρόσωπο τοῦ Ἰακώβου κι ἔκανε
χῶρο νά περάσει στό φτωχικό του κελλί ὁ Ἰσαάκ. «Γιά τή φακή, ἀδελφέ, γιά τή
φακή! Σοῦ ἔφερα καί τό μικρό καλάθι πού μοῦ ζήτησες». Ἔτσι γινόταν: ἔφερνε κάποιο
δικό του ἐρχόχειρο αὐτός, ἔπαιρνε τόν καρπό τῆς καλλιέργειας τοῦ Ἰάκωβου,
κυρίως μάλιστα τή φακή, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε καί τήν κύρια τροφή τῶν περισσοτέρων
ἀδελφῶν τῆς περιοχῆς.
Κάθισε
καί περίμενε τό σακκουλάκι μέ τή φακή. Μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του ὅμως εἶδε ὁ Ἰσαάκ
τήν «ἀδικία» ἤ ἔτσι τοῦ φάνηκε: ὁ γερο-Ἰάκωβος σάν νά τοῦ ἔβαλε λιγότερη φακή
στόν μετρητή πού χρησιμοποιοῦσε. Σάν νά τόν… ἔκλεβε! Ἔνιωσε ἕνα κέντημα στήν
καρδιά, μία πίκρα, ἀλλά δέν εἶπε τίποτε. Πῆρε τό σακκούλι, εὐχαρίστησε τόν
Γέροντα, ἀλληλοασπάστηκαν καί γύρισε πρός τή σπηλιά του. Μέσα του ὅμως γινόταν ἕνας
μικρός πόλεμος! «Μά νά μέ κλέψει μπροστά στά μάτια μου; Τί καλόγερος εἶναι αὐτός;
Γιατί ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια; Τί ἀπολογία θά δώσει στόν Κύριο;»
Γρήγορα
ὁ λογισμός του ξεστράτισε ἀπό τήν πίκρα, γιατί εἶχε μέ ἄλλα πιο σπουδαῖα νά ἀπασχοληθεῖ:
εἶχε μία παραγγελία ἀπό ἕναν προύχοντα τῆς πόλης γιά μία μεγάλη
κουνουπιέρα. Εἶχε ἤδη βρεῖ τά πιό σπουδαῖα
ὑλικά, εἶχε κάνει τό σχέδιο - ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε νά σκεφτεῖ - καί βάλθηκε
νά τό φέρει σέ πέρας. Ὅ,τι περίσσευε σάν χρόνος ἀπό τά μοναχικά του καθήκοντα
τό ἀφιέρωνε γιά τό ἐργόχειρο αὐτό, καί ἤδη μέσα του ζωγράφιζε τήν ὥρα πού θά τό
παρέδιδε, ἔβλεπε τήν εὐχαρίστηση τοῦ… πελάτη του! Μετά ἀπό κάποιες ἡμέρες τό ἔργο
του ἔφτασε στό τέλος. Ἱκανοποιημένος τό ἔστησε ἀπέναντί του, σέ κάποια ἀπόσταση,
γιά νά κάνει τήν ἀποτίμηση. Καί τότε… εἶδε τό πρόβλημα: κάποια πλεξίματα εἶχαν
μπλεχτεῖ, εἶχαν πάρει σχῆμα ἀκανόνιστο, τό σχέδιο χώλαινε ἐπικίνδυνα, ἡ αἰσθητική
τοῦ ἔργου του δέν ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Καί τό χειρότερο; Δέν ἤξερε ποῦ
χρειάζεται ἡ ἀκριβής ἐπιδιόρθωση!
Ἔνιωσε
νά σωριάζεται. Ἔκανε προσπάθεια νά κρατηθεῖ ὄρθιος. «Τόσος κόπος χαμένος»,
ψέλλισε. «Κρίμα τόσες ὧρες δουλειά!». Κάθισε ἀποκαμωμένος. Ἡ καρδιά του ἦταν
συντρίμμια. Μία θλίψη καί μία στενοχώρια τόν περιέβαλε τόσο πολύ, ὥστε θυμήθηκε
τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅταν εἶπε ὅτι «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»! Δέν
καταλάβαινε ὡστόσο τή βλασφημία τοῦ λογισμοῦ του. Πέρασαν ὧρες πολλές χωρίς νά
μπορεῖ νά σηκωθεῖ. Ὁ λογισμός τῆς… ἀποτυχίας του τόν εἶχε καθηλώσει, ὥστε οὔτε
νά φάει κάτι ἤθελε ἀλλά πολύ περισσότερο οὔτε καί νά προσευχηθεῖ!
Ξαφνιάστηκε
καί τρόμαξε πολύ μ’ αὐτό πού εἶδε στή συνέχεια: ἀπό τό μικρό παράθυρο τῆς σπηλιᾶς
του, εἶδε νά μπαίνει ἕνας νεαρός. Δέν πρόλαβε νά ἀντιδράσει οὔτε καί νά πεῖ
τίποτε, γιατί ἔσπευσε ἐκεῖνος νά τοῦ ἐπισημάνει: «Φαίνεται ὅτι ἔκανες πράγματι
λάθος στόν σχεδιασμό τοῦ ἔργου σου, ἀλλά μή σέ νοιάζει. Δῶστο σ’ ἐμένα καί ἐγώ
θά τό διορθώσω. Ὅλα τά μπορῶ ἐγώ». Σάν νά συνῆλθε λίγο ὁ Ἰσαάκ καί ἄρχισε νά
καταλαβαίνει τό ποιός ἦταν ὁ ἐπισκέπτης του!
Ἀντέδρασε. «Φύγε γρήγορα ἀπό δῶ μέσα ἐσύ, παμπόνηρε, πού τολμᾶς νά
μπαίνεις σέ χῶρο ἀσκητῆ», εἶπε ὀργισμένος, «κι ἄς μή μοῦ γίνει ποτέ τό ἐργόχειρο».
Ὁ «νεαρός» δέν τό ἔβαλε ὅμως κάτω. Συνέχισε ἀπτόητος καί μάλιστα μέ… γλυκόλογα:
«Μά, δέν βλέπεις ὅτι ζημιώνεσαι ἄν τό φτιάξεις ἄσχημα;» «Καί σένα τί σέ μέλλει,
μπορεῖς νά μοῦ πεῖς;» πῆρε νά ἀγριεύει ὁ Ἰσαάκ. «Μά σέ σπλαχνίζομαι, ἐγώ… τό
καλό σου θέλω. Δέν θέλω νά χάσεις τόν κόπο σου. Τόσες μέρες πάλευες μ’ αὐτό! Ἐδῶ
τίς προσευχές σου σχεδόν πῆγες νά ξεχάσεις!» Πετάχτηκε πάνω μέ πλήρη συναίσθηση
πιά ὁ Ἰσαάκ καί κατακόκκινος ἀπό τόν θυμό γιά τό… θράσος τοῦ Πονηροῦ. «Πολύ κακῶς
ἔκανες πού ἦρθες ἀπό δῶ», τοῦ εἶπε, «καί μαζί μ’ ἐσένα καί αὐτούς πού ἔφερες.
Νά σηκωθεῖς ἀμέσως νά φύγεις!»
Ἡ…
εὐγένεια ἔφυγε ἀπό τό πρόσωπο τοῦ «νεαροῦ». Τά λόγια του ἀργά καί προσεκτικά εἰπωμένα
μπήγονταν σάν ξίφος στήν καρδιά τοῦ καλόγερου: «Ἄν θέλεις νά μάθεις λοιπόν,
πράγματι ἐσύ μέ ἀνάγκασες νά ἔρθω ἐδῶ». «Ἐγώ;», εἶπε ἔντρομος καί ἀπορημένος ὁ Ἰσαάκ.
«Ἐγώ σέ ἀνάγκασα;» «Ναί, ἐσύ. Καί μάθε πώς μέ ἀνάγκασες, γιατί εἶσαι δικός
μου!» Κόντεψε νά λιποθυμήσει ὁ Ἰσαάκ: Ὁ ἴδιος ἀνάγκασε τόν Πονηρό νά ἔλθει στή
σπηλιά του… καί μάλιστα ἀνήκει σ’ ἐκεῖνον! «Πῶς τό λές αὐτό;» κατόρθωσε νά βγεῖ
ἡ ἐρώτηση ἀπό τό στόμα του. «Ἐγώ εἶμαι καλόγερος καί ἀνήκω στόν μοναδικό Κύριο
πού ἀναγνωρίζω, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐσύ εἶσαι ἕνας ψεύτης καί σάν ψεύτης ψέμματα
πάντοτε λές!»
Τό
‘πε καί νόμισε πώς ἔκανε ὁμολογία πίστεως. Ὁ Πονηρός ὅμως εἶχε ἐπιχειρήματα. Κι
ἀπ’ ὅ,τι φάνηκε, συντριπτικά ἐπιχειρήματα. «Ἄκου νά σοῦ πῶ», εἶπε, συρίζοντας αὐτή
τή φορά. «Ἔχεις τρεῖς Κυριακές πού κοινωνεῖς τόν Κύριό σου, ὅπως λές, ἀλλά τόν
γείτονά σου τόν… ἐχθρεύεσαι! Ἔχθρα καί
θεία Κονωνία δέν πᾶνε μαζί. Τό ἀκοῦς;» Θαύμασε ὁ Ἰσαάκ γιά τήν «ἀκρίβεια» τῆς ἀλήθειας
πού ἐξέφραζε ὁ «ἐπισκέπτης» του. Ἀλλά καί πάλι ἔβλεπε τήν πλάνη πού ἐκπορευόταν
ἀπό τά χείλη τοῦ «ἄλλου». «Ψέμματα ὅπως πάντα λές. Πότε εἶδες νά ἐχθρεύομαι ἐγώ
τόν γείτονά μου; Τό ἀντίθετο!» Ἡ ἀπάντηση καί πάλι ἦλθε σάν βέλος πού σιγούρεψε
τόν στόχο: «Ἐσύ δέν ἤσουν πού μνησικάκησες ἐναντίον του καί πικράθηκες, γιατί
τάχα σοῦ ἔβαλε λιγότερη φακή ὅταν πῆγες τίς προάλλες στό κελλί τοῦ Ἰάκωβου; Κι ἄν
θέλεις νά μάθεις, ἐγώ πού σοῦ μιλῶ τώρα, εἶμαι ὁ ἁρμόδιος γιά τή μνησικακία.
Λοιπόν, ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ κακοῦ λογισμοῦ σου μοῦ ἀνήκεις. Εἶσαι δικός
μου!»
Φωτίστηκε
ὁ νοῦς τοῦ Ἰσαάκ. Ὁ Πονηρός ἔγινε ὄργανο τοῦ… Κυρίου, προκειμένου νά τόν
συνεφέρει. Συντρίφτηκε ἡ καρδιά του, εἶδε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ ἐπισκέπτη
του καί σάν βολίδα ἄνοιξε τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς του κι ἔτρεξε πρός τόν γείτονά
του. «Ἥμαρτον!», τοῦ φώναξε καί πρόσπεσε στά πόδια του. «Ἄφησα κακό λογισμό ἐναντίον
σου τίς προάλλες μέ τή φακή, νόμισα ὅτι μέ κορόϊδεψες, σοῦ ζητῶ ταπεινά
συγγνώμη». Ἀγκαλιάστηκαν καί ἔκλαψαν οἱ δύο καλόγεροι. Ἡ καρδιά τους γέμισε ἀπό
μετάνοια καί χάρη. Ἡ ἀγάπη τούς σκέπασε. Ἡ γαλήνη καί ἡ χαρά πλημμύρισε τήν ὕπαρξή
τους. «Δέν πειράζει, ἀδελφέ», εἶπε ὁ Ἰάκωβος. «Πρέπει ἴσως κι ἐγώ νά εἶμαι
περισσότερο προσεκτικός καί νά μή δίνω λαβές γιά ὑποψίες. Συγχώρα με κι ἐμένα!»
(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 161)