Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ


Βρισκόμαστε για μία ακόμη φορά σ’ αυτόν τον ευλογημένο χώρο*, όπου οι προκλήσεις για πνευματική ανύψωση, για ώθηση δηλαδή για σχέση με τον Χριστό, είναι διαρκείς και πολλαπλές. Δεν θα αφίστατο κανείς από την πραγματικότητα αν έλεγε ότι ο χώρος αυτός, μέσα στο κέντρο της πολύβουης Αθήνας, μαζί βεβαίως και με άλλους αντίστοιχους  ναών και πνευματικών αιθουσών, λειτουργεί ως μία πνευματική όαση, ως μία «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», που θα πει ότι έλκει και μαγνητίζει κάθε καλοπροαίρετη καρδιά που αναζητεί Κύριο τον Θεό της. Νομίζω ότι αγαλλιά  πολύ και η ψυχή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος βλέπει ότι μέσα στους αιώνες το έργο του του κηρύγματος της μετανοίας συνεχίζεται, ακόμη και μετά τον ερχομό του Χριστού. Κι ίσως στο μετά Χριστόν χρειάζεται δυνατότερη φωνή για μετάνοια, γιατί ακριβώς έχει έλθει ο Λυτρωτής και ο Σωτήρας, συνεπώς δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο δικαιολογίας στους ανθρώπους.  Και τι λέμε για τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο; Ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός μας, η ίδια η Παναγία μας, όλοι τελικώς οι άγιοι και οι άγγελοι, χαίρουν και αγάλλονται, επειδή ακριβώς συνεχίζονται οι προσπάθειες της ορθοτομήσεως της αληθείας από πολλές πλευρές, του κηρύγματος της μετανοίας δηλαδή, μέσα εννοείται στο πλαίσιο της Εκκλησίας μας, αφού έξω από το ζωντανό σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, «ελεύθερος χριστιανισμός» δεν φαίνεται να υπάρχει, ή κι αν υπάρχει, δεν μπορεί να φανερώνει τον αληθινό Χριστό στις πραγματικές και ολόκληρες διαστάσεις Του. Και παραποιημένος, ξέρουμε, Χριστός προσφέρει παραποιημένη και σωτηρία, δηλαδή καμία σωτηρία.
Σήμερα έχουμε την εξαιρετική ευκαιρία, με την ευκαιρία της μνήμης του οσίου και θεοφόρου Πατρός Αντωνίου του μεγάλου και καθηγητού της ερήμου, να μιλήσουμε ακριβώς γι’ αυτόν, τον Αντώνιο, πού όλοι οι αιώνες έκλιναν γόνυ ευλαβικό ενώπιόν του, κι όχι μόνο στο πρόσωπο των ορθοδόξων χριστιανών, αλλά και στο πρόσωπο απάντων των ετεροδόξων, οι οποίοι και αυτοί βλέπουν και αισθάνονται τη μεγάλη χάρη που έχει εκ Θεού ο τρισμέγιστος αυτός άγιος.
Πώς θα κινηθούμε απόψε; Θα πούμε καταρχάς ορισμένα σύντομα βιογραφικά για τον όσιο, βασισμένα στο συναξάρι του Μηναίου της Εκκλησίας μας. Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια μία πνευματική ακτινογραφία της ψυχής του, όπως μας καθοδηγεί η ίδια η Εκκλησία μας διά στόματος του αγίου υμνογράφου της ακολουθίας του, με τονισμό ορισμένων σημείων ύμνων του. Κι έπειτα, θα αφεθούμε στην καθοδήγηση του ίδιου του αγίου, ο οποίος, μέσα από τις καταγραφές του βιογράφου και υποτακτικού του για ένα διάστημα οικουμενικού Πατέρα και Διδασκάλου αγίου Αθανασίου του μεγάλου, θα μας πει ορισμένα μυστικά της πνευματικής πορείας για να βαδίζουμε κι εμείς με σχετική αναμαρτησία.  Πολλές υποσχέσεις που στο τέλος θα δούμε αν πράγματι βρήκαν την εκπλήρωσή τους. 
«Ο Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην κωμόπολη Κομά της Αιγύπτου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, πλούσιοι και αριστοκράτες που του μετάγγισαν την πίστη τους στον Χριστό. Σε νεαρή ηλικία τους έχασε κι έμεινε μόνος με τη μικρή αδελφή του. Είκοσι ετών περίπου νιώθει την κλήση του Θεού να αποσυρθεί από τα κοσμικά και να αφιερωθεί πλήρως στον Θεό. Εμπιστεύεται την αδελφή του σε παρθενώνα (ένα είδος γυναικείου μοναστηριού) της περιοχής του, μοιράζει στους φτωχούς όλη την περιουσία που είχε από τους γονείς του και αποσύρεται πρώτα κοντά στο χωριό του κι ύστερα σε πιο απομακρυσμένες κι ερημικές περιοχές. Η δίψα του κι ο πόθος του για τον Θεό και την αρετή ήταν πολύ μεγάλοι. Όπου άκουγε ότι υπάρχει κάποιος ενάρετος ασκητής πήγαινε και τον επισκεπτόταν για να τον μιμηθεί στον καλό τρόπο της ζωής του. Σιγά σιγά έτσι απέκτησε σχεδόν όλες τις αρετές, χαρακτηριζόμενος από όλους θεοφιλής. Ο Θεός επέτρεψε, για να του αυξήσει τις δωρεές και τα χαρίσματα, να μπει και στη σκληρή δοκιμασία των δαιμονικών πειρασμών. Μέσα από το καμίνι αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, αναδείχτηκε ως «χρυσός εν χωνευτηρίω». Προχώρησε πολύ στην αγιότητα, απέκτησε τα μεγάλα χαρίσματα της διόρασης και της προόρασης, καθώς και της διάκρισης των πνευμάτων. Η φήμη του από τα θαύματα και τα χαρίσματά του άρχισε να απλώνεται παντού. Έγινε πρότυπο στους πάντες, κοσμικούς και μοναχούς. Η ταπείνωσή του όμως τον κρατούσε προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Αποσύρθηκε σε ακόμη ερημικότερες περιοχές, μα ο πιστός λαός τον αναζητούσε οπουδήποτε. Τέλος σε βαθύτατο γήρας, το 356 μ.Χ., σε ηλικία 105 ετών, αφού έδωσε τις τελευταίες συμβουλές στους συνασκητές του και με την εντολή να τον θάψουν σε μέρος που δεν θα το γνωρίζει κανείς, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, μέσα σε άφατη χαρά και ιλαρότητα».
 
Ο Μέγας Αθανάσιος, ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας που συνέγραψε τον βίο του αγίου Αντωνίου – στην πραγματικότητα μία εκτεταμένη επιστολή – λέει καταρχάς ότι είναι «μεγάλο κέρδος γι’ αυτόν και να θυμάται μόνον τον Αντώνιο». Ο ιερός Αυγουστίνος, ο μεγάλος κι αυτός άγιος της Εκκλησίας, πήρε την οριστική απόφαση να μεταστραφεί στη χριστιανική πίστη και να βαπτιστεί, με την καθοδήγηση βεβαίως του επισκόπου Μεδιολάνων αγίου Αμβροσίου, όταν μελέτησε τον βίο του αγίου Αντωνίου. Ο σπουδαίος ασκητής του Γεροντικού, ο οποίος ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει όλους τους μεγάλους αγίους της εποχής του, είδε να εκπληρώνεται το αίτημά του, πλην του Αντωνίου. Και στο ερώτημά του στον Κύριο γιατί συνέβη αυτό, έλαβε την πληροφορία ότι «ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά μου και δεν μπορείς να τον δεις». Όταν μιλάμε για τον άγιο Αντώνιο λοιπόν δεν μιλάμε για απλό άγιο της Εκκλησίας. Το πνευματικό ύψος του είναι τρισμέγιστο, φθάνει μέχρι και σ’ αυτά τα «κράσπεδα» της Τριαδικής Θεότητος.
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας, (στην υμνολογία μπορούμε να έχουμε τη σωστή θέαση ενός αγίου, γιατί ο υμνογράφος ή οι υμνογράφοι με έμπνευση και φωτισμό Θεού, αλλά και με γνώση των δεδομένων της ζωής των αγίων, δίνουν και τη γήινη πορεία τους, αλλά και το βάθος της ζωής τους: την κατά Χριστόν πολιτεία τους – γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο το πόσο όλοι οι άγιοι τονίζουν την ανάγκη της εμβαπτίσεώς μας στα εκκλησιαστικά γράμματα, όπως ο όσιος Γέροντας Πορφύριος για παράδειγμα), τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ηλία και τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ό,τι ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος είδε σαν τρόπο ζωής στον προηγηθέντα από αυτόν όσιο Παύλο τον Θηβαίο («του Παύλου συμμέτοχος του Θηβαίου»),  το ίδιο αγωνίστηκε και αυτός να πράξει. Νέος προφήτης Ηλίας και νέος Ιωάννης Πρόδρομος ο όσιος Παύλος, παρομοίως και ο άγιος Αντώνιος. Κατά πώς το λέει και το απολυτίκιό του: «Τον ζηλωτήν Ηλίαν τοις τρόποις μιμούμενος, τω Βαπτιστή ευθείαις ταις τρίβοις επόμενος, Πάτερ Αντώνιε» (μιμήθηκες στον τρόπο της ζωής τον ζηλωτή Ηλία κι ακολούθησες τους ίσιους δρόμους του Βαπτιστή, πάτερ Αντώνιε). Κι ακόμη: τον παραλληλίζει και με τον Μωυσή, ονομάζοντάς τον «νέον Μωυσή», διότι «στην έρημο έστησε το τρόπαιο κατά των εχθρών και των αντιπάλων, ως αρχηγός του λαού» («Νέος Μωυσής γενόμενος, εν ερήμω το τρόπαιον κατά των εχθρών και πολεμίων έστησας, λαού προηγούμενος»). Δεν παραξενεύουν λοιπόν οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδει η Εκκλησία μας διά των ύμνων της: «Πατήρ Πατέρων», «φωστήρ φωστήρων», «οικουμένης το κλέος», «ο επί γης άγγελος και εν ουρανοίς άνθρωπος Θεού».
Ακριβώς γι’ αυτό, δεν μας παραξενεύει το γεγονός ότι λειτουργούσε ως «μαγνήτης» κυριολεκτικά των ανθρώπων, είτε των απλών αλλ’ είτε και των αξιωματούχων, ακόμη δε και αυτών των αυτοκρατόρων. Είναι γνωστό π.χ. ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε επισημάνει το πνευματικό μέγεθος του οσίου μεγάλου Αντωνίου, του ζητούσε καθοδήγηση σε διάφορα θέματα, όπως και τον είχε παρακαλέσει να έλθει στην πρωτεύουσα για να τον δει από κοντά. Και ξέρουμε βεβαίως ότι προβληματίστηκε ο όσιος, γιατί αφενός δεν ήθελε να φύγει από την ερημία του, αφετέρου όμως διέβλεπε το καλό που θα μπορούσε να προκύψει για τους χριστιανούς από μία ενδεχόμενη παρουσία του στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Τελικώς, την απάντηση στον προβληματισμό του την πήρε από τον υποτακτικό του, όσιο Παύλο τον απλό. Όταν κατέφυγε δηλαδή ο μέγας όσιος στον Παύλο για να τον ρωτήσει τι να κάνει, εκείνος του είπε: «Αν πας θα είσαι Αντώνιος· αν δεν πας θα είσαι αββάς Αντώνιος». Δηλαδή το να παραμείνει στην ταπείνωση της αφάνειας και στην αποφυγή της πρόκλησης της όποιας κενοδοξίας θα απέφερε ίσως η τιμή του αυτοκράτορα, ήταν και το όντως πνευματικό. Γι’ αυτό και ο όσιος έκανε υπακοή και δεν ανταποκρίθηκε στην κλήση του αυτοκράτορα.
Όπως και δεν μας παραξενεύει επίσης το γεγονός ότι ακόμη και οι εχθροί της πίστεως μπροστά του στέκονταν με σεβασμό, σαν να αναγνώριζαν το άλλο επίπεδο από πλευράς πνευματικής στο οποίο βρισκόταν. Εννοούμε το πώς στέκονταν και οι ίδιοι οι κριτές των υποψηφίων μαρτύρων απέναντί του, όταν οι μάρτυρες κρίνονταν για τη χριστιανικότητά τους και την επιμονή στην αλήθεια της πίστης τους στον Χριστό. Ο όσιος Αντώνιος, με παραθεώρηση του όποιου κινδύνου για τη ζωή του, πήγαινε στα δικαστήρια, εκεί στην Αλεξάνδρεια σε περίοδο διωγμών, ώστε με την παρουσία του να τονώνει και να ενισχύει τους υποψηφίους μάρτυρες. Και πράγματι, οι δικαστές τον έβλεπαν με ένα είδος σεβασμού, χωρίς να του πουν ή να του κάνουν τίποτε. Θυμίζει αυτό που γράφει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος για τον ίδιο τον Κύριο, όταν βρέθηκε να κρίνεται από τον Πόντιο Πιλάτο. Η ίδια η ύπαρξη του Κυρίου, όπως και η σεμνή σιωπή Του, ανάγκασαν τον περίεργο αυτόν άνθρωπο της ιστορίας, να κρατήσει στάση σεβασμού απέναντι στον χωρίς να το γνωρίζει Δημιουργό του.
Ο άγιος υμνογράφος κάνοντας, με τα δεδομένα της ζωής του οσίου και με φωτισμό Θεού όπως είπαμε, μία πνευματική «ακτινογραφία» του Αντωνίου, επικεντρώνει στην καρδιά του: ήταν ένα πυρακτωμένο καμίνι αγάπης και έρωτα που η φλόγα του ανέβαινε διαρκώς στο ακρότατο των επιθυμητών, στην πιο υψηλή κορυφή της αγάπης, τον ίδιο τον Θεό. «Σε ο ένθεος έρως ανέφλεξε και την ψυχήν ανεπτέρωσε αυτό ποθήσαι, το της αγάπης όντως ακρότατον» (ο θείος έρωτας σου έβαλε φωτιά και έδωσε φτερά στην ψυχή σου να ποθήσεις το πράγματι ακρότατο όριο της αγάπης, τον Θεό δηλαδή). Αυτός ο έρωτάς του ήταν η κινητήρια δύναμη για να απαγκιστρωθεί από όλες τις γοητείες του παρόντος κόσμου του απατεώνος, και στη συνέχεια με την πολλή άσκησή του και την ησυχία να αυξηθεί  σ’ αυτήν την  αγάπη του Θεού, να ενωθεί πλήρως με Αυτόν και να γεμίσει από όλα τα καλά που ο Θεός ξέρει να δίνει: όχι κάτι από Αυτόν, αλλά ολόκληρο τον Εαυτό Του. «Τότε κατεφρόνησας σαρκός και αίματος και έξω κόσμου γεγένησαι, πολλή ασκήσει και ησυχία τούτω ενούμενος∙ όθεν επλήσθης, ως εζήτησας, των εκείθεν καλών και ανέλαμψας, ως αστήρ, καταυγάζων τας ψυχάς ημών, Αντώνιε» (Τότε λοιπόν, με τον θείο έρωτά σου, έκανες πέρα οποιαδήποτε  σχέση με άνθρωπο και ήλθες στην έρημο, αγωνιζόμενος να ενωθείς με Αυτόν με την πολλή άσκηση και την ησυχία. Γι’ αυτό και γέμισες, όπως ζήτησες, από τα καλά του Θεού και έλαμψες σαν ήλιος, φωτίζοντας τις ψυχές μας, Αντώνιε).
Οι επισημάνσεις του υμνογράφου για τον όσιο είναι πολύ σοβαρές. Μας αποκαλύπτουν πρώτον ότι δεν μπορεί κανείς να απεγκλωβιστεί από την έλξη και τη γοητεία που ασκεί στην ψυχή μας ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος, παρά μόνον αν στραφεί με αγάπη και έρωτα προς τον Θεό. Με άλλα λόγια, πρέπει μία μεγαλύτερη έλξη και γοητεία, μία μεγαλύτερη δύναμη να υπάρξει, προκειμένου να φύγει κανείς από ό,τι εμπαθές τον δένει με τον κόσμο και τα πάθη του κόσμου τούτου. Όπως συμβαίνει με ένα στρείδι που είναι κολλημένο σ’ έναν βράχο: για να το ξεκολλήσει κανείς πρέπει να ασκήσει μία μεγαλύτερη της προσκόλλησής του στον βράχο δύναμη, κατά τον ίδιο τρόπο και στα πνευματικά: μόνον η αγάπη προς τον Θεό αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη από οτιδήποτε άλλο προκειμένου να ξεκολλήσουμε από τα πάθη μας. (Κι έχουμε τη δύναμη της αγάπης αυτής, γιατί είμαστε βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου, που σημαίνει ότι γίναμε μέλη Του και συνεπώς Εκείνου η δύναμη ενεργεί μέσω ημών, εφόσον βεβαίως Τού αφήνουμε χώρο να δράσει).
Δεύτερον, το «έξω κόσμου γεγένησαι» που λέει ο υμνογράφος, ασφαλώς και αναφέρεται στην έξοδο του αγίου Αντωνίου από τον κόσμο από πλευράς τοπικής, αλλά πρωτίστως αναφέρεται στην έξοδο από πλευράς πνευματικής. Δεν είναι δηλαδή η τοπική αναχώρηση αυτό που αυξάνει την αγάπη προς τον Θεό, αλλά η αναχώρηση από τα πάθη μας, από ό,τι συνιστά κόσμο αμαρτίας και αμαρτωλό φρόνημα μέσα μας. (Θυμόμαστε εδώ τον όσιο Γέροντα Πορφύριο, ο οποίος ευρισκόμενος μέσα στην Ομόνοια ζούσε την ερημική ζωή των ασκητών, εν αντιθέσει προς κάποιους ίσως ερημίτες, οι οποίοι αν και έξω κόσμου ζουν σαν στο κέντρο της Ομόνοιας, γιατί ακριβώς «κρατούν» και σέρνουν τον κόσμο μέσα τους). Θυμίζει ακόμα η περίπτωση αυτό που επισημαίνει ο άγιος μέγας Βασίλειος, ο οποίος σε έργο του για τον Άγιον Πνεύμα λέει ότι βρίσκει κανείς τον Θεό, ανάλογα με το πού βρίσκεται ο νους του. Αν ο νους διαχέεται στα εξωτερικά και αισθητά πράγματα, τότε τον Θεό δεν πρόκειται να Τον βρει. Ενώ αν ο νους σταματήσει να περιφέρεται τήδε κακείσε, επιστρέφει στον εαυτό του, δηλαδή μέσα στο κέντρο του: την καρδιά του, οπότε με τον τρόπο αυτόν διαβαίνει στην αληθινή σχέση με τον Θεό. Από την άποψη αυτή, περιορίζεσαι για να αναπτυχθείς και να ανοιχτείς· κατεβαίνεις στην καρδιά σου για να ανέλθεις στον Θεό. Όπως το διατυπώνει πολύ ωραία και ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος: μία είναι η σκάλα, λέει, που οδηγεί στην καρδιά και στον Θεό.
Η από πλευράς και τοπικής όμως έξοδος από τον κόσμο του οσίου Αντωνίου πρέπει λίγο να μας παραδειγματίσει. Βεβαίως η προτεραιότητα είναι η εσωτερική έξοδος από τα πάθη μας, αλλά χρειάζεται και λίγο, ακόμη και για εμάς που βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο, η ησυχία. Θέλουμε να πούμε ότι θα ήταν πολύ καλό για την πνευματική μας ζωή κάποια λεπτά της ημέρας να κλεινόμαστε μέσα στο ταμείο μας, της ψυχής και του δωματίου μας, ώστε εκεί να σταθούμε ενώπιοι ενωπίω του Θεού μας, να προσευχηθούμε με μεγαλύτερη επίγνωση, να μελετήσουμε μερικές σειρές από την Αγία Γραφή ή από κάποιο πνευματικό βιβλίο. Όταν και ο ίδιος ο Κύριος αποσυρόταν κάποιες φορές σε ερημική περιοχή προκειμένου να προσευχηθεί, ας φανταστούμε πόσο πολλαπλάσια ανάγκη έχουμε εμείς, οι οποίοι είμαστε μπλεγμένοι με τα πράγματα του κόσμου και ο νους μας τις περισσότερες φορές διαχέεται σε οτιδήποτε πέρα από την εντός ημών βασιλεία του Θεού.
Επανερχόμαστε: ο άγιος υμνογράφος με τα παραπάνω λεγόμενά του για τον μέγα Αντώνιο δίνει απάντηση και σε ένα ερώτημα που μπορεί να δημιουργηθεί και σε εμάς σήμερα: τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να δώσει τόση χάρη στον Αντώνιο; Διότι λέει ότι γέμισε ο Αντώνιος με όλα τα καλά του Θεού και αναδείχτηκε σε πνευματικό ήλιο που λάμπει σε όλη την οικουμένη. Κάνει διακρίσεις ο Θεός; Αγάπησε περισσότερο εκείνον από ό,τι εμάς ή άλλους άλλων εποχών; Η απάντηση ασφαλώς είναι αρνητική. Ο Θεός αγαπά τους πάντες εξίσου. «Ουκ έστιν προσωπολήπτης ο Θεός». Ό,τι αγάπη είχε στον Αντώνιο έχει και σε εμάς και σε όλους τους ανθρώπους. Ποιο τότε το «μυστικό» του Αντωνίου; «Ως εζήτησας» σημειώνει ο υμνογράφος. Η απάντηση βρίσκεται στη μικρή αυτή φράση. Ο άγιος Αντώνιος πυρακτώθηκε από την χάρη του Θεού, έγινε όλος φωτιά, διότι και ο ίδιος αναζητούσε τον Θεό. Κι εκεί υπάρχει το έλλειμμα το δικό μας. Ε μ ε ί ς  δεν αναζητούμε τον Θεό ή αν Τον αναζητούμε, Τον αναζητούμε με πολύ αναιμικό τρόπο. Ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο κατά την αναλογία και της δικής του επιθυμίας. Μεγάλη αναζήτηση; Μεγάλη και η προσφορά. Μικρή αναζήτηση; Μικρή και η προσφορά. Με άλλα λόγια και εμείς θα μπορούσαμε να αναδειχτούμε άγιοι της περιωπής του αγίου Αντωνίου. Δεν καταθέτουμε όμως την καρδιά και τη διάθεσή μας στον Θεό με απόλυτο τρόπο, χωρίς προαπαιτούμενα, σαν τον άγιο Αντώνιο. Την ευθύνη της μικρής ή και της μηδαμινής χάρης του Θεού μέσα μας πρέπει να την αναζητήσουμε στον ίδιο μας τον εαυτό.
Κι ερχόμαστε στη συνέχεια να δούμε ορισμένα πράγματα που λέει ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος, προκειμένου και εμείς όντως, εφόσον τα ενστερνισθούμε, να περπατήσουμε κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνον, δηλαδή να ζήσουμε ενωμένοι με τον Χριστό, συνεπώς να γεμίσουμε – γιατί όχι; - με τη χάρη τη μεγάλη του Αντωνίου. Πρόκειται για τρία σημεία, τα οποία θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν προτάσεις αναμαρτησίας για τον κάθε χριστιανό όποιας εποχής, που επειδή τα έζησε ο άγιος Αντώνιος ξέρουμε ότι μπορούν να εφαρμοστούν και από εμάς.
(Αποσπάσματα πάνω στο θέμα αυτό παίρνουμε από το έργο του Μ. Αθανασίου: Βίος του οσίου πατρός ημών Αντωνίου του μεγάλου (έκδ. ΤΗΝΟΣ).
       1. Χρειάζεται όμως στην αρχή να κάνουμε μία εισαγωγική παρατήρηση, σχετικά με την «αναμαρτησία» τη δική μας: αυτήν που προτείνει ο όσιος,  και την αναμαρτησία του ίδιου του Κυρίου. Δεν εννοούμε ασφαλώς ότι πράγματι ο χριστιανός μπορεί να φτάσει σε σημείο που δεν θα αμαρτάνει καθόλου. Ενώ δηλαδή κλήθηκε ο πιστός για κάτι τέτοιο – «όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό παύει ν’ αμαρτάνει. Όποιος αμαρτάνει αυτός ούτε είδε ούτε γνώρισε ποτέ τον Χριστό… Όποιος έχει γεννηθεί από τον Θεό και είναι παιδί Του παύει ν’ αμαρτάνει, γιατί η δύναμη της ζωής του Θεού που τον γέννησε, μένει μέσα του. Αφού ο Θεός τον γέννησε, δεν μπορεί να συνεχίσει να αμαρτάνει» (Α΄ Ιωάν. 3, 6.9) – η αμεσότητα της ζωής τον κάνει να διαπιστώνει την πικρή πραγματικότητα: έστω και μία ώρα να είναι η ζωή του στον κόσμο θα αμαρτήσει. Και τούτο γιατί η απόλυτη αναμαρτησία ανήκει μόνο στον Ιησού Χριστό. Εκείνος ως Θεός και άνθρωπος όχι μόνο δεν αμάρτησε, όσο ήταν στη ζωή αυτή, αλλ’ ούτε καν μπορούσε ν’ αμαρτήσει. Εμείς οι άνθρωποι όμως, έστω και ενισχυόμενοι από τη χάρη του Θεού, μπορούμε να φτάσουμε μόνο σε σχετική αναμαρτησία, που θα πει ότι η αμαρτία είναι μία πραγματικότητα σύμφυτη – μετά την πτώση – με το είναι του ανθρώπου. «Αν ισχυριστούμε πως είμαστε αναμάρτητοι, εξαπατούμε τον εαυτό μας και δεν λέμε την αλήθεια» (Α΄ Ιωάν. 1,8). Άλλωστε η αμαρτία δεν βιώνεται το ίδιο από όλους. Αλλιώς τη βιώνει ο αρχάριος στην πίστη κι αλλιώς ο προχωρημένος. Το βάθος της αμαρτίας βαίνει συνήθως παράλληλα προς το βάθος της σχέσεώς μας με τον Θεό.

Γι’ αυτό ακριβώς και η Εκκλησία μας δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε αμαρτωλούς και αναμαρτήτους: όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Η μόνη διάκριση στην οποία προβαίνει είναι σε μετανοημένους και σε αμετανοήτους αμαρτωλούς. Κατά συνέπεια, οι προτάσεις-μέθοδοι αναμαρτησίας του αγίου Αντωνίου κατανοούνται ως τρόποι για να αμαρτάνουμε λιγότερο. Να φτάνουμε στη σχετική και κατ’ άνθρωπο αναμαρτησία. «Είναι αλήθεια πως η συνείδησή μου δεν με ελέγχει για τίποτα – ομολογεί ο απόστολος Παύλος – αλλά αυτό δεν αποδεικνύει πως είμαι πραγματικά αθώος. Αυτός που μπορεί να με κρίνει είναι μόνο ο Κύριος» (Α΄ Κορ. 4,4).

2. Πολλές λοιπόν μεθόδους προτείνει ο άγιος Αντώνιος για να μην αμαρτάνουμε. Κι είναι μέθοδοι που προτείνουν σχεδόν όλοι οι άγιοί μας. Από τις πολλές αυτές θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας σε τρεις όπως είπαμε, που πιστεύουμε ότι μπορούν να βοηθήσουν τον κάθε πιστό στον δρόμο της πνευματικής του προκοπής.
α. Η κάθε ημέρα: αρχή της ασκήσεως.
-      «Πραγματικά (ο Αντώνιος) δεν θυμόταν ποτέ το παρελθόν, αλλά την κάθε ημέρα την είχε σαν αρχή της ασκήσεώς του… Φαινόταν πως, όταν έλεγε «σήμερον», δεν υπελόγιζε το παρελθόν, αλλά κάθε ημέρα φρόντιζε σαν να έκανε αρχή να παρουσιάζει τον εαυτό του στα μάτια του Θεού όπως πρέπει, δηλαδή καθαρό στην καρδιά και έτοιμο να υπακούει στο δικό Του θέλημα» (σελ. 29-30).

Ο Αντώνιος ήταν απόλυτα προσγειωμένος στην πραγματικότητα. Ήξερε ότι ο μόνος χρόνος που «έχει» στα χέρια του είναι μόνο το παρόν, το σήμερα. Το χθες έχει πια παρέλθει. Είτε καλό είτε κακό γι’ αυτόν, έχει πια φύγει. Το μέλλον είναι άδηλο και άγνωστο. Το γνωρίζει αποκλειστικά ο Θεός. Έτσι το πεδίο που είχε ν’ αγωνισθεί ήταν το βάθος της μίας ημέρας, της κάθε ημέρας, της «σήμερον». «Των όπισθεν επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» κατά τη φράση του αποστόλου Παύλου (Φιλ. 3, 13-14).
«Για την αποφυγή της αμελείας είναι καλό να μελετάμε το ρητό του αποστόλου, το «καθ’ ημέραν αποθνήσκω». Διότι αν κι εμείς ζούμε έτσι, σαν πεθαμένοι κάθε ημέρα, δεν θα αμαρτάνουμε. Ακόμα ας συλλογιζόμαστε, ότι δεν θα μείνουμε ζωντανοί ως το βράδυ. Και πάλι, όταν πρόκειται να κοιμηθούμε, ας σκεφτώμαστε ότι δεν θα σηκωθούμε, διότι ο χρόνος της ζωής μας είναι φύσει άγνωστος και ρυθμίζεται κάθε ημέρα από τη Θεία Πρόνοια. Αν ζούμε έτσι την κάθε μας ημέρα και αν συμπεριφερώμαστε ανάλογα, ούτε θ’ αμαρτήσουμε ούτε θα επιθυμήσουμε υλικό πράγμα ούτε θα οργισθούμε με κανένα ούτε θα θησαυρίζουμε πάνω στη γη. Αλλά με την καθημερινή προσδοκία του θανάτου θα είμαστε ακτήμονες, θα συγχωρήσουμε τους πάντες για όλα» (σελ. 46-47).
Η προοπτική της κάθε ημέρας ως της μοναδικής της ζωής του ήταν σε συμφωνία με τα λόγια του Κυρίου: «μη μεριμνήσητε εις την αύριον. Η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής. Αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής» (Ματθ. 6, 34). Κι επίσης εναρμονίζεται με την προσευχή της Εκκλησίας μας, η οποία  συνεχώς εύχεται να μας αξιώνει ο Θεός να παραμένουμε αναμάρτητοι μόνο «διά την ημέραν ταύτην», «διά την εσπέραν ταύτην», «διά την νύκτα ταύτην». Κι ακριβώς η αναμαρτησία που εύχεται η Εκκλησία ήταν και το περιεχόμενο της πνευματικής ασκήσεως του αγίου για την κάθε ημέρα του. «Άγιος μόνο για σήμερα» -«σαν να κάνετε αρχή κάθε ημέρα», ήταν το σύνθημα, θα λέγαμε, του μεγάλου οσίου. «Κάθε ημέρα φρόντιζε σαν να έκανε αρχή να παρουσιάζη τον εαυτό του στα μάτια του Θεού, όπως πρέπει, δηλαδή καθαρό στην καρδιά και έτοιμο να υπακούη στο δικό Του θέλημα».
Είναι ευνόητο έτσι ότι μία τέτοια προοπτική δεν αφήνει κανένα περιθώριο ανάπτυξης ούτε εγωισμού και υπερηφάνειας από τυχόν σώφρονα και καλή ζωή ούτε όμως μελαγχολίας και απόγνωσης από τυχόν παραστρατήματα. Το παρελθόν, είπαμε, έχει πια φύγει. Από την άλλη οποιοδήποτε άγχος και οποιαδήποτε καλλιέργεια φαντασίας και ονειροπολήματος αφανίζεται. Η μνήμη του ενδεχομένου θανάτου στο τέλος της ημέρας λειτουργεί ως ανάχωμα για παρόμοιες εκτροπές.

β. Η καλλιέργεια των καλών λογισμών.
-      «Ας μην απατώμεθα…ούτε να φαινώμεθα δειλοί, ούτε να δημιουργούμε φόβους… Ας μη φέρνουμε καθόλου τέτοιες σκέψεις στο νου μας, ούτε να μας πιάνη η λύπη σαν να είμαστε πια χαμένοι. Απεναντίας να νιώθουμε θαρραλέοι και πάντοτε χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθή» (σελ. 81).

Πέρα από την πρώτη, η πιο κύρια μέθοδος αναμαρτησίας του οσίου ήταν η καλλιέργεια καλών λογισμών. Από το τι λογισμούς καλλιεργεί κανείς στην καρδιά και τον νου του εξαρτάται η ποιότητα του εσωτερικού του κόσμου. Ο Αντώνιος ευρισκόμενος μέσα στην Παράδοση της Εκκλησίας πίστευε ότι οι καλοί λογισμοί και η εξάσκηση των αρετών είναι τα μόνα σύμφωνα προς τη φύση του ανθρώπου. Διότι ο Θεός μάς δημιούργησε για να ζήσουμε μαζί Του, τηρώντας το θέλημά Του και καλλιεργώντας τις αρετές. Οι φαύλοι λογισμοί και οι πονηρές σκέψεις αποτελούν εκτροπή από την ορθή πορεία.
«Η αρετή είναι φυσική κατάσταση… Το να είναι η ανθρώπινη ψυχή ευθεία, αυτό αποτελεί τη φυσική της νοερά κατάσταση, όπως δηλαδή δημιουργήθηκε. Όταν όμως πάλι παρεκκλίνει και διαστραφεί «το κατά φύσιν», τότε αυτή η κατάσταση ονομάζεται κακία της ψυχής. Διότι αν μείνουμε όπως πλασθήκαμε, είμαστε μέσα στην περιοχή της αρετής. Όταν όμως σκεπτόμαστε τα φαύλα πράγματα, σαν κακοί αξίζει να κριθούμε… Εφ’ όσον είναι στα χέρια μας, ας φυλαχθούμε από τους βρωμερούς λογισμούς και ας φυλάξουμε την ψυχή μας για τον Κύριο» (σελ. 48-49).
Ιδιαιτέρως είναι σημαντική η επισήμανση του οσίου, όταν αντιμετωπίζει κανείς αυξημένες δυσκολίες στον πνευματικό αγώνα: «να νιώθουμε θαρραλέοι και χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθή». Όχι μόνο δηλαδή απαιτείται να καλλιεργεί κανείς καλούς λογισμούς, μα εξαιρέτως στις δυσκολίες θα πρέπει να παραστήσει με εικονιστική δύναμη ενώπιόν του τη διέξοδο, την υπέρβαση και τη λύση των δυσκολιών. Με άλλα λόγια μία δυσκολία και ένα πρόβλημα θα ξεπεραστούν στον βαθμό που απεγκλωβίσει κανείς τον νου και τη διάνοιά του από το πρόβλημα και τα προσανατολίσει στη λύση και τη νίκη. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη φράση της Γραφής (Ρωμ. 12, 21).
Η διδασκαλία αυτή του αγίου Αντωνίου περί της καλλιεργείας των καλών λογισμών δεν είχε χαρακτήρα θεωρητικό. Δεν ήταν μία γνώση που απέκτησε ο άγιος μελετώντας βιβλία ή ακούγοντας διαφόρους σοφούς. Ήταν έκφραση της δικής του εμπειρίας που τον οδήγησε στα ύψη της αγιότητας. Για πολλά χρόνια πήγαινε και παρακολουθούσε από κοντά φημισμένους ασκητές και πατέρες. Κι η προσοχή κι η σκέψη του ήταν συγκεντρωμένη στα καλά στοιχεία της ζωής τους. Δεν έψαχνε τα τυχόν ψεγάδια των ασκητών που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Τον ενδιέφερε η αρετή που καλλιεργούσαν και αυτήν σημείωνε για δικό του παραδειγματισμό.
«Υποτασσόταν πραγματικά σε φημισμένους πατέρες. Πήγαινε να τους συναντήσει κι εφάρμοζε στον εαυτό του του καθενός το προτέρημα της αρετής και της ασκήσεως. Έβλεπε στον ένα τον ευχάριστο χαρακτήρα, στον άλλον την προθυμία στην προσευχή, του ενός μελετούσε την πραότητα, του άλλου τα φιλάνθρωπα  αισθήματα. Αυτόν πρόσεχε που έμενε άγρυπνος ή τον πλαϊνό του που ήταν δοσμένος στην σπουδή των ιερών γραμμάτων. Τον ένα εθαύμαζε για την υπομονή του και τον άλλον για τις νηστείες και την χαμαικοιτία. Του ενός παρατηρούσε την ημερότητα και του άλλου την μακροθυμία. Όλων όμως μαζί σημείωνε τον έρωτά τους για τον Χριστό και την μεταξύ τους αγάπη» (σελ. 21-22).
Ο έρωτας για τον Χριστό που έβλεπε στους πατέρες πυράκτωσε και τη δική του καθαρή ψυχή. Ό,τι σκεφτόταν, ό,τι έλεγε και έκανε πήγαζε από την αγάπη του αυτή. Το είχε άλλωστε επισημάνει και στον απόστολο Παύλο. Εκείνος δεν έγραφε προς τους Ρωμαίους ότι τίποτε δεν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;… Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης Αυτού» (πρβλ. Ρωμ. 8, 39). Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αντώνιος είχε διαρκώς τα βλέμματα και τους λογισμούς του στην αγάπη Εκείνου. «Δεν με τρομάζουν τα τραύματα που μου κάνατε (οι δαίμονες). Και αν με γεμίσετε με περισσότερα, «τίποτε δεν θα με χωρίσει από της αγάπης του Χριστού» (σελ. 31-32). Δεν υπήρχε λοιπόν πιο φυσιολογικό πράγμα γι’ αυτόν να καταλήγει πάντα οποιοδήποτε λόγο του με τον ίδιο επίλογο: «Τίποτα να μην προτιμάτε στον κόσμο από την αγάπη προς τον Χριστό» (σελ. 140). Κι η προτροπή του πάντα ήταν η ίδια:  «Χριστόν πάντοτε αναπνέετε» (σελ. 145).

γ. Καταγραφή και ανακοίνωση πονηρών λογισμών.
-      «Ο καθένας μας ας σημειώνη και ας γράφη τις πράξεις και τις διαθέσεις της ψυχής του, σαν να πρόκειται να τις γνωστοποιήση ο ένας στον άλλον. Και πιστέψτε ότι, επειδή θα ντρεπώμαστε να μαθευτούν, θα πάψουμε τις αμαρτίες και δεν θα θυμώμαστε κανένα κακό. Διότι, ποιος θέλει να φαίνεται κάνοντας την αμαρτία; Ή, ποιος, αφού αμαρτήση, δεν ψεύδεται όσο μπορεί πιο πολύ θέλοντας να κρυφθή; Καθώς λοιπόν δεν θα πορνεύαμε βλέποντας ο ένας τον άλλον, έτσι αν γράφουμε τους λογισμούς μας σαν να τους λέμε μεταξύ μας, θα φυλαχθούμε καλύτερα από αυτούς, διότι θα ντρεπώμαστε να μαθευτούν. Ας είναι τα γραφτά μας στη θέσι των ματιών των συνασκητών μας. Κι αυτό, για να κοκκινίζουμε από ντροπή να γράφουμε, σαν να τα έβλεπαν οι άλλοι κι έτσι να μη σκεφτώμαστε καθόλου τα αισχρά πράγματα. Με τη μέθοδο αυτή στον εαυτό μας, θα μπορέσουμε να υποτάξουμε το σώμα, να αρέσουμε στον Κύριο και να ποδοπατήσουμε τα τεχνάσματα του διαβόλου» (σελ. 100).
Χρησιμοποιούσε και δίδασκε λοιπόν ο όσιος και αυτήν την  τρίτη μέθοδο αναμαρτησίας, πολύ πρακτική και άμεση: την καταγραφή και ανακοίνωση των πονηρών λογισμών. Για να μην αμαρτάνουμε δηλαδή να είμαστε έτοιμοι να γράφουμε τους λογισμούς μας σε χαρτί, σαν να πρόκειται να τους δώσουμε να τους διαβάσουν οι άλλοι συνάνθρωποί μας. Ποιος δεν θα ντραπεί να αφήσει πονηρούς λογισμούς στον νου του, όταν θα ξέρει ότι θα γίνουν σε όλους φανεροί; Θυμίζει η πρόταση του οσίου αυτό που ζούσε και έλεγε και ο γνωστός όσιος Γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα. Το αποδίδουμε λίγο ελεύθερα: «ζω έτσι σαν να βρίσκομαι σε ένα γυάλινο δωμάτιο, το οποίο μπορούν να παρακολουθήσουν οι πάντες».
«Ας υπάρχει μάλιστα και η παρατήρηση αυτή, που θα μας ασφαλίζη από την αμαρτία: Ο καθένας μας ας σημειώνη και ας γράφη τις πράξεις και τις διαθέσεις της ψυχής του, σαν να πρόκεται να τις γνωστοποιήση ο ένας στον άλλον. Και πιστέψτε ότι, επειδή θα ντρεπώμαστε να μαθευτούν, θα πάψουμε τις αμαρτίες και δεν θα θυμώμαστε κανένα κακό…» (σελ. 100).
Πραγματικά, μένει κανείς έκθαμβος μπροστά στην εφευρετικότητα των πατέρων μας, προκειμένου να μην αμαρτάνουν. Τα πάντα επινοούσαν, κάθε τι ανθρώπινο σκέφτονταν, για να μείνουν πάνω στην αγάπη του Χριστού. Διότι το μυστικό της ζωής τους ήταν ακριβώς αυτό που επισημάναμε προηγουμένως και για τον όσιο Αντώνιο: ο βαθύς έρωτας προς το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού!
Το λιγότερο λοιπόν που έχουμε σήμερα να κάνουμε, πέρα από την προσευχή μας στον όσιο να πρεσβεύει και υπέρ ημών, είναι να πάρουμε στα χέρια μας τον βίο του τον γραμμένο από τον άγιο Αθανάσιο, να εντρυφήσουμε στις γραφές που αποδίδονται σ’ αυτόν, μέσα στα μεγαλειώδη κείμενα της Φιλοκαλίας, να αποκτήσουμε αν δεν έχουμε μία εικόνα του προς προσκύνηση καθημερινή στο σπίτι μας, και νοερώς τέλος να μεταφερθούμε στη Νοτιοανατολική Γαλλία, στην περιοχή του αγίου Αντωνίου του Αββαείου, κοντά στις πόλεις Γκρενόμπλ και Λυών, όπου υπάρχει και σπουδαίο ορθόδοξο μοναστήρι επ’ ονόματί του, μετόχι της μεγάλης Μονής της Σιμωνόπετρας του Αγίου Όρους, για να προσκυνήσουμε τα άγια λείψανά του. Γιατί ο ίδιος ζήτησε και τάφηκε στην Αίγυπτο, σε περιοχή που κανείς δεν ήξερε, γιατί αυτή ήταν η εντολή του, προκειμένου να αποφύγει οποιεσδήποτε τιμές από τους χριστιανούς, όμως αργότερα ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός έμαθε τον κρυφό τόπο και τα μετέφερε στον άγιο Ιωάννη Πρόδομο στην Αλεξάνδρεια, από όπου αργότερα, το 635 άλλοι τα μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Τελικώς, ένα γάλλος ευγενής, για λόγους που ξέρει ο Κύριος, όπως συνέβη βεβαίως και με πολλούς άλλους αγίους μας, τα πήρε και τα πήγε στην παραπάνω περιοχή που είπαμε, οπότε και εκεί βρίσκονται και φυλάσσονται, ίσως για να αγιάζουν και να προκαλούν σε μετάνοια τους ανθρώπους στο κέντρο της Ευρώπης.

(Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2018, στην αίθουσα πνευματικών συνάξεων του χριστιανικού συλλόγου ΦΩΣ-ΧΕΕΝ, στην Αθήνα, Γ΄ Σεπτεμβρίου 11).