«Η μακάρια αυτή και αοίδιμη Ξένη καταγόταν
από τη μεγαλόδοξη πόλη της Ρώμης, από γένος έντιμο και με ζήλο για την πίστη.
Όταν οι γονείς της θέλησαν να την παντρέψουν και είχαν ετοιμαστεί όλα τα
σχετικά με τον γάμο, η αγία σηκώθηκε και έφυγε από τη νυφική παστάδα, μαζί με
δύο άλλες γυναίκες, δύο υπηρέτριες, κι αφού μπήκε σε πλοίο και γνώρισε άλλους
τόπους, τελικώς έφτασε στην πόλη των Μυλασσών. Μάλλον οδηγήθηκε σ’ αυτήν την
πόλη από τον θεσπέσιο Παύλο τον μοναχό (ο οποίος φάνηκε σ’ αυτήν εκ Θεού στην
Αλεξάνδρεια και έγινε οδηγός της για τα ανώτερα). Εκεί έφτιαξε ένα μικρό
ευκτήριο ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και μαζί με τις δύο
υπηρέτριές της, όπως και με κάποιες άλλες που την πλησίασαν, έζησε καρτερικά με μεγάλη άσκηση, απέχοντας
από όλες τις κατ’ αίσθηση ηδονές και ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στην
ουράνια πολιτεία.
Πέρασε
λοιπόν τη ζωή της στο θέλημα του Θεού και μετά το όσιο και μακάριο τέλος της,
είχε τη μαρτυρία από τον Ίδιο τον Θεό. Ημέρα μεσημέρι δηλαδή, την ώρα που ο
ήλιος φώτιζε τη γη, φάνηκε σταυρός με αστέρια. Αυτόν τον σταυρό τον περικύκλωνε
και τον κρατούσε στο μέσον άλλος χορός αστεριών, ώστε να φαίνεται ότι είναι
στεφάνι για τη μακαρία Ξένη, που της δόθηκε από τον Θεό, για τη νηστεία και την
αγρυπνία και την αγνότητά της. Κι αυτό έγινε φανερό, διότι με την απόθεση του
λειψάνου της κάτω από τη γη, σταμάτησε να φαίνεται ο χορός και ο κύκλος των
αστεριών. Τα σχετικά με την οσία έγιναν γνωστά, όταν μία από τις θεραπαινίδες
της, τότε που επρόκειτο να φύγει από τη ζωή, διηγήθηκε την πατρίδα της μακαρίας
και το επίσημο γένος της και το όνομα που είχε από τους γονείς της - διότι
ονομαζόταν Ευσεβία – το οποίο το άλλαξε σε Ξένη, γιατί αγωνιζόταν να ζήσει
κρυφά».
Η επιλογή της
οσίας
Ξένης
να
ζήσει
ως
ξένη
επί της
γης,
ώστε
να
αποκτήσει τον
θείο
έρωτα
στην
ψυχή
της
του
ελθόντος
ως
Ξένου
σε
εμάς
Χριστού
– «επί
ξένης
φερωνύμως
βιούσα», στην
ξένη
χώρα
έζησες
ως
ξένη,
όπως λέει
το
όνομά
σου
– δεν
ήταν
κάτι
που ήλθε
ξαφνικά.
Η
επιλογή της
να
φύγει
στα
ξένα
ήταν
καρπός μιας
μακράς
διεργασίας
μέσα
της,
που απλώς φανερώθηκε
όταν
τα
πράγματα στένεψαν
γι’ αυτήν
με
τον
γάμο
που της
ετοίμασαν
οι
γονείς
της.
Και
αυτό
εξαρχής,
ήδη
στο
πρώτο στιχηρό
του
εσπερινού της
αγίας,
επισημαίνει ο
υμνογράφος:
«Μετανάστευσες από πριν
με
τη
διάθεση,
Σεμνή,
και
βεβαίωσες
έπειτα έμπρακτα αυτό
που
είχες
αποφασίσει με
το
νου
σου,
γι’
αυτό
και
βγήκες,
μακάρια
Ξένη,
από τον
μάταιο
γλιστερό
δρόμο
των
ηδονών». Πράγματι, ο
υμνογράφος
κάνει
μία
σοβαρή
εδώ
παρατήρηση, ψυχολογικού
και
ανθρωπολογικού περιεχομένου: αυτό
που κάνουμε
πράξη στη
ζωή
μας,
συνήθως
έχει
προετοιμαστεί
μέσα
στην
ψυχή
μας
προ πολλού. Κι
όταν
οι
συνθήκες
γίνουν
οριακές,
όταν
στενέψουν
τα
πράγματα, τότε
το
κυοφορούμενο
φτάνει
να
γίνει
τοκετός.
Είναι
αυτό
που επισημαίνει και
η
Εκκλησία
μας
και
για
την
ίδια
την
αμαρτία:
η
πράξη της
αμαρτίας
προϋποθέτει την εσωτερική
της
διεργασία:
η
αμαρτία
ξεκινά
από τη
στιγμή
που η
προσβολή της
γίνει
αποδεκτή ως
διάθεση
στον
άνθρωπο, αρχίζει
να
ευχαριστείται
αυτός
με
τη
σκέψη
της,
να
αιχμαλωτίζεται,
να
φτάνει
στην
πράξη. Γι’ αυτό
και
αμαρτία
είναι
και
οι
λογισμοί
της
αμαρτίας
και
όχι
μόνον
οι
συγκεκριμένες
ενέργειές
της.
Το
ίδιο
όμως
συμβαίνει
και
αντιστρόφως:
μία
καλή
πράξη ετοιμάζεται
εσωτερικά,
που σημαίνει
ότι
κι
αν
δεν
φτάσει
να
εκφραστεί,
ήδη
ενώπιον του
Θεού
έχει
θεωρηθεί
ως
ενέργεια.