«Αὐτός ὁ πασίγνωστος καί καρτερόψυχος ὅσιος εἶχε
ἐπίγεια πατρίδα τή μεγαλόνησο Κρήτη, καί μάλιστα τήν ἁγιοτόκο Κίσαμο. Γεννήθηκε
κατά τό σωτήριο ἔτος 1890 στό Σηρικάριο τῆς ἐπαρχίας Κισάμου, ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς,
τόν Ἰωάννη καί τή Γλυκερία Τζανακάκη, παίρνοντας κατά τό θεῖο βάπτισμα τό ὄνομα
Νικόλαος. Παιδί ἀκόμα, δυστυχῶς, ἔμεινε ὀρφανός καί διαπαιδαγωγήθηκε ἀπό τόν ἐκ
πατρός παπποῦ του Ἰωάννη. Σέ νεαρή ἡλικία πορεύτηκε στήν πόλη τῶν Χανίων γιά νά ἐργαστεῖ καί νά ἔχει
τά ἀναγκαῖα νά ζήσει, μαθητεύοντας στήν κομμωτική τέχνη. Γιά πρώτη φορά ὅταν ἦταν
δεκαέξι ἐτῶν ἐμφανίστηκε στό σῶμα του στίγμα πού δήλωνε τή βδελυκτή νόσο τῆς
λέπρας. Γι’ αὐτόν τόν λόγο, προκειμένου νά ἀποφύγει τόν ἐγκλεισμό του στό νησί
τῆς Σπιναλόγκας, ἔφυγε κρυφά καί πῆγε στήν περίλαμπρη πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας
στήν Αἴγυπτο. Ἡ νόσος ὅμως προχωροῦσε, καί ἔτσι, μέ τήν προτροπή κάποιου Ἱεράρχη
τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας πού καταγόταν ἀπό τή Χίο, προσῆλθε στό λωβοκομεῖο τῆς
Χίου, κοντά στόν ἅγιο Ἄνθιμο (Βαγιάνο) τῆς Χίου, ὁ ὁποῖος καί φρόντισε γιά τήν
εἰσαγωγή τοῦ νεαροῦ Νικολάου στό συγκεκριμένο ἵδρυμα. Ἐκεῖ ὁ Νικόλαος βρῆκε ἄριστο
ὁδηγό τῆς ψυχῆς του καί κάνοντας ἀπόλυτη ὑπακοή στόν ἅγιο ντύθηκε τό ἀγγελικό
σχῆμα, παίρνοντας τό ὄνομα Νικηφόρος, προμηνύοντας ἔτσι τίς λαμπρές νίκες τοῦ πνεύματος, τίς ὁποῖες
πέτυχε νηστεύοντας, παλεύοντας, ἀγρυπνώντας, κάνοντας ὑπομονή καί γενικά
δουλαγωγώντας τό ἀσθενικό του σῶμα. Μετά παρέλευση σαράντα τριῶν ἐτῶν παραμονῆς
στή Χίο, ὁδηγήθηκε στόν ἀντιλεπρικό σταθμό τῆς συνοικίας Ἁγίας Βαρβάρας Ἀθηνῶν,
ὅπου πέρασε τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του, λάμποντας στούς Ἀθηναίους σάν ἀστέρας ὑπομονῆς,
καρτερίας καί προσευχῆς. Τήν προσευχή μάλιστα προέτρεπε νά ἐργάζονται οἱ Ἀθηναῖοι
κατά τόν τύπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, (δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν
με»). Κοιμήθηκε στίς 4 Ἰανουρίου τοῦ
1964, ἀφήνοντας σ’ ἐμᾶς παράδειγμα καρτερίας ἀλλά καί τά μυρωμένα λείψανά του ὡς
ἀδάπανο ἰατρεῖο γιά κάθε εἴδους ἀρρώστημα».
Ὁ
καλός ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ λεπροῦ Ἰωάννης Γ. Παναγόπουλος, (τοῦ ὁποίου τήν ἀκολουθία γιά
τόν ὅσιο ὡς ἄριστη καθ’ ὅλα ἀποδέχθηκε εὐχαρίστως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Κρήτης), ἀκολουθεῖ ἐν πρώτοις ὅ,τι ἐπισημαίνει κανείς στούς παλαιούς
μεγάλους ἁγίους ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἰωσήφ, Θεοφάνη, Ἰωάννη, Ἀνδρέα
Κρήτης κ.λπ., οἱ ὁποῖοι πολύ συχνά σχολιάζουν μέ πνευματικό τρόπο τό ὄνομα τοῦ ἁγίου
γιά τόν ὁποῖο γράφουν. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ κ. Ἰ. Παναγόπουλος. Πάρα πολλές
φορές παίρνει τήν ἀφορμή ἀπό τό ὄνομα τοῦ ὁσίου: Νικηφόρος, γιά νά πεῖ ὅτι ὅλη ἡ
ζωή του ὑπῆρξε νικηφόρα, μέ τήν ἔννοια ὅτι κατήγαγε συνεχεῖς πνευματικές νίκες ἀπέναντι
στά πάθη του, ἀπένατι στόν πονηρό διάβολο, ἀπέναντι στόν κατεξοχήν «ἄγγελον
σατάν» πού τοῦ δόθηκε, τή «βδελυκτή λέπρα» στό ἴδιο του τό σῶμα. «Φέρεις τῆς νίκης τήν κλῆσιν ἐπαξίως, ὅτι
κατετρόπωσας δράκοντος ἔπαρσιν» (φέρεις ἐπάξια τό ὄνομα τῆς νίκης, γιατί
κατατρόπωσες τήν ἔπαρση τοῦ δράκοντος διαβόλου) (προσόμοιο ἑσπερινοῦ)· «χαίροις ὁ καρτερός ἀθλητής, ὁ νίκης φέρων ἐπαξίως
τό κλήτευμα» (νά χαίρεσαι ὁ δυνατός ἀθλητής, πού φέρει ἐπάξια τό ὄνομα τῆς
νίκης) (στιχηρό ἑσπερ.)· «νικήσας πάθη
χαλεπά κλῆσιν φέρεις τῆς νίκης, Νικηφόρε» (φέρεις τό ὄνομα τῆς νίκης,
Νικηφόρε, γιατί νίκησες τά δύσκολα πάθη) (ὠδή γ΄)· «μηδαμῶς ἡττηθείς ὑπό τῆς ἀρχεκάκου δυνάμεως, κατ’ ὁμωνυμίαν εἰσῆλθες
νικηφόρως εἰς τήν Ἐδέμ» (δέν ἡττήθηκες καθόλου ἀπό τήν ἀρχέκακο δύναμη τοῦ
πονηροῦ, γι’ αὐτό καί εἰσῆλθες νικηφόρα, ὅπως δηλώνει καί τό ὄνομά σου, στόν
Παράδεισο) (δοξαστικό αἴνων) κ.ο.κ.
Τί
ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ἀντιμετωπίσει νικηφόρα ὅλες τίς ἐνάντιες
δυνάμεις, εἴτε διάβολο εἴτε πάθη εἴτε ἀρρώστιες; Μά ἀσφαλῶς καί πρωτίστως ἡ
πίστη του στή ζωντανή παρουσία Κυρίου τοῦ Θεοῦ του, στήν πίστη του δηλαδή στήν
Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὅσιος ζοῦσε ἐκ παιδός μέ αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς προσωπικῆς
παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἔχει ἀριθμημένες καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας»
καί μᾶς ἀγαπᾶ μέ ὑπέρμετρο τρόπο, γι’ αὐτό
καί ἐκεῖνο πού γιά τούς περισσοτέρους ἦταν τραγικό: ἡ προσβολή τῆς ἀρρώστιας τῆς
λέπρας πού κατατρώγει τό ἀνθρώπινο σῶμα, γιά ἐκεῖνον ἦταν μία παραχώρηση τῆς ἀγάπης
Του, μία δόση τῆς πρόνοιάς Του, προκειμένου νά τοῦ δώσει ὤθηση γιά πνευματική
προαγωγή του. «Χριστέ, ὁσίου σου ἡ ψυχή ἐδείχθη
δόκιμος, τήν λέπρωσιν τῆς σαρκός λογισαμένου ὡς δόσιν προνοίας σου»
(Χριστέ, ἡ ψυχή τοῦ ὁσίου σου ἀποδείχθηκε δόκιμη, γιατί θεώρησε τή λέπρα τῆς
σάρκας του σάν δόση τῆς πρόνοιάς Σου) (στιχ. ἑσπερ.).
Κι
ὄχι μόνον τοῦτο: ὁ ὑμνογράφος ἐπισημαίνει ὅτι ἐν προκειμένῳ ὁ ὅσιος Νικηφόρος ζοῦσε
κάτι παρόμοιο μέ ὅ,τι πέρναγε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπιζε «ἄγγελον
σατάν» πού τόν ταλαιπωροῦσε πάρα πολύ κατά τό σῶμα του, ὥστε ἀναγκάστηκε τρεῖς
φορές νά προσφύγει ἐν προσευχῆ πρός τόν Κύριο γιά νά τόν θεραπεύσει. Καί ἡ ἀπάντηση
τοῦ Κυρίου βεβαίως στόν μέγιστο αὐτόν ἀπόστολό Του ἦταν ἀρνητική! «Ὄχι! Σοῦ ἀρκεῖ
ἡ χάρη μου». Τό ἴδιο λοιπόν καί μέ τόν μεγάλο ὅσιο Νικηφόρο: ἡ κάθε προσευχή
του πρός ἴασή του προσέκρουε σέ ἄρνηση τοῦ Κυρίου, ὥστε καί αὐτός κατάλαβε ὅτι ἡ
βαριά ἀρρώστια του ἦταν κατά παραχώρηση τοῦ Κυρίου «γιά νά πιάσει οὐρανό!» «Τήν νόσον ἐν σαρκί περιφέρων ἐβόας τοῦ
Παύλου τήν φωνήν· μοί ἐδόθη ὁ σκόλοψ παντοίως κολαφίζων με, ἵνα μή ὑπεραίρωμαι.
Ἡ γάρ δύναμις, ἡ ἐκ Θεοῦ τελειοῦται ἐν νοσήματι· διό ἀρκεῖ μοι ἡ χάρις, ἥν ἔλαβον,
Κύριε» (Περιφέροντας τή νόσο στή σάρκα φώναζες δυνατά τή φωνή τοῦ Παύλου:
μοῦ δόθηκε ὁ σκόλοπας νά μέ κολαφίζει μέ διαφόρους τροπους, γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι.
Διότι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φτάνεις στήν τελείωσή της μέ τήν ἀρρώστια. Γι’ αὐτό μοῦ
ἀρκεῖ ἡ χάρη, πού ἔλαβα, Κύριε) (κάθισμα ὄρθρου). «Νόσον ἡγησάμενος τήν πολυχρόνιον οἰκονομίαν θεόπεμπτον τοῦ χαλινῶσαι
κακοπαθείᾳ μέλη τοῦ σώματος» (Θεώρησες τήν πολυχρόνια νόσο ὡς ἐκ Θεοῦ οἰκονομία,
προκειμένου νά χαλιναγωγήσεις μέ τήν κακοπάθεια τά μέλη τοῦ σώματος) (στιχ. ἑσπερ.).
Χρησιμοποιεῖ
μάλιστα ὁ ὑμνογράφος μία πολύ ὄμορφη εἰκόνα ἀπό τά ὄστρακα γιά νά καταδείξει
τήν παραπάνω ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή ἡ μέ ὑπομονή ἀποδοχή ἑνός πειρασμοῦ τελικῶς
κάνει τόν ἄνθρωπο νά γίνεται πράγματι πολύτιμος. «Ὥσπερ ὄστρακον θαλάσσης, τό παρεμβληθέν σῶμα εἰς μαργαρίτην
κατεργάζεται, τήν ἔμπονον σαρκός σου ἀσθένειαν, εἰς εὐλογίαν ἀπειργάσθης
θεόσδοτον. Καί οὕτω πᾶσιν ἐδείχθης πολύτιμον μάργαρον, τῆς ἄνω Ἐδέμ πυλῶνας
στολίζον» (Ὅπως συμβαίνει στό ὄστρακο τῆς θάλασσας, ὅταν κάποιο σῶμα πού εἰσέρχεται
σ’αὐτό γίνεται μαργαριτάρι, ἔτσι καί τή γεμάτη πόνο ἀσθένεια τῆς σάρκας σου τήν
ἔκανες γιά σένα θεόσδοτη εὐλογία. Καί ἔτσι ἀποδείχθηκες γιά ὅλους πολύτιμο
μαργαριτάρι, πού στολίζει τίς πύλες τῆς ἄνω Ἐδέμ) (λιτή).
Ἀπό
τήν ἄποψη αὐτή καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά γιατί τελικῶς ἡ σημαντικότερη ἀρετή
πού καλλιέργησε ὁ ὅσιος Νικηφόρος, αὐτή πού πράγματι τόν χαρακτήριζε τόσο, ὥστε
νά σημαδέψει κυριολεκτικά ὅλη τή ζωή του, ἦταν ἡ καρτερία: ἡ ψυχική δύναμη
δηλαδή καί ἡ ὑπομονή. Θά μποροῦσε κανείς ἔτσι νά τόν ὀνοματίζει: Νικηφόρος ὁ
καρτερόψυχος. Πού θά πεῖ: Νικηφόρος ὁ ἄνθρωπος τῆς ὑπομονῆς, ὁ δεύτερος Ἰώβ, ὁ ἐστεμμένος
μέ τόν κότινο τῆς νίκης ἐν Πνεύματι ἀπό τά χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου («ὅθεν ἐστέφθης ὁ νικώνυμος τῶ κοτίνῳ τῆς
νίκης ἐν Πνεύματι ταῖς χερσί τοῦ Κυρίου») (στιχ. ἑσπερ.). Πράγματι, δέν εἶναι
λίγες οἱ φορές πού ὁ καλός ὑμνογράφος παραλληλίζει τόν ὅσιο μέ τόν δίκαιο καί ὑπομονετικό
Ἰώβ. Γιατί ὅπως ὁ Ἰώβ πέρασε τοῦ κόσμου τούς πειρασμούς ἀλλά ἔμεινε σταθερός
στήν πίστη του – μόνον στό τέλος «λύγισε» ἀδυνατώντας νά κατανοήσει τό γιατί
πάσχει, ὡς ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης - ἔτσι καί ὁ Νικηφόρος: μέχρι τό τέλος
του ἔμεινε σταθερός στήν πίστη του, ἀποδεχόμενος τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Καί ἀναδείχθηκε
ἴσως καί ὑπέρτερος τοῦ Ἰώβ, διότι τό «γιατί» δέν ἔφτασε στά χείλη τά δικά του. Ἄς
ἀκολουθήσουμε τό σκεπτικό καί πάλι τοῦ ὑμνογράφου στό δοξαστικό τῶν αἴνων: «Ὅσιε Πάτερ, τῆς ἀσθενείας σου ζυγόν αἴρων ἀγογγύστως
καί αὐτόν λογισάμενος οἰκονομίαν Θεοῦ, ἄλλος Ἰώβ ἡμῖν ἐδείχθης. Τοῦ δέ ἀσθενεστάτου
σου σαρκίου μή φειδόμενος, ἀλλά συντόνῳ ἀσκήσει τά λεπρωθέντα σου μέλη δουλαγωγῶν,
θέλων ἀναπτερῶσαι τόν ἐν σοί ἔνθεον ἵμερον, ὑπέρτερος ἐγένου τοῦ πολυάθλου
(Ἰώβ)» (Ὅσιε Πάτερ, σηκώνοντας ἀγόγγυστα τόν ζυγό τῆς ἀσθένειάς σου καί
θεωρώντας αὐτόν ὡς οἰκονομία Θεοῦ, ἀναδείχθηκες σέ ἐμᾶς ἄλλος Ἰώβ. Χωρίς νά
λυπηθεῖς μάλιστα τό ἀσθενέστατο σαρκίο σου, ἀλλά δουλαγωγώντας μέ τή μεγάλη ἄσκηση
τά λεπρωθέντα μέλη σου, διότι ἤθελες νά ἀναπτερώσεις
τόν καρδιακό ἔνθεο πόθο σου, ἔγινες ὑπέρτερος καί τοῦ πολύαθλου Ἰώβ).
Περιττό
βεβαίως νά σημειώσουμε ὅ,τι διαπιστώνει καί ὁ ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου: γιά νά
φτάσει σέ αὐτό τό ἀποστολικό καί χαρισματικό ὕψος ὁ ὅσιος Νικηφόρος, ἐκτός ἀπό
τά ἀσκητικά μέσα τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς γονυκλισίας, χρησιμοποίησε
καί τά κλασικότερα μέσα τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης: τήν ὑπακοή σέ ἅγιο Γέροντα, ἐν
προκειμένῳ τόν ἅγιο Ἄνθιμο τῆς Χίου, τήν καταφυγή στήν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὄχι
λίγες φορές ὁ ὑμνογράφος μᾶς ἀποκαλύπτει μέ τήν χαριτόβρυτη γραφίδα του τίς
πραγματικότητες αὐτές. «Ἰθύνας πάλαι σε Ἄνθιμος
ὡς μέδων τήν ψυχήν σου προσώρμισεν εἰς τόν Παράδεισον» (Πρό πολλοῦ ὁ Ἄνθιμος
σέ κατεύθυνε ὡς κυβερνήτης καί προσόρμισε τήν ψυχή σου στόν Παράδεισο) (ὠδή
στ΄). Καί μάλιστα ὡς καθαρός στήν ψυχή καί ὁ Νικηφόρος τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἐκ Θεοῦ
νά γίνει αὐτόπτης θαυμασίων γεγονότων πού τελέσθηκαν ἀπό τόν πνευματικό του ἅγιο
Ἄνθιμο καί μάλιστα νά μπορέσει νά τά καταγράψει πρός ὠφέλεια καί τῶν ἀναγνωστῶν
(κάθισμα ὄρθρου). Κι ἀπό τήν ἄλλη, ἡ καταφυγή στήν ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν ὁποία ὁ
ὅσιος Νικηφόρος ἀγαποῦσε ὑπερβαλλόντως καί μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς ὁποίας
καθημερινῶς ἔκλινε γόνυ ψυχῆς καί σώματος. Ἡ εἰκόνα πού περιγράφει ὁ ὑμνογράφος
εἶναι πολύ συγκινητική. «Τλημόνως διήνυσε
τόν βίον ποτέ Νικηφόρος ὁ λεπρός, ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος σου, Ὑπακοῆς, ὡς λέγεται,
ἐν ἀποδείπνοις κράζων σοι· ὦ Νύμφη, χαῖρε ἀνύμφευτε» ( Καρτερικά πέρασε τή
ζωή του ὁ Νικηφόρος ὁ λεπρός, μπροστά στήν εἰκόνα σου Θεοτόκε, τῆς Ὑπακοῆς ὅπως
λέγεται, φωνάζοντάς σου δυνατά κατά τά ἀπόδειπνα: ὦ Νύμφη, χαῖρε ἀνύμφευτε) (ὠδή
γ΄).
Ὁ
ὅσιος Νικηφόρος, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἄλλωστε, εἶναι οἰκουμενικοί
ἅγιοι. Γιατί συνιστοῦν ἐξαίρετα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἡ ἀγάπη
τους ἀποτελεῖ προέκταση τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀγκαλιᾶς Ἐκείνου. Ἰδιαιτέρως ὅμως ἀγαποῦν
καί στέγουν τούς τόπους πού ἔζησαν καί διήνυσαν τόν βίο τους. Τήν
πραγματικότητα αὐτή ἐξαίρει ἐπανειλημμένως καί ὁ ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου. Ὁ ὅσιος ἀποτελεῖ
μία ἀγκαλιά ἰδίως γιά τούς τόπους πού
πέρασε καί ἔζησε: τήν Κίσαμο, τά Χανιά, τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, τή Χίο,
τήν Ἀθήνα. «Τῶν Κισαμαίων Μητρόπολις ἀγάλλου, χόρευε γηθόμενον τό Σηρικάριον… Χίος
εὐφραίνου… ἄστυ κλεινόν Ἀθηναίων τέρπου μάλα…» (στιχ. ἑσπ.). «Κρητῶν ἡ νῆσος κατέχουσα, ὡς ἔφορον λαμπρόν,
Ἀλεξάνδρεια, ὡς ἄλλον φάρον σε, Χίος, ὡς πύργον νεότευκτον καί κλειναί Ἀθῆναι, ὡς
ῥύστην, γάνυνται» (Χαίρονται τό νησί τῶν Κρητῶν πού σέ κατέχει ὡς ἔφορο
λαμπρό, ἡ Ἀλεξάνδρεια πού σέ ἔχει ὡς ἄλλον φάρο της, ἡ Χίος ὡς νεότευκτο πύργο
της καί ἡ λαμπρά Ἀθήνα ὡς σωτήρα της) (ὠδή στ΄). Δέν ἔχουμε λοιπόν καί ἐμεῖς
παρά νά τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς ἔχει στήν προσευχή του καί στήν ἀγκάλη του. Κι αὐτό
γιά νά δίνει μέσω αὐτοῦ ὁ Κύριος καί σέ ἐμᾶς νίκες κατά τῶν παθῶν μας, κατά τοῦ
πονηροῦ διαβόλου, κατά ὅλων τῶν κακιῶν μας - «νίκας ὡς φερώνυμος νῦν χορήγει κατ’ ἐχθρῶν τοῖς τέκνοις σου» (αἶνοι)
- κατεξοχήν δέ νά μᾶς δωρίζει «πνεῦμα
καρτερόν» (δοξ. ἑσπερ.), μέ τό ὁποῖο καί μόνο μπορεῖ κανείς νά ὀρθοποδεῖ
στήν πνευματική ζωή.