«Ο άγιος
Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, λαμπρός στους λόγους και ζηλωτής της
ορθόδοξης πίστης. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έγινε προεστώς της Εκκλησίας του Χριστού.
Κι όταν ήλθε μαζί με αυτούς που συγκρότησαν την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική
Σύνοδο (381 μ.Χ.), οι οποίοι εναντιώνονταν κατά των δυσσεβών αιρέσεων, βρέθηκε υπέρμαχος
των Πατέρων, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς με τη δύναμη των λόγων του και με τις
αποδείξεις που έφερνε από τις Άγιες Γραφές. Διότι νίκησε, μετερχόμενος κάθε επιχείρημα
λόγων και ευδοκιμώντας στην αρετή. Έφτασε σε προχωρημένο γήρας και εκδήμησε προς
τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, όμοιος σχεδόν με τον αδελφό του Βασίλειο».
Ο υμνογράφος του αγίου Γρηγορίου δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει –
πέραν βεβαίως της όλης θεολογικής προσφοράς του αγίου ανδρός - τη νηπτική και εσωτερική της καρδιάς
διάθεση του αναφερόμενος στο ίδιο του το όνομα: Γρηγόριος.
Ο άγιος Γρηγόριος ήταν «ο γρήγορος νους»,
«ο το όμμα της ψυχής γρηγορών ως γρήγορος
ποιμήν» (αυτός που ήταν σε εγρήγορση ως προς το όμμα της ψυχής και σε εγρήγορση
ποιμένας), ο οποίος «σαρκός μεν τω ηγεμόνι
νω τα σκιρτήματα τω Παμβασιλεί δε τον νουν υπέταξε» (υπέταξε στον μεν ηγεμόνα
νου τα αμαρτωλά σκιρτήματα της σάρκας, τον δε νου στον Παμβασιλέα Χριστό), γι’ αυτό
και χωρίς εμπόδια διήνυσε την οδόν των εντολών του Χριστού και έγινε εύκολα κατοικητήριο
της αγίας Τριάδος («όθεν απροσκόπτως την οδόν
των εντολών ανύσας, συ της Τριάδος ενδιαίτημα γέγονας εικότως, Γρηγόριε»). Η
πρακτική αυτή εξάσκηση των αρετών διά των εντολών του Κυρίου, η οποία τον οδήγησε
και στη θεωρία του Θεού («τη πράξει την θεωρίαν, Πάτερ, προσέθηκας»), ήταν
η προϋπόθεση για τον ιδιαίτερο φωτισμό του από τον Θεό, προκειμένου να διακρίνει
την αλήθεια της πίστης από την πλάνη των αιρέσεων. Κι είναι τούτο βασικότατη αλήθεια
της χριστιανικής πίστης: μόνον όποιος καθαρίζει την καρδιά του από τις πονηρίες
των παθών, μπορεί και να δεχτεί τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, συνεπώς να γίνει
και αληθής θεολόγος.