«Δι’ αὐτοῦ
(του Χριστού) οὖν «ἀναφέρωμεν θυσίαν αἰνέσεως» διά παντός τῶ Θεῶ…τοιαύταις γάρ
θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός»
(Εβρ. 13, 15)
α. Το αποστολικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακής εξ
αφορμής των αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου είναι ένα από τα πιο εκλεκτά κείμενα
της Καινής Διαθήκης. Παρμένο από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου
Παύλου περιέχει «διαμάντια», αλήθειες δηλαδή από τις πιο γνωστές και τις πιο αποκαλυπτικές
για την πορεία και τη σωτηρία του ανθρώπου. Φράσεις όπως «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας», «ουκ
έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» περιέχονται σ’ αυτό.
Η προσοχή μας όμως θα στραφεί κυρίως στους τελευταίους στίχους που είναι επίσης
σπουδαιότατοι: «Διά του Χριστού ας
προσφέρουμε συνεχώς στον Θεό σαν θυσία τον ύμνο μας, δηλαδή τον καρπό των
χειλιών μας, που ομολογούν το μεγαλείο Του. Μη ξεχνάτε ακόμη να κάνετε το καλό
και να μοιράζεστε με τους άλλους ό,τι έχετε. Με τέτοιες θυσίες ευχαριστείται ο
Θεός».
β. 1. Καταρχάς η προτροπή αυτή κατανοείται ως συμπέρασμα
της γενικής αλήθειας που διατυπώνει ο απόστολος: στον κόσμο αυτόν δεν έχουμε
μόνιμη πολιτεία αλλά λαχταρούμε τη μελλοντική. Στον κόσμο αυτόν είμαστε δηλαδή
περαστικοί. Η φθαρτότητα και η προσωρινότητα είναι τα χαρακτηριστικά του
κόσμου. Η αληθινή πατρίδα είναι αυτή που έρχεται: αυτή που θα συναντήσουμε είτε
μετά τον θάνατό μας είτε κυρίως μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Κάτω από
την προοπτική αυτή λοιπόν ο απόστολος τονίζει τι είναι εκείνο που ευαρεστεί τον
Θεό. Διότι τελικά Αυτός είναι η μόνιμη κατοικία μας και έτσι η επιλογή του
ευάρεστου σ’ Αυτόν είναι και η πιο ευφυής κίνηση που μπορούμε να κάνουμε.
2. Τι είναι ευάρεστο λοιπόν στον Θεό κατά τον απόστολο
Παύλο; Ο απόστολος μιλάει για θυσίες στις οποίες ευαρεστείται ο Θεός. Και κατά
πρώτον διαγράφει τις θυσίες που γίνονταν
ως λατρεία του Θεού από τις ειδωλολατρικές θρησκείες αλλά και από αυτόν
ακόμη τον ιουδαϊσμό. Κι αυτό γιατί οι θυσίες αυτές, αιματηρές ή αναίμακτες,
είτε απαρέσκουν στον Θεό ως εκφράσεις του ανθρώπου που λόγω άγνοιας του
αληθινού Θεού βρίσκεται κάτω από την απόλυτη εξουσία της αμαρτίας και κατ’
επέκταση του Πονηρού (ειδωλολατρία) είτε απλώς τις ανέχεται ως προεικονίσεις
και προτυπώσεις της αληθινής θυσίας και λατρείας ενόψει του δικού Του ερχομού
στο πρόσωπο του Υιού Του (ιουδαϊσμός).
Οι μόνες αποδεκτές από τον Θεό θυσίες είναι πρώτον οι
προσευχές: οι ύμνοι ως καρπός των χειλέων μας που ομολογούν το μεγαλείο
Εκείνου. Και πράγματι η προσευχή και η υμνολογία αν πηγάζουν από αληθινή και
βαθειά πίστη θεωρούνται θυσία αληθινή, όπως διαρκώς και καθημερινά το
εξαγγέλλουμε και το ψάλλουμε για παράδειγμα στον εσπερινό: «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα
ενώπιόν Σου». Σαν να ‘ναι η καρδιά
μας πυρακτωμένο κάρβουνο από την αγάπη του Θεού και γι’ αυτό η προσευχή μας
αναφέρεται σ’ Εκείνον ως ευώδες θυμίαμα.
Δεν είναι όμως μόνη η προσευχή. Ο απόστολος τονίζει δεύτερον
και τις καλές πράξεις και την έμπρακτη αγάπη. Το άνοιγμα στον συνάνθρωπο, η
ελεημοσύνη μας προς αυτόν εξίσου αποτελούν θυσία ευάρεστη στον Θεό. Ας
θυμηθούμε το παράδειγμα του εκατοντάρχου Κορνηλίου από τις Πράξεις των
Αποστόλων. Μολονότι ειδωλολάτρης, μάλλον προσήλυτος στον ιουδαϊσμό, προσφέρει
το θυμίαμα, κατά την ομολογία του ίδιου του Θεού στον απόστολο Πέτρο, των
προσευχών και των ελεημοσυνών του. Κι ένα παράδειγμα μεταξύ των πολλών άλλων
από το Γεροντικό έρχεται προς επίρρωση της παραπάνω αλήθειας: η «διαμάχη» δύο
καλογέρων για το ποιος θα εξυπηρετήσει πρώτος τον άλλον έφερε ως απάντηση τη
φανέρωση αγγέλου, ο οποίος τους απεκάλυψε ότι η διαμάχη αυτή γίνεται αποδεκτή
ως θυμίαμα και πάλι από τον ίδιο τον Κύριο.
3. Όμως οι θυσίες της προσευχής στον Θεό και της αγάπης
στον συνάνθρωπο καθίστανται ευάρεστες στον Θεό κάτω από μία βασική προϋπόθεση
που αξιολογείται ως σημαντικότερη όλων: γίνονται μέσα από τη Σταυρική θυσία του
Χριστού. «Δι’ Αυτού (του Χριστού) – λέει – που σταυρώθηκε έξω από την πύλη ας
προσφέρουμε τον ύμνο μας». Με άλλα λόγια ευάρεστο πια στον Θεό είναι ό,τι
περνάει μέσα από τον Χριστό και τη Σταυρική Του θυσία. Κι αυτό θα πει μέσα από
τα μυστήρια και μάλιστα το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στη Θεία Ευχαριστία
έχουμε τη συνέχεια του Σταυρού Του και των δωρεών που απέρρευσαν από Αυτόν. Έτσι ο πιστός χριστιανός, το μέλος του
Χριστού και της αγίας Του Εκκλησίας, ο οποίος μετέχει στα μυστήρια, που
προσεύχεται και αγαπά, αυτός ευαρεστεί τον Θεό και αυτός θεωρείται πολίτης της
αληθινής πατρίδας του Ουρανού.
γ. Προσευχή, αγάπη στον συνάνθρωπο, θεία κοινωνία: το
τρίπτυχο που μας αγιάζει. Χριστιανός έξω από αυτά εννοείται ότι δεν είναι
χριστιανός έστω κι αν παρουσιάζεται έτσι.