Δεν
προλάβαμε να σταματήσουμε τις δοξολογίες για την Υπεραγία Θεοτόκο του μηνός
Αυγούστου - μήνας που καταγαύζεται, όπως όλοι γνωρίζουμε, από την Κοίμησή
της, αλλά και την κατάθεση της τιμίας ζώνης της - και ξεκινάμε νέους
πανηγυρισμούς, επί τη εορτή των Γενεθλίων της. Αλλά η Εκκλησία μας δεν παύει
ποτέ να εορτάζει την Μητέρα του Κυρίου, σε καθημερινή μάλιστα βάση, αφού όλοι
οι ύμνοι της επιστεγάζονται από τα τροπάρια γι’ αυτήν, τα γνωστά «Θεοτοκία»,
όπως και όλες οι μεγάλες εορτές των αγίων μας έχουν ως σημαιοφόρο τους κανόνες
γι’ αυτήν. Και ευλόγως: η Παναγία αποτελεί τύπο της Εκκλησίας, διότι
όπως Εκείνη γέννησε τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο, έτσι και η Εκκλησία
γεννά τον Χριστό στις καρδιές των ανθρώπων. Όχι μόνο λοιπόν στις Θεομητορικές
εορτές, αλλά σε όλες τις εορτές και πάντα, η Παναγία έχει την πρώτη θέση. Τι
συγκεκριμένα προβάλλει όμως η σημερινή εορτή, ώστε να διαφοροποιείται αυτή από
τις άλλες της Παναγίας;
1.
Καταρχάς, θα πρέπει να εξηγήσουμε κάτι που φαίνεται ως αντίφαση και που έχει
τονιστεί βεβαίως πολλές φορές: η χριστιανική ορθόδοξη πίστη δεν προβάλλει τα
γενέθλια ενός ανθρώπου ως ημέρα εορτής, αλλά την ημέρα που εορτάζει ο άγιός
του. Πώς λοιπόν εδώ έχουμε εορτή Γενεθλίων, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τον
άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο; Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Τα γενέθλια ενός
ανθρώπου, η ημέρα του ερχομού του στον κόσμο λειτουργεί στο επίπεδο μίας οριζόντιας
πορείας απλώς του ανθρώπου, η οποία στην πραγματικότητα τροφοδοτεί τον θάνατο.
Ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο μέσα σε πλαίσια φθοράς και γνωρίζει ότι το τέλος
του είναι ο θάνατος. Τι να γιορτάσει λοιπόν; Η ημέρα όμως που εορτάζει ο άγιος
ενός ανθρώπου, αυτός του οποίου φέρει το όνομα, ή έστω η ημέρα της βαπτίσεώς
του, ως ημέρα εντάξεώς του στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, ως μέλος
αυτού, αυτό συνιστά την ανάμνηση της χάρης εκ Θεού που δέχτηκε, συνεπώς την
απαρχή της σωτηρίας του. Αν κάτι εορτάζεται στην Εκκλησία είναι γιατί έχει
πάντοτε σωτηριολογικό χαρακτήρα. Από την άποψη αυτή, είναι ηλίου φαεινότερο
γιατί η Εκκλησία μας εορτάζει τα Γενέθλια της Παναγίας ή του αγίου Ιωάννου του
Προδρόμου: τότε έρχονται στον κόσμο εκείνοι που κατεξοχήν συνεργούν στον ερχομό
του Χριστού και συνεπώς στη σωτηρία του κόσμου. «Η Γέννησίς σου, Θεοτόκε,
χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη. Εκ σου γαρ ανέτειλεν ο ήλιος της δικαιοσύνης,
Χριστός ο Θεός ημών».
2.
Κι ακριβώς το γεγονός αυτό, δηλαδή η σύνδεση της Γεννήσεως της Παναγίας με τον
Ιησού Χριστό, είναι εκείνο που κατεξοχήν εξαγγέλλει η εορτή. Δεν
προβάλλεται η Παναγία μας καθεαυτήν ως άνθρωπος. Ποτέ κανείς άνθρωπος από μόνος
του, όσο σπουδαίος κι αν είναι, δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τους
ανθρώπους: όλοι ενεργούν και υπάρχουν μέσα στα πλαίσια της φθοράς, όπως είπαμε,
και του θανάτου. Η Παναγία έρχεται στον κόσμο μέσα στο θείο σχέδιο σωτηρίας του
κόσμου από την αμαρτία και τον θάνατο: είναι η προορισθείσα εκ πασών των
γενεών να γίνει Μητέρα του Θεού, παραμένοντας Παρθένος κόρη, όπως διαλαλούν
οι ύμνοι της εορτής της. Είναι εκείνη που ο ερχομός της, ως προαναγγελία του
Σωτήρα του κόσμου Χριστού, είχε προφητευθεί με φωτισμό Θεού από τους προφήτες
της Παλαιάς Διαθήκης: είτε ως κλίμαξ του Ιακώβ είτε ως στάμνος και μάννα είτε
ως ράβδος του Ααρών είτε πολύ περισσότερο ως «η κεκλεισμένη πύλη, η κατά
ανατολάς βλέπουσα», την οποία έδειξε στον προφήτη Ιεζεκιήλ ο Θεός,
αποκαλύπτοντάς του ότι δεν θα την διέλθει άλλος, παρά μόνον ο Ίδιος, και
γι’ αυτό θα την κρατήσει έπειτα και πάλι κεκλεισμένη.
Η
Γέννηση της Παναγίας λοιπόν τονίζεται και υμνολογείται τόσο εξαίσια, διότι
ακριβώς παραπέμπει στον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός είναι Εκείνος που δίνει την
αξία στη Μητέρα Του, χωρίς την οποία όμως δεν θα ήταν Αυτός που είναι: εκτός από
τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Γι’ αυτό και η μοναδικότητα του Ιησού
Χριστού αποκαλύπτει και τη μοναδικότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κανείς ποτέ δεν
υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει παρόμοιος με την Παναγία. Το ύψος της
αγιότητάς της είναι υπέρμετρο και πάντοτε θα παραμένει, κατά την πατερική
ποιητική υπερβολή ίσως, «Θεός μετά Θεόν». Κατά συνέπεια κατανοείται και
το γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη χαρά στη σύμπασα οικουμένη. Διότι με τη Γέννηση
της Παναγίας ξεκινά η διαδικασία Γεννήσεως και της Χαράς του κόσμου, του
Χριστού. Στον κόσμο πια θα υπάρχει η δυνατότητα υπέρβασης της αμαρτίας,
κατάργησης του διαβόλου, καταπάτησης του θανάτου. Στον κόσμο θα υπάρχει η
αληθινή Ζωή. Είναι δυνατόν να μη χαίρει ο κόσμος γι’ αυτό; «Σήμερον
της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια∙ σήμερον έπνευσαν αύραι, σωτηρίας προάγγελοι».
3.
Ένα σημείο, στο οποίο πρέπει κανείς να σταθεί, από εκείνα που μαρτυρεί για την
εορτή η Εκκλησία, είναι η συχνή επίκληση του προορισμού της για το ρόλο της στη
θεία οικονομία. Η Παναγία προορίστηκε να γίνει Μητέρα του Θεού ως ανθρώπου. Το
θέμα του προορισμού έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, και μάλιστα στο
παρελθόν. Είναι δε από εκείνα που οριοθετούν την αλήθεια από την πλάνη της
αίρεσης. Υπάρχει προορισμός του ανθρώπου; Κι αν ναι, τότε πού βρίσκεται η
ελευθερία του ανθρώπου, η οποία καταγράφεται στην Αγία Γραφή ως το βασικότερο
στοιχείο του εικονισμού του Θεού στον άνθρωπο; Δεν θα μακρηγορήσουμε σ’ αυτό.
Παρ’ όλη τη σοβαρότητα και τη δυσκολία ίσως που έχει η διαπραγμάτευσή του
– μη ξεχνάμε ότι ο ιερός Αυγουστίνος, ο μεγαλύτερος θεολόγος του Δυτικού
χριστιανισμού, αλλά και άγιος της δικής μας Εκκλησίας, δίδαξε τον λεγόμενο
«απόλυτο προορισμό», δηλαδή τον εξαρχής χωρισμό των ανθρώπων από πλευράς του
Θεού, των σωσμένων και των χαμένων, γεγονός που επηρέασε πάρα πολύ έπειτα και
τους Προτεστάντες – μπορούμε να κάνουμε μερικές απλές επισημάνσεις: ο Θεός
βεβαίως δημιουργεί ελεύθερο τον άνθρωπο, αλλά δεν καταργείται με αυτό η δική
Του παγγνωσία και προόραση. Για τον Θεό τα πάντα είναι «γυμνά και
τετραχηλισμένα» ενώπιόν Του, συνεπώς γνωρίζει εκ των προτέρων οτιδήποτε κι
αν συμβεί, οτιδήποτε κι αν σκεφτεί ως λογισμό ο άνθρωπος. Άλλωστε στον Θεό
χρόνος δεν υπάρχει, τα πάντα δηλαδή γι’ Αυτόν είναι παρόντα. Το γεγονός
λοιπόν ότι ο Θεός προγνωρίζει τα πάντα δεν σημαίνει ότι καθορίζει και τα πάντα,
σαν να είναι Αυτός ο απολύτως υπεύθυνος. Ο άνθρωπος κινείται και σκέφτεται
ελεύθερα, αλλά ο Θεός μπορεί απλώς να επέμβει για να τροποποιήσει αυτό που η
ελευθερία του ανθρώπου αποφάσισε και ενήργησε. Την πραγματικότητα αυτήν τη
βλέπουμε και στα αρνητικά, αλλά και στα θετικά. Και στα θετικά είναι η Γέννηση
και της Παναγίας: ο Θεός προγνωρίζοντας τη θετική κλίση της ψυχής της στο
πανάγιο θέλημά Του, την προετοιμάζει να γίνει ό,τι και έγινε. Η Παναγία θέλησε
να είναι με τον Θεό. Ο Θεός προετοίμασε να γίνει η Μητέρα Του, προβλέποντας τη
στροφή της θελήσεώς της σ’ Εκείνον. Με τον τρόπο αυτό, όσο είναι δυνατόν
να εκφραστεί απλά, κατανοούμε και τον προορισμό της Παναγίας, ίσως ένα είδος
σχετικού προορισμού, για το οποίο μιλούν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας.
4.
Και βεβαίως η Εκκλησία μας δεν παύει, προβάλλοντας με ποιητικότατο και
θεολογικότατο τρόπο την εορτή, να καλεί και εμάς τους πιστούς όλων των αιώνων
στην πρακτική διάσταση αυτής: δηλαδή αφενός να κινηθούμε σε δοξολογία του Θεού
μας για την ευεργεσία Του να αναδείξει την Παναγία κατοικητήριό Του, αφετέρου
να κατανοήσουμε ότι «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου» ο Κύριος θα μας
σώζει, και τρίτον, να διδαχθούμε από την Παναγία στον τρόπο της ζωής της,
ακολουθώντας αυτό που την ανέδειξε σε τόσο μεγάλη αγιότητα: το «ιδού η
δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά Σου». Η Εκκλησία αδιάκοπα μας
υπενθυμίζει ότι είμαστε κλημένοι για τη θέωση, δηλαδή να γινόμαστε κι εμείς
Παναγίες, σαρκώνοντας τον Χριστό μέσα μας. Κι ο λόγος για την προοπτική αυτή
που ξεπερνά οποιαδήποτε φαντασία είναι η ένταξή μας στο σώμα του Χριστού διά
του αγίου βαπτίσματός μας. Είμαστε μέλη Χριστού, είμαστε ενδεδυμένοι Εκείνον,
συνεπώς μπορούμε να ζούμε σαν την Παναγία. Αρκεί βεβαίως να το θέλουμε και να το
επιτηζούμε.