῾Οὐχ ὅτι κυριεύομεν
ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλά συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν᾽ (Β´ Κορ. 1, 23)
α. Ὁ ὑμνητής τῆς ἀγάπης ἀλλά
καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας ἀπόστολος Παῦλος δέν θά μποροῦσε καί στό σημερινό ἀποστολικό
ἀνάγνωσμα ἀπό τήν Β´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του νά ἐκπέσει ἀπό τό ὕψος τῶν ὕμνων
του. Τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία πού ζεῖ ἐν Χριστῷ προβάλλει καί πάλι, μολονότι
βλέπει ὅτι θά ἔπρεπε νά χρησιμοποιήσει ἰδιαίτερη αὐστηρότητα καί ἔλεγχο σέ
παρεκτροπές ὁρισμένων Κορινθίων πιστῶν. ᾽Αρνεῖται ὅμως νά πάει πρός συνάντησή
τους μέ τέτοιο σκοπό, γιατί ξέρει ὅτι θά τούς στενοχωρήσει. Καί δέν τό θέλει.
Γιατί ἡ ἀγάπη του πρός ὅλους εἶναι τέτοια πού ἀκόμη καί ὁ ἔλεγχός του καί ἡ
θλίψη πού προκαλεῖ αὐτός εἶναι καρπός τῆς ὀδυνωμένης καρδιᾶς του. ῾Σᾶς ἔγραψα ἀπό
πολλή θλίψη καί στενοχώρια τῆς καρδιᾶς, μέ δάκρυα πολλά, ὄχι γιά νά λυπηθεῖτε, ἀλλά
γιά νά γνωρίσετε τήν ἀγάπη πού ὑπερβολικά σᾶς ἔχω᾽. ῾Η ἐξήγηση πού δίνει εἶναι ἐξόχως
σημαντική: ῾Δέν εἴμαστε κύριοι τῆς πίστεώς σας κι οὔτε ἔχουμε ἐξουσία σέ σᾶς
σάν νά εἶστε δοῦλοι μας. Εἴμαστε ὅμως συνεργάτες τῆς χαρᾶς σας καί θέλουμε νά
συντελοῦμε γιά νά αὐξάνει ἡ χαρά σας᾽. ῾Οὐχ
ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλά συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν᾽.
β. 1. ῾Ο ἀπόστολος ἔχει
πλήρη ἐπίγνωση τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος καί τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας πού
τοῦ ἔχει δώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. ῾Η κλήση γιά τήν οἰκουμενική του ἀποστολή ἀπό ᾽Εκεῖνον ἐπαναλαμβάνεται σχεδόν σέ κάθε ἐπιστολή του,
σέ βαθμό τέτοιο ὥστε νά φτάνει στήν θεωρούμενη ὑπερβολή ὅτι καί ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ
νά διδάσκει ἀντίθετα πρός τήν δική του διδασκαλία ῾νά εἶναι ἀνάθεμα᾽. ᾽Ακριβῶς
γι᾽ αὐτό λοιπόν θεωρεῖ ὅτι ἡ ἐξουσία του αὐτή συνιστᾶ χάρη τοῦ Θεοῦ πρός
σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι πρός ὑποταγή τους. ῞Ο,τι δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε
στούς μαθητές Του, ὅτι δέν πρέπει νά κινοῦνται σάν τούς ἐπιγείους ἄρχοντες πού
καταδυναστεύουν τόν κόσμο - ῾οἱ δοκοῦντες
ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατεξουσιάζουσιν καί κατακυριεύουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν
ὑμῖν, ἀλλ᾽ ὅστις θέλει πρῶτος εἶναι ἔστω πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος᾽
- τό ἴδιο κήρυττε καί κυρίως ἔπραττε ὁ μεγάλος ἀπόστολος. Τήν θέση του μέ ἄλλα
λόγια τήν ἔβλεπε ὡς θέση διακονική καί ὑπηρετική τῶν ἀνθρώπων, κατά τό πρότυπο
τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος ῾οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλά διακονῆσαι᾽, καί ἀπεκάλυψε: ῾ἐγώ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν᾽. Πού
θά πεῖ: οἱ ἀπόστολοι, πολύ περισσότεροι καί οι ἄλλοι πιστοί, κληρικοί καί
λαϊκοί, στέκονται πάντοτε σέ πλάγια θέση ἐν σχέσει πρός τούς ἄλλους,
προκειμένου νά τούς προσανατολίζουν καί νά τούς ὠθοῦν στόν μόνο Σωτήρα Κύριο ᾽Ιησοῦ
Χριστό.
2. Πῶς λοιπόν θά μποροῦσε
νά σταθεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπέναντι
στούς Κορινθίους, ἀκόμη καί τούς παρεκτραπέντες, παρά ὡς διάκονος τῆς σωτηρίας
τους συνεπῶς καί τῆς χαρᾶς πού φέρνει αὐτή; ῞Οπως τό διατυπώνει: ῾οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλά
συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν᾽. ῎Ετσι ὁ ἀπόστολος φαίνεται νά κινεῖται διακριτικά
πάνω σ᾽ αὐτό τό δίπολο: τήν εὐθύνη ἀφενός γιά τίς ψυχές στίς ὁποῖες κήρυξε λόγω
τῆς ἀνατεθειμένης σ᾽ αὐτόν ἀποστολῆς, πού σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἐπέμβει πρός
διόρθωση τῶν ἁμαρτανόντων ἔστω καί μέ αὐστηρότητα, τήν ὑπηρετική στάση του ἀφετέρου ἀπέναντί
τους γιατί ἀκριβῶς κλήθηκε νά ὑπηρετεῖ ἀνθρώπους ῾δι᾽ οὕς Χριστός ἀπέθανε᾽. Οὐδ᾽ ἐπί στιγμήν φαίνεται ὅτι ὁ ἀπόστολος
ἀφίσταται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι ῾ὁ ἀρχηγός καί τελειωτής τῆς πίστεως ἡμῶν᾽ καί ὅτι ἡ ἀγάπη σέ ὅ,τι
καί ἄν κάνουμε εἶναι τό ἀπόλυτο κριτήριό μας: ῾πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω᾽. Γι᾽ αὐτό καί ἀδιάκοπα βασανίζεται ἀπό
τήν ἔγνοια μήπως αὐτοί πού ἐλέγχθησαν ἤ ἐλέγχονται λόγω τῶν παρεκτροπῶν τους
καταποθοῦν τελικῶς ἀπό τήν ἀπελπισία πού μπορεῖ νά ἐνσπείρει στίς ψυχές τους ὁ
διάβολος. ῾Οὐ γάρ αὐτοῦ τά νοήματα ἀγνοοῦμεν᾽.
Ἡ μετάνοια καί ἡ σωτηρία τους ὡς σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι τό ζητούμενο καί ὄχι
ὁ ἔλεγχός τους.
3. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἀπόστολος
γίνεται ὅριο τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου πού φανερώνει τήν ἀληθινή σχέση μέ τόν Χριστό.
Δηλαδή φανερώνει καί τό γεγονός τῆς ἐνοίκησης τοῦ Χριστοῦ στά ὅρια τῆς
ψυχοσωματικῆς του ὑπάρξεως, μέ ἀποτέλεσμα νά ζεῖ τήν ἀγάπη ᾽Εκείνου καί νά
γίνεται καί αὐτός κρίση τοῦ κόσμου μέ τήν ἔννοια τῆς κατάδειξης τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ,
καί τό γεγονός ὅτι ῾ἐσμέν ἀλλήλων μέλη᾽,
ὁπότε κανείς δέν ὑπέρκειται τοῦ ἄλλου ὥστε νά τόν ὑποτάσσει. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ
Χριστοῦ ἀναδείχτηκαν πράγματι ἀπόστολοι καί ἅγιοι, διότι ἀκριβῶς ἀκολούθησαν μέ
συνέπεια τό παράδειγμα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μαρτυρώντας καί πεθαίνοντας γι᾽ Αὐτόν
ὡς διάκονοι τοῦ κόσμου. ῎Αν φανέρωναν μία στάση ἐξουσιαστική ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο
δέν θά διέφεραν ἀπό τούς κοσμικούς, ὅπως εἴπαμε, ἄρχοντες. Σύμφωνα μέ τό
σκεπτικό ἑνός ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ἑρμηνευτές τῆς ᾽Εκκλησίας ῾θά μποροῦσαν
νά ποῦν ὁρισμένοι: Τί λοιπόν; Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο πιστεύσαμε, ὥστε νά γίνουμε δοῦλοι
καί νά παιδευόμαστε ἀπό σένα μέ τρόπο δεσποτικό; Γι᾽ αὐτό κατ᾽ ἀνάγκην πρόσθεσε
ὁ ἀπόστολος ὅτι αὐτά σᾶς τά λέω ὄχι ὡς κύριος καί δεσπότης᾽.
4. Ἡ ἐν ταπεινώσει, ἀγάπῃ
καί ἐλευθερίᾳ στάση τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπέναντι στούς πιστούς τῆς Κορίνθου
πού ἦταν πνευματικά του παιδιά ἀποτελεῖ κρίση τῶν χριστιανῶν κάθε ἐποχῆς, ἰδιαιτέρως
τῆς ἐποχῆς μας. Εἴτε κληρικοί εἴτε λαϊκοί ὡς μέλη τῆς ᾽Εκκλησίας καλούμαστε νά
μετρήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τό μέτρο τοῦ ἀποστόλου καί τῶν λοιπῶν ἀποστόλων καί
ἁγίων. Διότι ὄχι λίγες φορές, ἰδιαιτέρως οἱ κληρικοί, νιώθουμε ὅτι λόγω τοῦ (ἀρχι)ἱερατικοῦ
λειτουργήματός μας ὑπερκείμεθα τῶν ἄλλων πιστῶν κι ὅτι συνιστοῦμε τούς
κυρίαρχους τῆς πίστεώς τους. Κι αὐτό σημαίνει τήν τραγικότητα τῆς ἐκπτώσεώς μας
σέ θρησκευτικές κατανοήσεις τῆς ἑτεροδοξίας ἤ τῆς ἀλλοδοξίας. Μόνον δηλαδή στίς
διάφορες θρησκεῖες ἤ σέ ἀποκλίσεις ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη βλέπουμε τόν
θρησκευτικό λειτουργό νά ὑπέρκειται τοῦ λαοῦ καί νά εἶναι ἡ δίοδος γιά τήν
σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τήν ῾θεότητα᾽. ᾽Αλλ᾽ ὁ ἀπόστολος ἔρχεται σήμερα καί μᾶς ὑπενθυμίζει:
ὁ μόνος κύριος τῆς πίστεως εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾽Ιησοῦς Χριστός. Αὐτός συνιστᾶ
τήν ἀδιάκοπη ἀναφορά μας, γιατί εἶναι ὁ Θεός καί Σωτήρας μας πού σαρκώθηκε καί
σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς. Κάθε ἄλλος πού προσπαθεῖ νά τόν ὑποκαταστήσει
βλασφημεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί ὑπόκειται στήν κρίση Του. Καί ἔπειτα: ὁ κάθε
χριστιανός ἀποτελεῖ ἐξίσου μέλος Χριστοῦ ὅπως καί ἐμεῖς. ᾽Ενώπιον τοῦ Κυρίου ὅλοι
εἴμαστε μαθητές καί ποιμαινόμενοι. Συνεπῶς ὁ καθένας πρέπει νά ἀναγνωρίζει στόν
ἄλλον τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του (῾ἀγαπήσεις
τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν᾽) καί νά ἀγωνίζεται νά γίνεται συνεργός τῆς χαρᾶς
του. Γιατί ἡ χαρά τοῦ ἄλλου ἔτσι γίνεται χαρά καί δική του.
γ. Λέγεται ὅτι ὁ ἄγιος
Γρηγόριος Διάλογος πάπας Ρώμης ἔσπευδε νά προσκυνήσει πρῶτος ὅποιον ἔβλεπε ὅτι
πήγαινε νά βάλει μετάνοια σ᾽ αὐτόν. ῎Επεφτε
στό ἔδαφος καί δέν σηκωνόταν - ὁ πάπας καί ἐπίσκοπος τῆς πρώτης πρωτεύουσας τῆς
αὐτοκρατορίας - ἄν δέν σηκωνόταν πρῶτα ὁ ἄλλος, ἔστω κι ἄν ἦταν ὁ πιό ἁπλοϊκός ἄνθρωπος
τοῦ κόσμου. Κι αὐτό γιατί ἀκολουθοῦσε τόν λόγο τῆς Γραφῆς: ῾εἶδες τόν ἀδελφόν
σου εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου᾽. Πρόκειται γιά στάση πού παραπέμπει στά λόγια
καί τήν πράξη τῶν ἀποστόλων, ἰδίως δέ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπως μᾶς ἀφήνει νά
καταλάβουμε τό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Νά βλέπουμε τόν Χριστό ὡς μόνο
Κύριο, νά βλέπουμε τόν συνάνθρωπο ὡς ἀδελφό καί μέλος τοῦ ἴδιου σώματος τοῦ
Χριστοῦ: νά ἡ προοπτική πού φανερώνει τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. ᾽Αλλά ὅπου ἡ
ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ.