Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

ΠΩΣ ΔΟΞΟΛΟΓΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ;

«Ὡς ὕπνον τόν ὄκνον ἀποθεμένη, ψυχή, διόρθωσιν πρός αἴνεσιν δεῖξον τῷ κριτῇ, καί ἐν φόβῳ βόησον˙ Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ, ὁ Θεός ἡμῶν…» (Τριαδικός ύμνος βαρέος ήχου).

(Ψυχή μου, αφού αφήσεις την οκνηρία όπως ξυπνάμε από τον ύπνο μας, δείξε τότε για δοξολογία σου στον Κύριο που είναι ο Κριτής σου τη διόρθωσή σου και με φόβο φώναξε δυνατά: άγιος, άγιος, άγιος είσαι, Θεέ μας…).

Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να είναι πιο σαφής: η δοξολογία του Θεού δεν υφίσταται, έστω κι αν τα χείλη μας κινούνται «δοξολογικά» προς Εκείνον, όταν υπνώττουμε πνευματικά εργαζόμενοι όμως ξάγρυπνα πάνω στις αμαρτίες μας ή στις εργασίες του κόσμου τούτου κατ’ αποκλειστικότητα. Συνήθως, ή πολύ συχνά στην καλύτερη περίπτωση, μας καταλαμβάνει η λήθη των τιμίων, η ξεχασιά δηλαδή των εντολών του Θεού και της ζωής μαζί Του, γιατί μας απορροφά ο κόσμος με τα θέλγητρά του ή τα προβλήματα που αναπτύσσονται στην καθημερινότητά μας – με τις δουλειές μας, τις αρρώστιες μας, τα παιδιά μας, τις φιλίες μας, τα επαγγελματικά μας καθήκοντα. Είναι τέτοια η απορρόφηση μάλιστα, ώστε θεωρούμε ότι αυτή είναι η κανονικότητα, γι’ αυτό και χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό δικαιολογούμαστε αμέσως για την περιθωριοποίηση της πνευματικής ζωής που παρουσιάζουμε, ακόμη και στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως. «Πάτερ, θα ήθελα περισσότερα για την πνευματική μου ζωή, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο!»

Το «έχε με παρητημένον» των γνωστών προσκεκλημένων από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου του Κυρίου το επαναλαμβάνουμε κι εμείς, χωρίς συνήθως να έχουμε αίσθηση ότι αποκαλύπτουμε έτσι την υποκρισία της χριστιανικότητάς μας, δηλαδή στην πραγματικότητα την απιστία απέναντι στη «δεδομένη», κατά την κρίση μας, «αληθινή πίστη» μας. Ο λόγος του Κυρίου όμως δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Στην ερώτηση των Ιουδαίων για το ποιο είναι το έργο του Θεού απαντάει: «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε ο Θεός Πατέρας», στον Ίδιο δηλαδή. Κι αυτή η πίστη αποτελεί κινητοποίηση όλης της ύπαρξης στον απόλυτο βαθμό, γιατί είναι η τροφή του ανθρώπου. «Μη εργάζεσθε την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον».

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν έρχεται και με άμεσο και σαφή τρόπο απευθυνόμενος πρώτιστα στην ψυχή του, κι έπειτα και σε όλους μας, μας υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε τελικώς εν υπνώσει πνευματική και σε επίπεδα απιστίας. Διότι είμαστε οκνηροί στο έργο του Θεού, δεν ζούμε δηλαδή με επίγνωση της παρουσίας Του και της προσμονής Του με τη Δευτέρα Του Παρουσία, που θα έλθει άγνωστο πότε, για να μας κρίνει. Λέει με διαφορετικό τρόπο ό,τι σημειώνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στο κοντάκιο του Μεγάλου Κανόνα του: «Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, γιατί κοιμάσαι; Το τέλος σου πλησιάζει και πρόκειται να θορυβηθείς. Ξύπνα λοιπόν!» Για να προσθέσει την επόμενη φράση που είναι πράγματι συγκλονιστική: Ξύπνιος μόνο μπορείς να δοξολογήσεις τον Θεό, που θα πει όταν παρουσιάζεις σημάδια μετανοίας αληθινής. Και ποια είναι αυτά τα σημάδια; Η διόρθωσή σου. Δοξολογούμε τον Θεό, όταν διορθώνουμε τον τρόπο της ζωής μας, όταν η φορά της ψυχής μας βρίσκεται στην αναζήτηση του Θεού μας, όταν λειτουργούμε με τον τρόπο του ασώτου στην επιστροφή του προς το σπίτι του Πατέρα. Διαφορετικά, η όποια δοξολογία μας και η όποια προσευχή μας συνιστά «βαττολογία» που επισύρει την αποστροφή του Θεού.