Ο κοντινός Κυρίου με την ταυτότητα
του Γένους του ολούθε σφραγισμένος
φανέρωσε τον θησαυρό που ’κρυβε στην καρδιά του˙
Θεός και αρχηγός του ο χρυσός που
λάμψη έφερνε με βια στα φλογισμένα μάτια,
τα μαθημένα χώμα και λάσπη να κοιτούν.
Κι η μακρινή και ξένη, του δρόμου η γυναίκα,
μονάχο φτύσμα των καλών και «ηθικών»,
που ’ξεραν λίθους με γωνιές να ρίχνουν πάνωθέ της,
έδειξε πως δικός της θησαυρός
είν’ ο Χριστός που τους χαμένους κυνηγούσε.
Άπλωσε χέρια ο μαθητής τ’ αργύρια να πάρει
και μαύρο χέρι δαίμονα έκλεψε την καρδιά του.
Άπλωσε χέρια η ποταπή μύρο για να προσφέρει
κι είδε το Μύρο τ’ Άγιο να την κερνά τη χάρη.
Η λογική τ’ ανθρώπου απόγινε αργή κι οι
«ασφαλείς» αισθήσεις σβήστηκαν απ’ τον χάρτη.