«Το καλόν ουκ έστι καλόν,
εάν μη καλώς γένηται. Αν πηγαίνης εις την εργασίαν από φόβον ή αν κάμνης
υπομονήν από εντροπήν ή αν σιωπάς από θυμόν και υπερηφάνειαν, αν πηγαίνης εις
την υπηρεσίαν με γογγυσμόν και όχι με ευχαρίστησιν, αν πηγαίνης εις την
ακολουθίαν με αμέλειαν και ανορεξία, αυτές τις αρετές που γίνονται χωρίς
ευχαρίστησι και καλή διάθεσι τις πετάς μέσα σ’ ένα παλιοκάλαθο» (όσιος
Άνθιμος ο εν Χίω*).
Οι χριστιανοί πολύ συχνά
γινόμαστε «περίεργοι» άνθρωποι. Περίεργοι με την έννοια ότι μας διαφεύγει το
πιο κύριο στοιχείο της χριστιανικής πίστεως: το βάθος και η καρδιά του
ανθρώπου. Ο Κύριος ήδη απαρχής της Δημιουργίας του ανθρώπου, πολύ περισσότερο
μετέπειτα με τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, κατεξοχήν δε με τον ερχομό Του
ως άνθρωπος στον κόσμο τούτο, μας έδειξε ότι το ζητούμενο από Αυτόν για τον
άνθρωπο δεν είναι απλώς τα έργα του και η επιφάνεια εν γένει των ενεργειών του,
αλλά το κίνητρο που υπάρχει πίσω από αυτά, η «καρδιά» που ωθεί το κάθε τι στην
πορεία της ζωής του. «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν»!
Ποιος δεν θυμάται για
παράδειγμα το αρχικό περιστατικό της ανθρώπινης ιστορίας με τα παιδιά του Αδάμ
και της Εύας, τον Κάιν και τον Άβελ; Και οι δύο προσφέρουν θυσία προς τον Θεό,
αλλά μόνον η προσφορά του Άβελ ευλογείται από Εκείνον. Γιατί; Διότι κίνητρό της
ήταν η άδολη αγάπη του Άβελ που πρόσφερε στον Θεό ό,τι καλύτερο είχε - η θυσία
του Κάιν ήταν αναμειγμένη με εγωισμό και με συμφέρον, εξ ου και απορρίπτεται.
Και από τους Προφήτες της Π. Διαθήκης ακούγεται ο λόγος του Κυρίου: «Έλεος θέλω
και ου θυσίαν», την αγάπη σου θέλω, άνθρωπε, την καρδιά σου και όχι αυτό που
υλικά μου προσφέρεις. Κι ακόμη: «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις θυσίες σας,
γιατί τα χέρια σας στάζουν αίμα από τις αδικίες σας»! Είναι περιττό βεβαίως να
μνημονεύσουμε τον ίδιο τον Κύριο, γιατί ο κάθε λόγος Του και η κάθε ενέργειά
Του ήταν ακριβώς ένα «μαστίγωμα» της φαρισαϊκής ηθικής που εξαντλείτο μόνο στο
«φαίνεσθαι» και όχι στην καθαρότητα της καρδιάς. «Ουαί υμίν, Γραμματείς και
Φαρισαίοι υποκριταί…!» Αρκεί ίσως η υπενθύμιση της χήρας γυναίκας, η οποία
επαινέθηκε από τον Ίδιο, γιατί ενώ έδωσε ό,τι πιο πενιχρό υπήρχε προς
ελεημοσύνη, ένα «δίλεπτον», εν αντιθέσει προς τους Φαρισαίους που έδιναν πολλά,
το έδωσε με την καρδιά της – έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε.
Γινόμαστε λοιπόν «περίεργοι»
οι χριστιανοί, γιατί θαμπωνόμαστε μ’ αυτό που βλέπουμε ως αρετή: την
εργατικότητα κάποιου, την υπομονή που επιδεικνύει, τη σιωπή του, την προσφορά
των υπηρεσιών του, το φιλακόλουθο ακόμη με τον ερχομό του στην Εκκλησία! Κι
έρχεται ο άγιος Άνθιμος με το συγκεκριμένο λόγιό του να μας υπενθυμίσει την
αλήθεια που ισχύει στην πίστη μας: όχι το τι κάνουμε, το τι ίσως λέμε, αλλά το
γιατί κάνουμε ή λέμε κάτι έχει σημασία, όπως το αναπτύξαμε δι’ ολίγων και
παραπάνω. Η καρδιά μας και το περιεχόμενό της είναι ό,τι βλέπει ο Κύριος, αφού
αυτή αποτελεί το κέντρο και την «ουσία» μας, εκεί εδράζεται ο νους μας, το
κατεξοχήν στοιχείο που εικονίζει τον Χριστό στην ύπαρξή μας. «Μακάριοι οι
καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό» είπε ο ενανθρωπήσας Θεός μας,
τονίζοντας και με τον τρόπο αυτόν ότι εκεί βρίσκει τόπον «καταπαύσεως», το
περιεχόμενο της καρδιάς είναι ό,τι Τον ελκύει, βλέποντας τη συγγένεια που
υπάρχει μεταξύ του Ίδιου και ημών.
Οπότε, τα έργα μας είναι άξια ενώπιον του Θεού όταν βρίσκονται σ’ αυτήν την ευθεία: να ετοιμάσουν χώρο για την εγκατοίκησή Του μέσα μας, να συντονιστούμε με την αγάπη Του, η οποία μας αγαπά σε άπειρο βαθμό. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Κι αυτό θα πει: κάθε αρετή που εξασκούμε δεν μας καταξιώνει από μόνη της, αλλ’ όταν συντελεί στο άνοιγμα της ύπαρξής μας, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας. Όπως το υπενθυμίζει από τον απόστολο Παύλο ο όσιός μας: «Το καλό δεν είναι καλό, εάν δεν γίνεται και με καλό τρόπο». Εργάζομαι; Ναι, όχι όμως από φόβο, αλλά από συναίσθηση ότι η εργασία με προάγει κατά Θεόν. Υπομένω; Ναι, αλλά από αγάπη προς τον συνάνθρωπο και με επίγνωση ότι έτσι οδηγούμαι στην τελειότητα. Σιωπώ; Ναι, όχι από θυμό και υπερηφάνεια, αλλά γιατί έτσι δίνω χώρο στον συνάνθρωπο να συνέλθει, την ώρα που και εγώ αυξάνω τη μακροθυμία μου. Το ίδιο και στην υπακοή στον άλλον, στην προσευχή μου, στον εκκλησιασμό μου. Ο απόστολος Παύλος το υπενθυμίζει και με άλλον τρόπο: «Είτε τρώτε είτε πίνετε είτε οτιδήποτε άλλο κάνετε, όλα να τα κάνετε προς δόξαν Θεού». Και: «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε». Όλη η ζωή μας δηλαδή να βρίσκεται στην ετοιμότητα της ζωντανής σχέσης μας με τον Κύριο. Διαφορετικά, και ενάρετοι να είμαστε οι αρετές μας βρίσκονται πεταμένες «σ’ ένα παλιοκάλαθο»!
*Ο όσιος Άνθιμος (1869-1960)
γεννήθηκε στην περιοχή Αγίου Λουκά Λιβαδίων Χίου, από ευσεβείς και ενάρετους
γονείς, τον Κωνσταντίνο και την Αργυρώ, οι οποίοι ανέθρεψαν το τέκνο τους «εν
παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Γι’ αυτό και από νεαρή ηλικία ο Αργύρης, όπως
ήταν το βαφτιστικό του όνομα, ενώ δεν προχώρησε στα γράμματα παρ’ όλη τη φυσική
ευφυΐα του – το Δημοτικό Σχολείο μόνο τελείωσε – έδειξε ότι κύρια και μοναδική
αγάπη του είναι ο Θεός και η αγία Εκκλησία Του. Αφιέρωνε πολύ χρόνο στην
προσευχή, ενώ διακαώς επιθυμούσε να βρίσκεται στις ακολουθίες της Εκκλησίας,
φανερώνοντας μάλιστα τη χάρη που είχε λόγω της μεγάλης αγάπης του προς την
Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η αγάπη του αυτή προς την Παναγία έγινε και η αφορμή
να γνωριστεί με τους Πατέρες της Σκήτης των Αγίων Πατέρων της Χίου, - οπότε
αργότερα και να γίνει μικρόσχημος μοναχός εκεί υπό την καθοδήγηση του Γέροντος
Παχωμίου παίρνοντας το όνομα Άνθιμος -, γιατί έφερε στους Πατέρες του
Μοναστηριού μία οικογενειακή εικόνα Της που αγαπούσε υπερβαλλόντως, η οποία
όμως χρειαζόταν επισκευή.
Η εικόνα της Παναγίας «ταυτίστηκε»
θα λέγαμε με ολόκληρη τη ζωή του. Αποδύθηκε εν υπακοή σε μεγάλους πνευματικούς
αγώνες, αλλά κάποια στιγμή τον επισκέφθηκαν οι ασθένειες, γι’ αυτό πήρε την
εντολή να επιστρέψει στην οικία του προς ανάρρωση. Κι εκεί όμως συνέχισε να
αγωνίζεται, αποσυρόμενος σε μικρό απομονωμένο κελί στα πατρικά του κτήματα, στα
Λιβάδια της Χίου, ασκώντας μάλιστα και
την τέχνη του υποδηματοποιού για να βοηθάει και τους γονείς του αλλά και τους
πάσχοντες πτωχούς αδελφούς του. Σε ηλικία 40 ετών έγινε μεγαλόσχημος μοναχός
από τον διάδοχο του Παχωμίου ιερομόναχο Ανδρόνικο.
Ένας τέτοιος φωτισμένος όμως άνθρωπος δεν
μπορούσε να μένει επί πολύ «υπό τον μόδιον». Τέθηκε «επί την λυχνίαν», να γίνει
δηλαδή ιερέας, καθώς κλήθηκε για τον σκοπό αυτόν από τον ανάδοχό του Στέφανο
(Διοματάρη) το 1910, που βρισκόταν στο Αδραμύτιο της Μ. Ασίας. Με τις απαρχές
της ιερατικής του διακονίας αρχίζουν και τα θαύματα που ο Θεός επέτρεψε να
γίνονται διά των χειρών αυτού, όπως η θεραπεία ενός δαιμονισμένου ταλαίπωρου ανθρώπου.
Ο πιστός λαός δοξολογεί τον Κύριο για το σκεύος εκλογής Του, κάποιοι όμως
«συνάδελφοι» ιερείς προκαλούνται σε φθόνο. Ο άγιος συγκαταβαίνει και φεύγει,
πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος όπου και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό.
Ο Κύριος όμως τον ήθελε στη Χίο, γι’
αυτό και σύντομα επιστρέφει τοποθετούμενος ως εφημέριο στο Λεπροκομείο της
νήσου. Νέο πεδίο δράσεως ανοίγεται για τον άνθρωπο του Θεού, ο οποίος παίρνει
την πληροφορία ότι η Υπεραγία Θεοτόκος που ήταν η προστάτις Του θα ήταν η
κατεξοχήν προστάτις και όλου του πιστού λαού που θα προσέφευγαν σ’ Αυτήν.
Καταγράφονται αναρίθμητα θαύματα της Μεγάλης Μάνας που θεράπευσε επώνυμους και
ανώνυμους ασθενείς. Η διακονία του στο Λεπροκομείο υπήρξε πράγματι θαυμαστή.
Διότι δεν «προφυλασσόταν» από τους εκεί ασθενείς. Καθημερινά συμβίωνε μαζί
τους, συνομιλώντας και συντρώγοντας μαζί τους, κοινωνώντας τους με τη Θεία
Κοινωνία – η ζωή τους ήταν και η δική του ζωή.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό που ζούσε
οραματίζεται την ίδρυση Μονής, για πρόσφυγες καλόγριες που έρχονταν από τη Μ.
Ασία. Η Παναγία η Βοήθεια ήταν το ορατό αποτέλεσμα του οραματισμού του αυτού.
Το μοναστήρι της Παναγίας γίνεται ο νέος τόπος του περαιτέρω αγιασμού του. Ο
Κύριος και η Θεοτόκος χαίρονται για τον άπλετο τόπο «καταπαύσεώς» Τους στον
δούλο Τους Άνθιμο.