«Τίποτε δεν είναι σπουδαιότερο για τον Θεό από την
αγάπη. Λόγω της αγάπης αυτής έγινε άνθρωπος και υπήκοος μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό
άλλωστε και τους πρώτους που κάλεσε από τους μαθητές Του ήταν δύο αδέλφια: για
να δείξει ευθύς εξαρχής ο πάνσοφος Σωτήρας ότι θέλει όλοι οι μαθητές Του να
συνδέονται αδελφικά μεταξύ τους» (Όσιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης).
Ο όσιος Ισίδωρος, ο μεγάλος αυτός άγιος της Εκκλησίας που
έχει μείνει στην εκκλησιαστική ιστορία ως ο σημαντικότερος επιστολογράφος
αυτής, τονίζει σε μία επιστολή του, και όχι μόνον βεβαίως σ’ αυτήν, το
αυτονόητο και το πιο γνωστό για τη χριστιανική πίστη: ότι για τον Θεό το
σπουδαιότερο όλων είναι η αγάπη. Διότι βεβαίως «ο Θεός αγάπη εστί» (άγιος
Ιωάννης Θεολόγος). Κάθε τι που υπάρχει, είτε άνθρωπος είτε κόσμος είτε χρόνος
είτε ζώο είτε φυτό είτε αέρας είτε οτιδήποτε μπορεί να επισημανθεί ως μέτοχο
της ζωής, ενόργανης ή ανόργανης, την ενέργεια της αγάπης του Θεού έχει
αποτυπωμένο πάνω του. Όλα διαλαλούν τη δόξα Εκείνου, συνεπώς τα πάντα και όλα
τα σύμπαντα λειτουργούν στην κανονικότητά τους ως μέτοχα της αγκαλιάς του
Θεού, δεχόμενα, αλλά και αντανακλώντας
τη στοργή και το ιλαρό φως των οφθαλμών Του! «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού,
ποίησιν δε χειρών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα».
Και γι’ αυτό εκτός της αγάπης Αυτής δεν μπορεί να
εξηγηθεί το μυστήριο της οικονομίας Του, κατά το οποίο «έκλινεν ουρανούς και
κατέβη» γενόμενος άνθρωπος τέλειος, πλην φυσικά της αμαρτίας. «Λόγω της αγάπης
αυτής έγινε άνθρωπος», σημειώνει ο άγιος, εξηγώντας όμως ότι η αγάπη είναι
αληθινή όταν συνυπάρχει με την ταπείνωση, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η
υπακοή. Κατανοεί αμέσως κανείς ότι ο άγιος Ισίδωρος δεν αυτοσχεδιάζει ούτε
φιλοσοφεί. Κινείται επακριβώς στο μήκος κύματος της Αγίας Γραφής, μάλιστα στη
θεολογία του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στην προς Φιλιππησίους ιδίως επιστολή
μαρτυρεί το φρόνημα του Κυρίου Ιησού Χριστού, που συνιστά από κει και πέρα
ασφαλώς το φρόνημα της Παναγίας μας και όλων των αγίων της Εκκλησίας: «Να
υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν
και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά
τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος και όντας πραγματικός
άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου
σταυρικού».
Οπότε το «αυτονόητο» επιτείνεται με τον άγιο Ισίδωρο: όχι
μόνον ο Θεός είναι αγάπη, αλλά εξίσου καλείται να είναι και να γίνεται διαρκώς
αγάπη και ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου» άνθρωπος. Μπορεί μεν αυτός
να έχασε λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία τη χάρη αυτή, την ξαναβρήκε όμως
μετά τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος τον ικανώνει, εφόσον
πιστέψει σ’ Αυτόν, να γίνει ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο, αληθινά μία
δική Του προέκταση. Λοιπόν, το κύριο γνώρισμα ενός χριστιανού, θυμίζει
περιφραστικά ο άγιος, είναι η αγάπη, όπως όμως την έζησε και τη δίδαξε ο
Χριστός με αποκορύφωμα τον Σταυρό Του! Τα λόγια του ίδιου του Κυρίου επ’ αυτού
δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης: «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί
μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις»! Και η πίστη σ’ Αυτόν δηλαδή, και
ό,τι κάνουμε για χάρη Του, εάν δεν προϋποθέτει και δεν καταλήγει στην αγάπη
προς τον συνάνθρωπο και τον κόσμο όλον, δεν έχει κανένα νόημα ούτε κι ωφελεί. Ο
ύμνος του αποστόλου Παύλου στην Α΄ Κορ. επιστολή του αποτελεί τον καλύτερο
υπομνηματισμό της πραγματικότητας αυτής.
Γνωστά αυτά, θα πει ένας λίγο μυημένος στην πίστη
χριστιανός. Τι προσθέτει επιπλέον ο άγιος; Πέραν του γεγονότος ότι δεν
χρειάζεται «προσθήκη» στα λόγια του Κυρίου – γιατί το ζητούμενο από Εκείνον και
την Εκκλησία Του είναι αυτά τα λόγια να τα κάνουμε βίωμά μας, που θα πει να
γίνουμε κι εμείς μέτοχοι της απόλυτης «έκπληξης» να Τον έχουμε «ένοικο» της
ύπαρξής μας – το «επιπλέον» που κομίζει ο άγιος είναι η απρόσμενη εξήγησή του
για την κλήση των πρώτων μαθητών του Κυρίου από Εκείνον: αδέλφια κάλεσε
πρώτους, σημειώνει, τον Ανδρέα και τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, «για
να δείξει ευθύς εξαρχής ο πάνσοφος Σωτήρας ότι θέλει όλοι οι μαθητές Του να
συνδέονται αδελφικά μεταξύ τους». Κι είναι όντως κάτι στο οποίο
«χωλαίνουμε» πολλοί σύγχρονοι χριστιανοί: μένουμε περισσότερο στη διδασκαλία
του Κυρίου και «υποτιμάμε» τις λοιπές ενέργειές Του: τις κινήσεις Του, τη
χρονική αλληλουχία των γεγονότων μέσα στα οποία κινείται, τη σιωπή Του συχνά,
τις θεωρούμενες «τυχαίες» ή δεδομένες επιλογές Του. Όπως αυτήν για την οποία
κάνουμε λόγο. Μα, για τον Κύριο τίποτε δεν είναι «τυχαίο» - πώς θα ήταν άλλωστε
για Εκείνον που είναι ο παντοδύναμος και παντογνώστης Θεός; Κι αν σε κάτι δεν
δίνουμε σημασία, γιατί το παρερχόμαστε ως «δευτερεύον», είναι γιατί εμείς δεν
βρισκόμαστε στον φωτισμό που πρέπει, ώστε να κατανοήσουμε τον βαθύτερο
συμβολισμό Του, τη διδασκαλία Του που πραγματοποιείτο ανά πάσα στιγμή της ώρας
και της στιγμής.
Γιατί τονίζουμε και το «αυτονόητο» πια αυτό; Διότι με τον
ίδιο τρόπο δρα ο Κύριος και μετέπειτα και σε όλους τους αιώνες. Απλό
παράδειγμα: Τον παρακαλεί κάποιος με ένα αίτημά Του και φαίνεται ότι ο Κύριος
«κωφεύει», με αποτέλεσμα να απογοητεύεται ο πιστός και να αρχίσει να κλονίζεται
η όποια πίστη του! Αλλά ασφαλώς Εκείνος έχει τους λόγους Του, που είναι πάντοτε
καρπός της αγάπης Του. Και βεβαίως ακούει και βλέπει, αλλά χρειάζεται ένα
ελάχιστο ποσοστό αληθινής πίστεως από τον χριστιανό, για να αφήσει τον Κύριο να
ενεργήσει με τον τρόπο που Εκείνος κρίνει για την επίλυση του προβλήματός του!
Πρέπει μάλλον να το κατανοήσουμε: ο Κύριος διδάσκει με τα πάντα, κυνηγώντας μας
για τη σωτηρία μας – τίποτε δεν είναι τυχαίο και στη δική μας ζωή, την τόσο
πολύτιμη όμως για τον Πατέρα και Δημιουργό μας. Ο άγιος Ισίδωρος μας έδωσε
μικρή αφορμή να θυμηθούμε και την απειρία της αγάπης Του αλλά και την
εφευρετικότητά Της που εκτείνεται μέχρι και της ελάχιστης λεπτομέρειας!