«Ἐνοικοῦντά σοι ἔχων,
τόν τά πάντα βλέποντα Θεόν μακάριον, ἐκδιδάσκοντά σε, καί φωτίζοντα καί
συνετίζοντα, τῶν ψυχῶν τρισμάκαρ, τῶν καθαρῶν καί μακαρίων, τάς ἀνόδους ὁρᾶν
κατηξίωσαι» (ωδή ε΄ όρθρου αγίου Αντωνίου).
(Τρισμακάριε Αντώνιε, έχοντας ένοικο της ψυχής σου τον μακάριο
Θεό που βλέπει τα πάντα να σε διδάσκει, να σε φωτίζει και να σε συνετίζει,
αξιώθηκες να βλέπεις τις ανόδους προς τον Θεό των καθαρών και μακαρίων ψυχών).
Ο μέγας της εποχής μας όσιος Πορφύριος έλεγε κάποτε
ενθουσιασμένος από το ύψος και το βάθος της εκκλησιαστικής ποίησης των μεγάλων
και αγίων υμνογράφων, Ρωμανού του Μελωδού, Ιωσήφ και Θεοφάνους των υμνογράφων,
Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κοσμά του Μαϊουμά κ.ά., ότι οι άγιοι αυτοί βρίσκονταν
στο ίδιο πνευματικό ύψος, ίσως και μεγαλύτερο καμιά φορά, με τους επαινουμένους
από αυτούς αγίους, γι’ αυτό και είχαν τη δυνατότητα με άνεση να ερμηνεύουν τη
ζωή τους, να διεισδύουν πίσω από τα φαινόμενα και να επισημαίνουν τις
προϋποθέσεις της κατά Χριστόν πνευματικότητάς τους, να δίνουν απαντήσεις σε
θέματα θεωρούμενα παράδοξα της πορείας τους που ο κοινός νους των απλών ημών
χριστιανών αδυνατεί να εξηγήσει. Κι αιτία γι’ αυτό ήταν ακριβώς ο φωτισμός
Κυρίου που είχαν, το ίδιο Πνεύμα που διακατείχε κι αυτούς όπως και τους
γνωστούς αγίους, κατά το «ο πνευματικός ανακρίνει πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός
ανακρίνεται». (Και θυμόμαστε αίφνης επ’ αυτού, μιας και ο λόγος για τον άγιο
Αντώνιο, ότι ο άγιος Πορφύριος ήταν – και μάλλον μόνον αυτός θα μπορούσε να το
πει! – που «έκρινε» το πνευματικό επίπεδο του μεγάλου οσίου, τότε που
αγωνιζόταν κατά των δαιμόνων με ένταση τέτοια που σχεδόν είχε φτάσει μέχρι τον
θάνατο! Τι «κρίση» εξέφερε για τον άγιο Αντώνιο; Όταν κάποιος ρώτησε τον
σύγχρονό μας Πορφύριο πώς αναφέρεται στην πνευματική ζωή ως κάτι το εύκολο –
διότι τόνιζε πως όλα τελικώς ανάγονται στον έλεγχο των λογισμών, καθώς με
απλότητα και χωρίς πιέσεις στρεφόμαστε προς τον Χριστό και αυτό αποτελεί τη
θεραπεία και την υπέρβαση των προβλημάτων! – πώς λοιπόν είναι κάτι εύκολο, ενώ
ο άγιος Αντώνιος πάλευε με τους δαίμονες «έως θανάτου» καταθέτοντας το «αίμα»
της ψυχής του, εκείνος ο διακριτικός, προορατικός και διορατικός όσιος
Πορφύριος απάντησε: «Τότε που πάλευε με τους δαίμονες ήταν στην αρχή της
πνευματικής του ζωής!»)
Γιατί κάνουμε αυτήν την εισαγωγή; Διότι βλέπουμε στον
παραπάνω ύμνο τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη να εξηγεί με τις πνευματικές του
προϋποθέσεις αυτό που συνέβαινε στον όσιο μέγα Αντώνιο: να βλέπει τις ψυχές των
ανθρώπων, όχι μόνο ενόσω ζούσαν, ως διορατικός που ήταν, αλλά και την ώρα που
έβγαιναν οι ψυχές από το σώμα τους - γινόταν χάριτι Κυρίου μέτοχος της
μυστηριακής ώρας που η ψυχή χωρίζεται από το σώμα! Και ποια η συμβολή του αγίου
ποιητή εν προκειμένω; Δεν πρόκειται, σημειώνει, για κάποια φυσική ιδιότητα «περίεργη»
που είχε ο ψυχισμός του κι ούτε για κάτι που απέκτησε ως ανάπτυξη των
δεξιοτήτων του μετά από τα πολλά χρόνια της ασκητικής του διαγωγής, αλλά για τη
χαρισματική όντως εκ Θεού πραγματικότητα που ζούσε ευρισκόμενος σε διαρκή
επικοινωνία και σχέση με τον Ιησού Χριστό ως μέλος Εκείνου.
Όλοι οι χριστιανοί
βεβαίως ως μέλη Χριστού έχουμε, καλύτερα: μπορούμε να έχουμε, μία άμεση προσωπική σχέση μ’
Εκείνον, αλλά τις περισσότερες φορές επειδή δεν ζούμε με την πνευματική ένταση
που πρέπει, το «εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος» που
ζητά ο Κύριος, δεν γνωρίζουμε τον Θεό μας, η σχέση μας κινείται σε πολύ
αναιμικά και «επιδερμικά» επίπεδα. Ο άγιος Αντώνιος όμως είχε καταθέσει πλήρως
τον εαυτό του στον Κύριο. Οι εντολές Του, μέσα στις οποίες κρύβεται ο Ίδιος
όπως έχει αποκαλύψει, ήταν η αέναη επιδίωξή του, ο σφοδρός πόθος της καρδιάς
του, γι’ αυτό και ο Κύριος σαρκωνόταν μέσα του κάνοντάς τον μία δική Του
επέκταση – ένας άλλος Χριστός επί της γης. Στο πρόσωπο του μεγάλου οσίου
φανερωνόταν η ίδια η Βασιλεία του Θεού, μία «ουράνωση» της γης συνιστούσε η
βιοτή του, γι’ αυτό και «ουράνιος άνθρωπος και επίγειος άγγελος»
χαρακτηρίζεται.
Λοιπόν τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού βίωνε εν αισθήσει
ό,τι ο Κύριος έχει επαγγελθεί: να ζει ο πιστός μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα
στον πιστό Του. «Αυτός που με αγαπάει τηρεί τις εντολές μου και θα δει ότι ο
Πατέρας θα τον αγαπήσει κι εγώ θα τον αγαπήσει και θα του φανερωθώ μέσα του – «μονήν
παρ’ αυτώ ποιήσομεν». Ο άγιος Ιωάννης Θεολόγος το σημειώνει με τον δικό του
τρόπο: «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν Αυτώ» - μία
διαρκής θεία κοινωνία για τον τηρούντα τον λόγο Του. Ο Χριστός λοιπόν γίνεται
ένοικος της ψυχής του εν χάριτι ευρισκομένου αυτού ανθρώπου, κατά το
αγιογραφικό εξίσου «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω και έσομαι αυτών Θεός
και αυτοί έσονταί μοι λαός». Ο ένοικος όμως Αυτός είναι ο παντοδύναμος και
παντοκράτωρ Θεός, Αυτός που είναι ο Δημιουργός, ο Συντηρητής, ο Προνοητής, ο
Κυβερνήτης των πάντων, για τον Οποίο «ουκ έστιν κτίσις αφανής», διότι «πάντα
γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού». Οπότε, κατά την κρίση του
Κυρίου που γνωρίζει τα μέτρα του καθενός, σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο, άγιο που ζει
τη μεγάλη αυτή χάρη, μπορεί Εκείνος να του διανοίγει τους οφθαλμούς και να τον
φέρει σ’ επαφή με ό,τι ο Ίδιος φέρει: με τα σύμπαντα, το παρελθόν, το κάθε
παρόν, το μέλλον, τις ψυχές των ανθρώπων, όλη τη φύση. «Ιησούς Χριστός χθες και
σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»!
Ο άγιος Αντώνιος από την άποψη αυτή ήταν κι ένα είδος Παναγίας: «βαστούσε Αυτόν που βαστάζει τα πάντα», η «διαπλάτυνση» της ύπαρξής του ήταν τέτοια που η ανθρώπινη νόηση αδυνατεί έστω και να υποψιαστεί, μας δίνει δε το δικαίωμα να κατανοήσουμε εν πίστει και τα παράδοξα και «περίεργα» που βίωναν και άλλοι, πολλοί, άγιοι παλαιότεροι και νεώτεροι, όπως ο σύγχρονος άγιος Πορφύριος που απεκάλυπτε σε κάποιες στιγμές της ζωής του ότι ο Κύριος του ανοίγει «δρόμους» και «γνώσεις» στο σύμπαν όλο, στο παρελθόν, στο μέλλον – καταστάσεις που εκφεύγουν των ορίων και των πιο «χαρισματικών» θεωρουμένων ανθρώπων. Κι αυτό γιατί; Διότι όλοι αυτοί οι άγιοι, με πρώτο ή από τους πρώτους τον άγιο μέγα Αντώνιο, χαρακτηρίζονταν καθώς είπαμε από τη διάθεση να είναι με τον Κύριο με τον τρόπο του Κυρίου: την αγάπη και κυρίως την ταπείνωση.